Απεκκλησιασμός
Όλοι μας κάποτε με κάτι ερωτευόμαστε και  δεν είναι απολύτως αναγκαίο το γεγονός ότι αυτός ο έρωτας θα μας κάνει να ονειρευόμαστε φιλιά. Μπορούμε να ερωτευτούμε την τέχνη ή το επάγγελμα, ή μια ηθοποιό από κάποια ταινία. Κατά μία έννοια, ο άνθρωπος που έρχεται στην Εκκλησία, νιώθει ένα τέτοιο έρωτα: τα πάντα φαίνονται όχι απλά νέα και ωραία αλλά εκθαμβωτικά, ουράνια, θεϊκά. Κάθε μικρό πράγμα του φαίνεται  ιερό και σε κάθε περαστικό άνθρωπο είναι έτοιμος να δει την εικόνα του Θεού στο σύνολό της. Γι αυτό που συμβαίνει συχνά, σκέφτεται ο Ανδρέας Ντεσνίτσκι.  
Статья

Χωρίς τη γοητεία του έρωτα, η ζωή, ίσως θα ήταν ανάλατη, αλλά υπάρχει και η αρνητική πλευρά του - η απογοήτευση. Ο καιρός περνάει και βλέπουμε ότι το αντικείμενο της αγάπης δεν είναι τόσο τέλειο όσο μας φαινόταν κάποτε και η χαρούμενη έκπληξη δίνει τη θέση της σε μια συνήθεια, και ακόμη και σε πλήξη. Καλά, αν είμαστε διατεθειμένοι να ανεχτούμε δυσάρεστα ή ακόμη και περιττά για μας χαρακτηριστικά δια του φωτός που συνεχίζουμε να βλέπουμε. Τότε ο έρωτας  μπορεί να αυξηθεί στην αγάπη, αλλά δεν συμβαίνει πάντα έτσι.

Και τι συμβαίνει όταν περνάει η περίοδος του πρώτου έρωτα στην Εκκλησία, όταν το άτομο σταματά να θαυμάζει όλα αυτά που βλέπει και ακούει στο ναό; Το ξέρουμε από την εμπειρία του κάθε έρωτα: παρεξηγήσεις, καυγάδες και συγκρούσεις προκύπτουν ορισμένες φορές από το μηδέν, επειδή έχουμε υπερβολικά φωτεινές προσδοκίες, επιθυμούμε την άμεση και απεριόριστη συγχώνευση ψυχών μια και για πάντα. Αλλά οι ψυχές είναι διαφορετικές και ατελείς,δεν βιάζονται να συγχωνευτούν, και μάλιστα, σε μια δύσκολη κατάσταση  δεν μπορούν να συμπεριφέρονται πάντα σωστά.

Στην Εκκλησία υπάρχουν πολλές τέτοιες ψυχές, και με μια απ’ αυτές μπορεί να συμβεί οξύμενη σύγκρουση, ή απλώς μια ριζική ακατανοησία. Συμβαίνει - και συμβαίνει συχνά-  στην εκκλησιαστική κοινότητα ο άνθρωπος να συναντάει μια καθαρή αγένεια και καριερισμό, ίσως και  ακόμη χειρότερα: για παράδειγμα, κλοπή ή σεξουαλική παρενόχληση. Και τότε νιώθει ένα σοκ: πώς, και εδώ το ίδιο; Μα δεν μου χρειάζεται μια τέτοια Εκκλησία!


Αλλά δεν είναι ανάγκη να μιλάμε για τις σκανδαλώδεις υποθέσεις, μερικές φορές λιγότερο τραυματική για το πρόσωπο είναι το γκρι συνηθισμένο.Κατά τα φαινόμενα  ο κάθε ιερέας επαναλαμβάνει, συμπεριλαμβανομένης και της εξομολόγησης, ότι ο ίδιος είναι ανάξιος του τίτλου του, αλλά και πάλι όταν ερχόμαστε στην εκκλησία, έχουμε την τάση να βλέπουμε σε κάθε ένα απ’αυτούς έναν «άγιο πατέρα», όπως γράφουν οι αγράμματοι συγγραφείς φαντασίας (belletrists) Και όταν συναντάμε έναν άνθρωπο όπως εμείς οι ίδιοι, με όλα τα ελαττώματα, μπορούμε να ενοχληθούμε πολύ γι αυτό.

Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν μας σκανδαλίζει ότι το δεν είναι άγγελοι, για παράδειγμα,οι ηθοποιοι ή οι επιστήμονες – σεβόμαστε τα ταλέντα τους και ακούμε τη γνώμη τους. Πιθανώς, το γεγονός είναι ότι η τέχνη ή η επιστήμη δεν διεκδικούν την αναγωγή τους σε υπέρτατη πραγματικότητα: οι επιστημονικές θεωρίες δεν μας λένε πώς να σώσουμε την αθάνατη ψυχή μας, και οι θεατρικές παραστάσεις τα καταφέρνουν χωρίς το συλλείτουργο των αγγέλων.

Αλλά απ’ την Εκκλησία περιμένουμε ολοκληρωμένη πληρότητα και εδώ, μερικές φορές,  συναντιούνται δύο λάθη. Από τη μία πλευρά, ο άνθρωπος που έρχεται στην Εκκλησία διψάει να πάρει όλες τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, από την άλλη πλευρά, ο ιερέας ή κάποιος άλλος είναι πρόθυμος να δώσει αυτές τις απαντήσεις, θέτοντας τα δικά του γούστα και προτιμήσεις στη θέση των αιώνιων αξιών. Η κλασική περίπτωση είναι όταν η φράση «ως ευλογεί ο πατέρας» αντικαθιστά και το Ευαγγέλιο, και τη φωνή της συνείδησης. Φυσικά, όταν θα αποκαλυφθεί ότι ο ιερέας, όπως και ο κάθε άνθρωπος, μπορεί παρόμοια να κάνει λάθη, και οι απόψεις και οι εκτιμήσεις του, δεν είναι όλα πανομοιότυπα με τα δικά σου, θα σταθείς απέναντι σε μια επιλογή: είτε να «κάνεις ταπείνωση», προσαρμοζόμενος σε στάνταρτ κάποιου άλλου, είτε να φύγεις και στη συνέχεια να λες σ’ όλους: « Ναι, ξέρω αυτήν την Εκκλησία, δεν είναι απολύτως για μένα». Υπάρχει,πράγματι,ακόμα και ο τρίτος δρόμος - η κυνική υποκρισία, όμως είναι πάρα πολύ άσχημα, δεν αξίζει να μιλήσουμε γι 'αυτόν.

Έχω έναν φίλο στον οποίο συνέβη κάτι παρόμοιο. Πίστεψε στον Χριστό, όταν ήταν  νεαρός φοιτητής στην δεκαετία του 90, έγινε μέλος της κοινότητας η οποία είχε απαντήσεις σε σχεδόν όλες τις ερωτήσεις. Η Ορθόδοξη ζωή του φαινόταν το τελικό μοντέλο. Αν πηγαίνεις στην εκκλησία, τότε είσαι υπέρ της αυταρχικής μοναρχίας, πιστεύεις ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε σε έξι ημερολογιακές ημέρες, και δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Ο ίδιος ήταν ιστορικός και σε διαλέξεις του πανεπιστημίου είχε διδαχθεί να αναλύει τις πηγές, να κατανοεί την πολυπλοκότητα και το βάθος των διαφόρων ιστορικών διαδικασιών. Και στην κοινότητα όλα ήταν απλά: να μια λίστα με τα πνευματικά βιβλία, και οτιδήποτε άλλο είναι από τον πονηρό.

Ξεκίνησε η πρώτη Σαρακοστή του, την περνούσε αυστηρά σύμφωνα με τον κανόνα σχεδόν μέχρι το τέλος, και τη Μεγάλη Πέμπτη κοινώνησε. Ήταν μια αυστηρή δοκιμασία, και πείστηκε ότι μπορεί να την αντέξει, αλλά ... δεν ήταν ακόμα έτοιμος να δεχθεί πλήρως άυτη την ολοκληρωμένη ασπρόμαυρη εικόνα, η οποία ονομάστηκε «αληθινή Ορθοδοξία». Ως εκ τούτου, αποφάσισε, ότι η Ορθοδοξία δεν είναι απολύτως ο δρόμος του. Καθώς ήρθε μετα από την κοινωνία, έφαγε ένα καλό γεύμα με κρέας και άρχισε να ζει μια συμβατική, μη εκκλησιαστική ζωή.

Συζητούσαμε πολλές φορές για το πόσο στρατιωτική και ομοιόμορφη πρέπει να είναι η Ορθόδοξη ζωή: υποστήριζα ότι στην Εκκλησία μπορούν να υπάρχουν πολύ διαφορετικές απόψεις και τρόποι ζωής, αλλά με διαβεβαίωνε ότι οποιαδήποτε παράβαση από εκείνη την «καθαρότητα», την οποία δοκίμασε αφθόνως, θα είναι  ανεπίτρεπτος συμβιβασμός. Παρεμπιπτόντως, πρόσφατα, υποστήριξε μια καλή ιστορική διατριβή πάνω σε ένα από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, αλλά τώρα μιλά για το κείμενο στη γλώσσα της σύγχρονης επιστήμης και όχι των Αγίων Πατέρων.

Όμως, η προστατευτική αντίδραση στον φονταμενταλισμό είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος του απεκκλησιασμού. Ένας άλλος φίλος μου μεγάλωσε σε μια Ορθόδοξη οικογένεια: από τη γέννησή του όλες οι νηστείες και γιορτές, προσευχές και ακολουθίες, για τα παιδιά ήταν κάτι συνηθισμενο. Η μαμά μπορούσε να μην μαγειρέψει το βραδυνό, αλλά την αγρυπνία πριν την γιορτή δεν μπορούσε να χάσει. Ήξερε ότι η οικογένειά τους είναι διαφορετική από τις κανονικές,ότι αυτό είναι καλό και σωστό. Και έπειτα μπήκε στο Πανεπιστήμιο, και διαπίστωσε ότι γύρω του υπάρχουν πολλά αγόρια και κορίτσια, τα οποία δεν ασχολούνται με όλους αυτούς τους κανόνες, ζουν ελεύθερα και αρκετά ευτυχισμένα, και δεν είναι καθόλου χειρότεροι από τους Ορθοδόξους. Και το πιο σημαντικό, δεν πηγαίνουν για εξομολόγηση, η οποία ήταν συνδεδεμένη με πολύ δυσάρεστες μνήμες των εφηβικών ετών. Και τότε, σταμάτησε να το κάνει. Στην εκκλησία πηγαίνει μερικές φορές, έχει μεγάλο σεβασμό στην Ορθοδοξία, αλλά φυλάγει την αποκτούμενη ελευθερία του, και ποτέ δεν πλησιάζει τον ιερέα.

Είναι προφανές ότι αυτός δεν είναι μοναδικός: δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο όταν ο άνθρωπος κάμποσο καιρό εκκλησιαζόταν, δηλαδή, προσευχόταν πιο πολύ, νήστευε πιο αυστηρά, όλο και περισσότερο κοινωνούσε, ή ακόμα και μεγάλωσε σε μια θρησκευόμενη οικογένεια, και, στη συνέχεια, ξαφνικά αποφάσισε ότι δεν το ήθελε. Ο άνθρωπος πιστεύει στο Θεό, σέβεται την Ορθοδοξία, αλλά βρίσκεται σε απόσταση από την  Εκκλησία. Εκείνοι που παραμένουν στην Εκκλησία, λένε συχνά σ’αυτούς που έφυγαν κάτι σαν: «άντε, καλά». Όπως λένε, όλη η αιτία είναι η δική τους τεμπελιά και η αστάθεια τους, φεύγουν μόνο εκείνοι, όσοι πραγματικά δεν έρχονταν. Ναι, βέβαια, υπάρχει και η τεμπελιά και η αστάθεια, αλλά υπάρχει  εδώ και κάποιο κοινό πρόβλημα, και γι 'αυτό, σ’εμας, δυστυχώς, δεν συνηθίζεται να μιλούν.


Φεύγουν κυρίως εκείνοι που δεν έχουν βρει τη θέση τους στην Εκκλησία. Ο εκκλησιασμός συχνά γίνεται αντιληπτός ως μια αλλαγή στην εξωτερική συμπεριφορά σε αυστηρά καθορισμένο σχέδιο: έτσι να προσεύχεσαι και έτσι να νηστεύεις, έτσι να μεταδώσεις τα κεριά, σ’αυτα τα ευσεβή θέματα με τέτοια «ταπεινή» φωνή να μιλάς. Τα προβλήματα της πνευματικής ζωής περιορίζονται σ έναν κατάλογο ατελείωτων «επιτρέπεται» και «απογορεύεται», και όσο πιο πολύ «απαγορεύεται», τόσο υψηλότερη είναι η «πνευματικότητα». Αλλά η ζωή δεν χωράει σε κανένα πλαίσιο, και σε οξείες, κρίσιμες καταστάσεις το πιεσμένο από εξωτερικές ευπρέπειες ελατήριο γρήγορα τινάζεται επάνω, σπάζοντας τα πάντα στο πέρασμά του.

Και κάποιος, χωρίς να περιμένει αυτη την κρίση, συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι χάνει την ταυτότητά του,καθώς μεταμορφώνεται σ’ ένα απρόσωπο «πνευματικό παιδί» με συμβατικά τσιτάτα αντί σκέψεων και αισθημάτων, και προτιμά να γίνει πάλι ένας εξαιρετικός Βάσια ή μια μοναδική Μαρία. Απλά αρχίζει να σκέφτεται: και λοιπόν, προσεύχομαι,νηστεύω ...ε, καλά, στην αρχή σαν να ήταν ενδιαφέρον ... τώρα ήρθε η κούραση, και δεν καταλαβαίνω καθόλου για ποιο λόγο να συνεχίζω, αφού δεν έγινα άγγελος,  και όλοι γύρω μου, επίσης, δεν είναι άγγελοι. Δεν είναι καλύτερα τότε να πίνω μπίρα ή να πηγαίνω στην πισίνα αντί αυτών των ακολουθιών; Και μια τέτοια θέση, ίσως είναι μια έντιμη απόρριψη της υποκρισίας [1]με την κυριολεκτική έννοια της λέξης, απόρριψη της «δοκιμασίας του ξένου προσώπου», ακόμα και του πιο ευσεβούς και σωστού.

Συχνά ο άνθρωπος που έρχεται στην εκκλησία, δέχεται πρόθυμα μια λίστα στερεοτύπων αμαρτιών και αρετών», αρχίζει να «παλεύει» με τις αμαρτίες με γνωστούς τρόπους,και να «τελειοποιεί» τις αρετές, αλλά όλα αυτά δεν τον αφορούν απολύτως, αλλά κάποιον αφηρημένο χριστιανό . Και η συνταγή «να προσευχηθεί περισσότερο, να νηστεύει πιο αυστηρά» δεν λειτουργεί, αλλά μόνο εξαντλεί το άτομο.Η ευλάβεια είναι ένα ισχυρό εργαλείο για την αντιμετώπιση πνευματικών ζητημάτων, αλλά όχι ένα μαγικό ραβδί. Κάθε εργαλείο πρέπει ακόμη να είσαι σε θέση να το εφαρμόσεις. Και το κορίτσι στο οποίο το διάβασμα του Ακαθίστου δεν έφερε τον επιθυμητό αρραβωνιαστικό, ή ο νεαρός, τον οποίο οι μετάνοιες δεν γλίτωσαν από τις σπάταλες σκέψεις, απορρίπτουν αυτές τις ασκήσεις ως άχρηστες.

Πρέπει να είμαστε ειλικρινείς: σε μια τέτοια «τυποποίηση» είναι διατεθειμένοι και εκείνοι  που καθορίζουν τη ζωή των ενοριών και των μοναστηριών μας, δηλαδή, ο κλήρος και το ενοριακό ακτίφ. Μπορούμε να τους κατανοήσουμε: δεν έχουν ψυχολογική εκπαίδευση, και την εμπειρία της ζωής δεν την διαθέτει ο καθένας, οπότε αποδεικνύεται ότι όλους που έρχονται τους δέχονται με ένα κοινό-μέτρο. Συνήθως η ενοριακή ζωή είναι προσανατολισμένη σ’ ένα συγκεκριμένο ψυχολογικό τύπο: απ’τον άνθρωπο περιμένουν πιο πολύ συναισθήματα παρά σκέψεις, περισσότερη υπομονή  από τη προσήλωση κλπ. Οι ιδιότητες αυτές είναι χαρακτηριστικές για μια γυναίκα μέσης ηλικίας, αλλά για έναν νεαρό είναι δύσκολο να βρει μια θέση σε ένα τέτοιο περιβάλλον, απλά έχει διαφορετική οργάνωση.

Βέβαια,δεν πρόκειται για ηλικία ή φύλο,όλοι  οιάνθρωποι είναι διαφορετικοί. Για έναν άνθρωπο μια έντονη δραστηριότητα έχει ζωτική σημασία, ένα τέτοιο πρόσωπο απλά θα μαραθεί αν στην ενορία δεν θα μπορέσει να βρει ένα έργο σχετικά με την ψυχή και τις ικανότητές του, ενώ άλλος, αντιθέτως, θέλει να τον αφήσουν στην ησυχία του και να μην τον ταλαιπωρούν με ατελείωτες εντολές. Ένας απαιτεί τα μυστικιστικά βάθη, ο άλλος την κοινωνική διακονία, για έναν πιο σημαντική είναι η ακρίβεια της παράδοσης, ο άλλος ψάχνει για την κατάλληλη απάντηση στις σύγχρονες προκλήσεις. Και έτσι,αν σε όλα αυτά το άτομο δεν βρει τη θέση του στην ενορία, είναι πιθανό ότι θα αποχωρήσει από τέτοια ενορία.

Η ενοριακή ζωή σε γενικές γραμμές είναι ένα πολύ δύσκολο πράγμα, εδώ δεν θα συνταχτείς με τον καθένα. Συχνά, όλη η δύναμη ξοδεύεται για την επισκευή του ναού και την οργάνωση της λατρείας. Πρέπει να οργανώσεις ένα και να πληρώσεις για το άλλο, αδελφοί και αδελφές, ας εξαντληθούμε... Ο άνθρωπος αρχίζει ξαφνικά να αισθάνεται ότι δεν είναι το  Σάββατο γι αυτόν αλλά αυτός είναι για το Σάββατο. Ίσως δεν έχει δίκαιο, απλά τώρα κουραστηκαν όλοι και το ενοριακό τρεχάτο ακτίφδεν έχει καιρό για τις υψηλές πνευματικές αναζητήσεις του. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να εκπέσει αμέσως και το ίδιο το Σάββατο, να καταλήξει σε συμπέρασμα για όλη την Εκκλησία: « Αυτό που έψαχνα δεν το έχουν».

Αυτοί που έρχονται στην Εκκλησία πρέπει να θυμούνται ένα πράγμα: αυτό δεν είναι ακόμα η Βασιλεία των Ουρανών, αλλά μια κοινότητα των αμαρτωλών, οι οποίοι μαζί  ψάχνουν τρόπους γι αυτη τη Βασιλεία, και μερικές φορές συμπεριφέρονται πολύ ανάξια και ανίκανα. Μην φοβάστε τις αμφιβολίες και την απογοήτευση - γίνονται ένας λόγος να σκεφτούμε  τί ψάχνεις εσύ στην Εκκλησία, τι θέλεις και περιμένεις απ’ αυτήν. Και ίσως, για κάποιον η εξωτερική αναχώρηση από την εκκλησιαστική  ζωή  είναι μόνο η απόρριψη της δανεισμένης μορφής, χωρίς βαθύ περιεχόμενο. Η αναζήτηση για τη δική σου θέση στην Εκκλησία μπορεί να είναι πολύ δύσκολη, αλλά αυτός  που ψάχνει οπωσδήποτε θα βρει. Μας το υπόσχονται στα Ευαγγέλια.

Και όσοι είναι ήδη μέσα στην Εκκλησία, και δέχονατι αυτούς που έρχονται μπορούν να συλλογιστούν.  Αυτό το σύντομο άρθρο δεν κάλυψε και δεν θα μπορούσε να καλύψει όλες τις πλευρές αυτού του μεγάλου και σύνθετου προβλήματος,του απεκκλησιασμού.  Αλλά  πρέπει τουλάχιστον να σκεφτούμε για την ύπαρξη αυτού του προβλήματος. Οφείλουμε να παραδεχτούμε με ειλικρίνεια: στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι στην εκκλησία οι ίδιοι συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουν με τους νεοερχόμενους. Χωρίς αυτούς, ήταν πιο ήσυχα ... Δεν έχουμε καν τα βασικά στατιστικά στοιχεία: πόσοι άνθρωποι είναι σ’ αυτή τη ενορία, πόσοι κοινώνησαν αυτή ή την άλλη Κυριακή (σε κάποιες εκκλησίες αυτή η μέτρηση υπάρχει, αλλά γενικά δεδομένα δεν υπάρχουν πουθενά). Σήμερα, όλο και πιο δημοφιλής γίνεται ο λόγος για την ιεραποστολή, αλλά έχουμε ακόμη να καταλάβουμε ακριβώς πού οδηγούμε το λαό με το κήρυγμά μας και στη συνέχεια τι θα κάνουμε μ’αυτούς.  

Ίσως το κήρυγμα δεν πρέπει μόνο να ζωγραφίζει αυτό το όμορφο που οι άνθρωποι θα συναντήσουν στην Εκκλησία, αλλά και να τους προειδοποιεί για την ανεπάρκεια του σημερινού σώματος της εκκλησίας, για τα πιο χαρακτηριστικά προβλήματά της. Και ίσως ένας ιεραπόστολος ή κατηχητής πρέπει να προσπαθεί όχι μόνο να οδηγήσει τους ανθρώπους μέχρι την πόρτα της εκκλησίας, αλλά να τους συνοδεύει κατά τους πρώτους μήνες της εκκλησιαστικής ζωής (φυσικά, είναι μια τεράστια αύξηση του φόρτου εργασίας και της ευθύνης). Ίσως θα είναι αναγκαία ορισμένη αναδιοργάνωση της ενοριακής ζωής, για να αισθάνονται άνετα όχι μόνο οι «παλαιοί ενορίτες»...

Αλλά πρώτα, ας ξεκινήσουμε ήσυχα και προσεκτικά να συζητήσουμε αυτό το θέμα. Η τιμή της σιωπής μπορεί να είναι οι ψυχές των ανθρώπων.



 

[1]Η λέξη υποκρισία, στα ρώσικα «лицемерие», κατά λέξη σημαίνει δοκιμασία του προσώπου, κάνω πρόβα του προσώπου(σημείωση του μεταφραστή)

 

Комментарии ():
Написать комментарий:

Другие публикации на портале:

Еще 9