Τις τοιχογραφίες είχε δανείσει η Εκκλησία για 20 χρόνια στο μουσείο «Menil» του Τέξας και επαναπατρίσθηκαν πρόσφατα μετά από άοκνες προσπάθειες του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου.
Μαζί με τις τοιχογραφίες ήρθε και η Αγία Τράπεζα, που βρισκόταν στο παρεκκλήσιο του Ιδρύματος και είναι πιθανόν εντός αυτής ο αρχιεπίσκοπος να εναποθέσει λείψανα αγίων.
Επίσης, δεν αποκλείεται κατά την τελετή του αγιασμού να είναι παρών και εκπρόσωπος του μουσείου «Menil».
Βέβαια, απώτερος στόχος είναι με τη λύση του κυπριακού να τοποθετηθούν οι τοιχογραφίες στο εκκλησάκι του αγίου στη Λύση.
Η εκκλησία του Αγίου Ευφημιανού στη Λύση είναι ένα ιδιαίτερα μικρό λιθόκτιστο κτίσμα, μονόκλιτο με τρούλο.
Ο τρούλος της εκκλησίας κοσμούνταν με τοιχογραφία του Χριστού Παντοκράτορα, ο οποίος περιβάλλεται από αγγέλους, την Παρθένο Μαρία και τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή.
Επίσης, απεικονίζεται η Ετοιμασία του Θρόνου της Δευτέρας Παρουσίας.
Στην αψίδα ιστορείται η Παναγία, δεόμενη μεταξύ των αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ.
Οι τοιχογραφίες αυτές διατηρούνταν σε πολύ καλή κατάσταση, καθώς το 1972 το Τμήμα Αρχαιοτήτων είχε αναλάβει τη συντήρησή τους.
Oι πολύ αξιόλογες τοιχογραφίες (13ου αιώνα) του Αγίου Ευφημιανού που κλάπηκαν από τον διαβόητο Τούρκο αρχαιοκάπηλο Aϊντίν Nτικμέν το 1983, μεταφέρθηκαν το απόγευμα της Παρασκευής, 16 Μαρτίου 2012, στην Κύπρο, ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια.
Για να διευθετήσουν τα πρακτικά θέματα του επαναπατρισμού συναντήθηκαν στο Τέξας ο διευθυντής του Κέντρου Βυζαντινών Εικόνων και Μνημείων της Αρχιεπισκοπής πρωτοπρεσβύτερος Δημοσθένης Δημοσθένους, ο νομικός σύμβουλος Κώστας Κατσαρός και η συντηρήτρια του Τμήματος Αρχαιοτήτων Στέλλα Πισσαρίδου.
Ένα γιγαντιαίο αεροσκάφος μετέφερε τις τοιχογραφίες σε δυο μεγάλα κιβώτια, με στόχο να μεταφερθούν στο Μουσείο Μακαρίου Γ΄ στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου.
Η διαδικασία μεταφοράς των τοιχογραφιών διήρκησε αρκετές ώρες.
Από το αεροδρόμιο Λάρνακας οι τοιχογραφίες μεταφέρθηκαν στην Αρχιεπισκοπή Κύπρου, οι οποίες με οδηγίες του διευθυντή του μουσείου Γιάννη Ηλιάδη τοποθετήθηκαν στο παρεκκλήσι, που κατασκευάστηκε από γυψοσανίδα με συμβουλή αρχιτεκτόνων.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 άρχισαν να παρουσιάζονται στις διεθνείς αγορές εκτός από εικόνες και οι πρώτες αποτοιχισμένες τοιχογραφίες και ψηφιδωτά.
Η πρώτη ανακάλυψη αφορούσε στις τοιχογραφίες του 13ου αιώνα από την αψίδα και τον τρούλο του ναού του Αγίου Ευφημιανού.
Οι τοιχογραφίες αυτές αφαιρέθηκαν αριστοτεχνικά και μεθοδικά από τον ναό από έμπειρο συνεργείο που εργάστηκε για λογαριασμό του Αϊντίν Ντικμέν, με την προστασία του τουρκικού στρατού, κατοχής και εξήχθησαν παράνομα στο εξωτερικό.
Το Ίδρυμα «Μenil» στο Χιούστον του Τέξας αγόρασε τις τοιχογραφίες αυτές το 1985 από τον Τούρκο αρχαιοκάπηλο, για το ποσό των $850,000 σε συνεννόηση με την κυβέρνηση και την Εκκλησία της Κύπρου.
Τα 26 τεμάχια από τον Παντοκράτορα του τρούλου και τα 12 τεμάχια από την Πλατυτέρα της αψίδας συντηρήθηκαν και επανασυγκολλήθηκαν για ένα εκατομμύριο δολάρια σε αγγλικό εργαστήριο.
Με τη συγκατάθεση του αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Α’, το Ίδρυμα «Μenil» έκτισε εκεί μικρό ναό-μουσείο, στο οποίο τοποθετήθηκαν οι τοιχογραφίες αποκαταστημένες για να εκτεθούν στο αμερικανικό κοινό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι διαμεσολαβητής του Ιδρύματος «Menil» για την αγορά των τοιχογραφιών ήταν ο Έλληνας έμπορος έργων τέχνης, Γιάννης Πετσόπουλος.