Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας το 1997 και η Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία, το 1998, σταμάτησαν επίσημα τη συμμετοχή τους στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, το πιο αντιπροσωπευτικό παγκόσμιο οικουμενικό φόρουμ, το οποίο έχει καταστεί ένα πεδίο συζήτησης για περισσότερες από τριακόσιες εκκλησίες στον κόσμο, οι οποίες ομολογούν την πίστη στην Αγία Τριάδα και στον Ιησού Χριστό ως Κύριο και Σωτήρα . Η έξοδος της Βουλγαρικής Εκκλησίας από την ΠΣΕ έγινε όχι μόνο τις παραμονές της πεντηκοστής επετείου από την ίδρυσή του στο ιδρυτικό συνέδριο στο Άμστερνταμ, τον Αύγουστο του 1948, αλλά και στην πεντηκοστή επέτειο της συνάντησης των αρχηγών και εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του κόσμου,που πραγματοποιήθηκε στη κομμουνιστική Μόσχα λίγους μήνες νωρίτερα. Στα μεταπολεμικά χρόνια, πολλοί πίστευαν ότι στο Αμστερνταμ μπορεί να εκπληρωθεί ένα όνειρο για πολλούς χριστιανούς του κόσμου για την ενότητα, ένα όνειρο για την εκπλήρωση της οποίας οι Ορθόδοξες Εκκλησίες του κόσμου συνεχώς προσεύχονται, ζητώντας από τον Κύριο... «Ὑπὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Η αρνητική στάση προς τις επαφές με τους μη ορθοδόξους χριστιανούς, υπήρχε και υπάρχει στο Ορθόδοξο περιβάλλον, αλλά, επιπλέον, πολλοί Ορθόδοξοι ιεράρχες, άγιοι και ασκητές έκφραζαν τις σκέψεις τους σχετικά με την επείγουσα ανάγκη της επικοινωνίας των χωρισμένων εκκλησιών, γεγονός το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ως οικουμενισμός, οικουμενική εκκλησιαστική σκέψη. Ο ιερέας Παύλος Φλορένσκι έλεγε για τον στάρετς Ισίδωρο από τη σκητή της Γεθσημανής: «Όλη τη ζωή του ο πατήρ Ισίδωρος έτρεφε την ιδέα της ανάγκης για ένωση των Εκκλησιών, και η εκκλησιαστική διαίρεση ήταν γι 'αυτόν προσωπικός πόνος και προσωπική προσβολή. «Είμαστε όλοι τα παιδιά μιας Μητέρας, δεν μπορούμε να δούμε τον πόνο της αγαπημένης Μητέρας» -με πίκρα απήγγελε από μνήμης κάποιους στίχους, και το έκανε πολύ, πολύ συχνά.Φαίνεται ότι αυτή η ιδέα για το διαχωρισμό των Εκκλησιών τον ανησυχούσε πολύ»[1].
Ο όσιος Μακάριος Γκλουχαριόφ ονειρευόταν την οικοδόμηση στη Μόσχα, ενός γενικού ναού με τρία τμήματα, για τους Ορθοδόξους, Καθολικούς και Προτεστάντες, ως ένα βήμα προς την ενότητα. Ο Τοποτηρητής του θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, Μητροπολίτης Δωρόθεος,τον Ιανουάριο του 1920, σε εγκύκλιο με τίτλο, «Προς τις Χριστιανικές Εκκλησίες όλου του κόσμου», πρότεινε αμοιβαία προσέγγιση και επικοινωνία των διαφόρων «Χριστιανικών Εκκλησιών », παρά τις διαφορές μεταξύ τους. Αυτές οι εκκλησίες στην Εγκύκλιο ονομάζονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ακόμη και «συγκληρονόμοι, που αποτελούν ένα σώμα. Πρότεινε τη δημιουργία μιας «κοινότητας Εκκλησιών» και, ως πρώτο βήμα προς το πλησίασμα, να δεχτεί ένα«ενιαίο ημερολόγιο για τον ταυτόχρονο εορτασμό των βασικών χριστιανικών εορτών». Υπάρχουν πολυάριθμα παρόμοια παραδείγματα.
Προφανώς, οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν ποτέ να εγκαταλείψουν την ελπίδα της ενότητας, για την οποία ο ίδιος ο Ιησούς προσευχήθηκε, ζητώντας από τον Πατέρα: «ίνα πάντες εν ώσι» (Κατά Ιωάννην 17:21). Καθοδηγούμενος από αυτή την αιώνια ελπίδα, στην VII Συνέλευση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, στην Καμπέρα, το 1991, ο νυν Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας,Κύριλλος, τότε πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, στο βαθμό του μητροπολίτου,κάνοντας κριτική ορισμένων από τις τάσεις στις εργασίες του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, διαβεβαίωσε ότι: «Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι κοινό μας σπίτι, έχουμε ιδιαίτερη ευθύνη για τη μοίρα του». Σε χαιρετισμό του προς την ίδια Συνέλευση ο Αγιότατος Πατριάρχης Πάσων των Ρωσιών Αλέξιος Β', διαβεβαίωνε ότι προσεύχεται ώστε το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών παρέμεινε πιστό στην αρχική κλίση του να είναι Συμβούλιο Εκκλησιών, που αναζητούν από κοινού εκτέλεση της κοινής γι αυτές αποστολής να επιτύχουν την ενότητα στην πίστη και στην ευχαριστιακή κοινωνία».
Οι συμμετέχοντες δε της σύσκεψης στη Μόσχα το 1948, την οποία θυμούνται συχνά οι κριτικοί της συμμετοχής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο ΠΣΕ, όπως την αντίθεση της Συνέλευσης του Άμστερνταμ, ανταποκρίθηκαν με κατηγορηματική άρνηση σε πρόταση των διοργανωτών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών για να ενταχθούν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες στο δημιουργημένο Συμβούλιο. Συμβαίνει σήμερα, αυτή η απάντηση να θεωρείται σχεδόν συνοδική φωνή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιβάλλοντας την ιδέα ότι το 1948 με «ἐν ἑνὶ στόματι καὶ μιᾷ καρδίᾳ» οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι των Εκκλησιών αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις δραστηριότητες του Οικουμενικού Συμβουλίου. Αλλά ήταν πράγματι η συνδιάσκεψη της Μόσχας μια Πανορθόδοξη Σύνοδος;Κατα πόσο, στην πραγματικότητα, ήταν ανεξάρτητες οι αποφάσεις και οι αξιολογήσεις της;
Η συγκληθείσα στις 9 Μαΐου του 1938 Διάσκεψη της Ουτρέχτης εγκαινίασε τη δημιουργία δομών του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Συστάθηκε η προπαρασκευαστική επιτροπή για τον συντονισμό των εργασιών μέχρι την Γενική Ιδρυτική Συνέλευση. Γενικός γραμματέας της επιτροπής εξελέγη ο μεταρρυθμιστικός ιερέας, διδάκτωρ Vissert Hooft. Κατά τη δεύτερη συνεδρίαση της επιτροπής, τον Ιανουάριο του 1939, αποφασίστηκε να συγκληθεί Γενική Συνέλευση τον Αύγουστο του 1941, αλλά το ξέσπασμα του πολέμου είχει χαλάσει τα σχέδια αυτά. Μόνο το 1946, η προπαρασκευαστική επιτροπή αποφάσισε να πραγματοποιήσει την Ιδρυτική Συνέλευση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών, τον Αύγουστο του 1948 στο Άμστερνταμ.
Επίσης το 1946,στις 5 Μαΐου, μιλώντας μετά από πρόσκληση του Προέδρου Τρούμαν στο κολλέγιο Fulton, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ καθόρισε τις προκλήσεις της σύγχρονης εποχής. Είπε την περίφημη φράση ότι μια σκιά έπεσε στην Ανατολική Ευρώπη, χωρίζοντάς της με το σιδερένιο παραπέτασμα. Πίσω από το παραπέτασμα οι άνθρωποι έχουν γίνει ένα αντικείμενο της σοβιετικής επιρροής, του ολοκληρωτικού ελέγχου και των αστυνομικών κρατών.[2] Η διαίρεση του πολιτισμένου κόσμου στο θέμα της στάσης απέναντι στο κομμουνιστικό σχέδιο υπήρξε ένα από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της εποχής. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες δεν έμειναν μακριά από την πολιτική διαίρεση. Η Πολωνία,η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία και η Ρουμανία, με τις αντίστοιχες εκκλησίες, εισήλθαν στη ζώνη των συμφερόντων της σοβιετικής κυβέρνησης. Για αντίθεση στο Βατικανό, το οποίο σε κάποιο βαθμό έγινε πνευματικό κέντρο του αντικομμουνιστικού ελεύθερου κόσμου,για τον Στάλιν ήταν σημαντικό να έχει όχι μόνο ένα ελεγχόμενο αλλά και αρμόδιο,στη διεθνή σκηνή, θρησκευτικό κέντρο. Αυτό εξηγεί το ενδιφέρον της κυβέρνησης για τη διεξαγωγή της συνάντησης και για το θέμα της εισόδου της ΡΟΕ στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
Το φθινόπωρο του 1943, για διάφορους λόγους, αλλά και ύπο την επιρροή των Συμμάχων, οι οποίοι όχι μόνο παρείχαν μεγάλη βοήθεια προς τη Σοβιετική Ένωση σε όπλα και τρόφιμα, αλλά έχουν γίνει συνήγοροι μπροστά στο Στάλιν της Ρωσικής Εκκλησίας, ο Ιωσήφ Στάλιν έχει προσαρμόσει την πολιτική του προς την επίσημη Ρωσική Ορθοδοξία. Στις 4 Σεπτεμβρίου 1943 πραγματοποιήθηκε μια αναπάντεχη νυκτερινή συνάντηση του Στάλιν με τους τρεις μητροπολίτες, οι οποίοι ηγούνταν της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας: με τον Τοποτηρητή του Πατριαρχικού θρόνου, Μητροπολίτη Σέργιο Στραγκορόντσκι, τον Μητροπολίτη Λένινγκραντ, Αλέξιο Σιμάνσκι και το Μητροπολίτη Κιέβου και Γαλικίας, Νικόλαο Γιαρουσέβιτς. Ένα αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ήταν η δημιουργία ενός κρατικού φορέα για το συντονισμό των σχέσεων με την Εκκλησία - του Συμβουλίου για τις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Συμβούλιο Υπουργών της Σοβιετικής Ένωσης. Ο διάσημος ιστορικός της εποχής του Στάλιν, καθηγητής της Ιστορίας του Πανεπιστήμιο του Κέντ, Philip Bubbayer συνοψίζει το γεγονός έτσι: «Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία βρέθηκε υπό την επιτήρηση του νεοσύστατου Συμβουλίου, [...] η διεύθυνση της Ορθόδοξης Εκκλησίας τέθηκε κάτω από τον άμεσο έλεγχο του κράτους».[3]
Του Συμβουλίου ηγήθηκε ο συνταγματάρχης της NKVD Γ. Κάρποφ (1898-1967). Παρέμεινε σ'αυτή τη θέση μέχρι τον Φεβρουάριο του 1960. Ο συνταγματάρχης Κάρποφ, όπως και ο Στάλιν, προσπάθησε να σπουδάσει στην ιερατική σχολή, αλλά η κομμουνιστική συμπάθεια τον οδήγησε στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία. Αργότερα φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης, αλλά δεν το τελείωσε. Μπαίνοντας στο Κομμουνιστικό Κόμμα, έκανε μια καριέρα στη NKVD από αξιωματικός της 2ης διοίκησης του GUGB NKVD το 1922 έως επικεφαλής της διοίκησης της NKVD του Πσκοφ το 1937-1938, όταν η σκούπα της κόκκινης τρομοκρατίας βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, καταδικάζοντας εκατομμύρια αθώα θύματα του κομμουνιστικού καθεστώτος σε φυλακές, καταναγκαστικά έργα και θάνατο. Μόνο μετά το θάνατο του Στάλιν, στο κύμα για το «ξεπάγωμα του Χρουστσόφ», η Επιτροπή Ελέγχου του Κόμματος σημείωσε ότι το 1937-1938 ο Κάρποφ εκτελούσε μαζικούς τουφεκισμούς αθώων πολιτών, χρησιμοποιούσε διεφθαρμένες μεθόδους έρευνας και παραποιούσε τα πρακτικά των ανακρίσεων. Μπορούμε να πούμε ότι το 1943 ένας από τους τακτικούς δημίους του Στάλιν ορίστηκε για τον έλεγχο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο,παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι εισηγήσεις του Κάρποφ στους ηγέτες της ΕΣΣΔ. Η πρώτη εισήγηση στην Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ (μπ) για τα αποτελέσματα των εργασιών του 1946, από τις 14 Φεβρουαρίου του 1947 καθορίζει τις προϋποθέσεις της Συνδιάσκεψης της Μόσχας σχετικά με το θέμα του Οικουμενικού Κινήματος.[4]
«Ένα σημαντικό μέρος των προπαρασκευαστικών εργασιών στο εξωτερικό, επιτρέπει τη χρήση του Πατριαρχείου Μόσχας για την εφαρμογή το 1947-1948 μερικών νέων δραστηριοτήτων οι οποίες αποκτούν θεμελιώδη πολιτική σημασία.
Μεταξύ αυτών το Συμβούλιο κατατάσσει τις εξής:
1.Η προετοιμασία για τη σύγκληση στη Μόσχα της προσυνοδικής συνεδρίασης και του Οικουμενικού Συμβουλίου όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών του κόσμου.
Όπως είναι γνωστό, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία απέκτησε το αυτοκέφαλο στα 1448, καταλαμβάνει μεταξύ όλων των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών στον κόσμο, μόνο την πέμπτη θέση (κατά σειρά παραλαβής των δικαιωμάτων του αυτοκέφαλου).
Εν τω μεταξύ, το ειδικό βάρος της στον ορθόδοξο κόσμο και το κύρος της, που αυξήθηκε πρόσφατα, αποτελεί λόγο για να πάρει την πρώτη θέση, αν και με κάποιο αγώνα.
Η επιτραπείσα, πριν, από την Κυβέρνηση και σχεδιασθείσα από τον Πατριάρχη Αλέξιο Α', για το Σεπτέμβριο του 1947, προσυνοδική σύσκεψη στη Μόσχα, των προκαθημένων ή εκπροσώπων όλων των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, έχει ως κύριο στόχο την προετοιμασία της της σύγκλησης, το 1948 (500ή επέτειος της ανεξαρτησίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας)της Οικουμενικής Συνόδου(του Παγκοσμίου Συνεδρίου),η οποία δεν συνεκαλείτο για αρκετούς αιώνες,ώστε να αντιμετωπίσει το θέμα της απόδοσης στο Πατριαρχείο Μόσχας του τίτλου «Οικουμενικό».
Το Συμβούλιο θα έκρινε σκόπιμο να επιτρέψει στο Πατριαρχείο Μόσχας την πρόσκληση το 1947 στη Μόσχα, του Αρχιεπισκόπου του Canterbury, προκειμένου να ληφθεί η συγκατάθεσή του για την κοινή δράση εναντίον του Βατικανού.
[...] Είναι πιθανό ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Μόσχα, ο Αρχιεπίσκοπος του Canterbury θα θέσει το ζήτημα της συμμετοχής της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο λεγόμενο «οικουμενικό κίνημα», του οποίου ηγείται η Αγγλικανική Εκκλησία και τυπικά έχει στόχο να ενώσει όλες τις εκκλησίες για την επίλυση αμιγώς εκκλησιαστικών ζητημάτων, αλλά στην πραγματικότητα, ασχολείαι,κυρίως, με την πολιτική.
Κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, το Πατριαρχείο Μόσχας πρέπει να δώσει μια σαφή απάντηση στην Αγγλικανική Εκκλησία και να θέσει τους δικούς της όρους με τους οποίους μπορεί να παίρνει μέρος στο «Οικουμενικό Κίνημα» . Το γεγονός είναι ότι σύμφωνα με την παρούσα κατάσταση, στις Ορθόδοξες Εκκλησίες γενικά, στα διοικητικά όργανα του «Οικουμενικού Κινήματος» δίνονται μόνο 17 θέσεις από τις συνολικά 90, και στις συνεδριάσεις 85 από τις 450 θέσεις.
Φυσικά, υπ αυτές τις συνθήκες, ούτε η Ρωσική ουτε οποιαδήποτε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία δεν θα είναι σε θέση να έχει οποιαδήποτε σοβαρή επιρροή στον προσανατολισμό της δραστηριότητας αυτού του κινήματος.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαθέτει το Συμβούλιο, «το Οικουμενικό Κίνημα», υπό την ηγεσία της Αγγλικανικής Εκκλησίας, όλο και περισσότερο εισχωρεί στον αντιδραστικό πολιτικό δρόμο, αφήνοντας τα εκκλησιαστικά θέματα στο παρασκήνιο.
Περί αυτού ιδιαίτερα εύγλωττα μαρτυρούν οι αποφάσεις που εγκρίθηκαν κατά την τελευταία συνεδρίαση των «Οικουμενιστών» στη Γενεύη το 1946. Πρόκειται για απαιτήσεις αναθεώρησης των αποφάσεων του Πότσδαμ σε σχέση με τη Γερμανία, για τον αγώνα με το μαρξισμό, κλπ.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις συνθήκες και το ενδιαφέρον ορισμένων πολιτικών κύκλων στη Βρετανία για τη χρήση του «Οικουμενικού Κινήματος», μέσω της Αγγλικανικής Εκκλησίας, για τους πολιτικούς τους σκοπούς, το Πατριαρχείο Μόσχας πρέπει να προβάλει στην Αγγλικανική Εκκλησία δύο όρους με τους οποίους θα συμμετάσχει στο «Οικουμενικό Κίνημα»:
α) Αρνηση του πολιτικού διαλόγου από τους «Οικουμενιστές» και καθαρά εκλησιαστική δραστηριότητα αυτού του κινήματος
β) Σημαντική αύξηση των θέσεων αντιπροσώπων για τις Ορθόδοξες Εκκλησίες, με επικεφαλής τη Ρωσική Εκκλησία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι το Πατριαρχείο Μόσχας έχει λάβει διαβεβαιώσεις από πολλές αυτοκέφαλες εκκλησίες για μια ενιαία στάση προς το «Οικουμενικό Κίνημα», η ικανοποίηση των παραπάνω όρων του Πατριαρχείου Μόσχας θα του επιτρέψει να επηρεάσει το «Οικουμενικό Κίνημα» προς την κατεύθυνση που θέλουμε.
Στην περίπτωση που αυτά τα αιτήματα δεν θα γίνουν δεκτά από την Αγγλικανική Εκκλησία, το Πατριαρχείο Μόσχας πρέπει να συνεχίσει το ρόλο του παρατηρητή ...»[5]
Το έγγραφο μιλάει από μόνο του. Στο παρελθόν, χωρίς την βοήθεια και την προσοχή των κοσμικών αρχών δεν συγκαλούνταν Οικουμενικές Σύνοδοι, αλλά εδώ πρόκειται για μια σκληρότατη εντολή για την κατεύθυνση εργασίας, που μετατρέπει την Εκκλησία σε μαριονέτα της κυβέρνησης στην πολιτική αρένα. Σύμφωνα με την εισήγηση του συνταγματάρχη Κάρποφ, στη Μόσχα δεν προοριζόταν να συμβεί τίποτε άλλο πέραν μιας Οικουμενικής Συνόδου, ένα από τα καθήκοντα της οποίας ήταν να παραχωρηθεί στο ελεγχόμενο από την Σοβιετική κυβέρνηση Πατριαρχείο Μόσχας ο τίτλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αλλά ακόμη και στην προ-επαναστατική περίοδο, όταν η Ελληνο-Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν η ευνοούμενη του κράτους και η κυρίαρχη θρησκεία, και οι δυνατότητες για τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου ήταν πολύ περισσότερες, ο άγιος ιεράρχης της Μόσχας, Φιλάρετος (Ντροζντόφ)(1782-1867) υποστήριζε ότι χωρίς τη Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν μπορεί να διεξαχθεί μια Οικουμενική Σύνοδος.[6] Επιπλέον, δεν γινόταν εφικτή συνεδρίαση Οικουμενικής Συνόδου στη μεταπολεμική περίοδο, όταν η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν σε μεγάλο βαθμό εξαντλημένη, όταν οι σχέσεις με την, πρωταρχική στον Ανατολικό Ορθόδοξο κόσμο, Καθέδρα της Κωνσταντινούπολης, δεν ήταν καθόλου αισιόδοξες και οι σχέσεις με την έδρα της Ρώμης- σταθερά αντίθετης στο κομμουνιστικό πείραμα- επίσης,δεν βίωναν και τα καλύτερα χρόνια. Είναι αδύνατο να πιστέψει κανεις ότι ο Στάλιν και ο Κάρποφ, αυτοί οι δύο πρώην φοιτητές της θεολογικής σχολής, δεν ήξεραν τί είναι η Οικουμενική Σύνοδος και γιατί ήταν αδύνατο να συγκληθεί εκείνη τη στιγμή. Η ίδια η ιδέα της οργάνωσης της Οικουμενικής Συνόδου από την άθεη εξουσία,που έπνιξε το λαό στο αίμα, για να φέρει στην ελεγχόμενη Εκκλησία το καθεστώς της «Οικουμενικής», για άλλη μια φορά δείχνει την έκταση της κομμουνιστικής φιλοδοξίας και με την εξωπραγματικότητά της θυμίζει τα λόγια της Αγίας Γραφής για τον Λουτσεφέρ, που ήθελε να ανεβάσει πάνω από τα αστέρια το θρόνο του.
Ωστόσο, το γεγονός ότι η σοβιετική κατακτητική ζώνη επεκτάθηκε στην Ανατολική Ευρώπη και τμήμα της Δυτικής και, επομένως, οι Εκκλησίες των αντίστοιχων κρατών περιέρχονταν υπό τον έλεγχο του Στάλιν αυτόματα,καθώς αναγκάζονταν να υποτάσσονται σε κυβερνήσεις ανδρεικέλων, θα μπορούσε, για τον Στάλιν, να αποτελέσει προϋπόθεση για την υλοποίηση των ανωτέρω σχεδίων. Το κομμουνιστικό κίνημα στην Ελλάδα αλλά και μια επιστολή του Κάρποφ στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ( «Για τη ρύθμιση των σχέσεων, το Πατριαρχείο Μόσχας αποφάσισε να στείλει στην Τουρκία τον Μητροπολίτη Κρουτίτσκ,Νικόλαο, με ένα δώρο προς τον Πατριάρχη Μάξιμο - 50 χιλιάδες δολλάρια»[7]), δείχνει ότι η προσπάθεια διεξαγόταν και σ'αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν δημιουργούσαν μια σοβαρή βάση για τη σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου και, βεβαίως, ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος Α' το καταλάβαινε αυτό καλά.Στις 13 Μαρτίου του 1947,ο Μητροπολίτης Νικόλαος Γιαρουσέβιτς παρουσίασε στον Πατριάρχη τις απόψεις του επί του θέματος. Από την επιστολή καθίσταται σαφές ότι πρόκειται για μια απάντηση στην πρόταση για τη σύγκληση της Οικουμενικής Συνόδου. Ο Μητροπολίτης Νικόλαος πρότεινε την πραγματοποίηση μιας διάσκεψης για τη σύγκληση της Συνόδου[8]. Έτσι, η Σοβιετική κυβέρνηση, ενώ συμφώνησε με την επιχειρηματολογία, όρισε τον εορτασμό των 500 χρόνων του αυτοκέφαλου και την προσυνοδική συνεδρίαση για τον Ιούλιο του 1948.
Από την επιστολή του αντιπροέδρου του Συμβουλίου για τις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, συντρόφου Μπέλισεφ, προς τον αντιπρόεδρο του Συμβουλίου των Υπουργών της Σοβιετικής Ένωσης:
«Εμπιστευτικό.
Το Συμβούλιο Υπουργών της Σοβιετικής Ένωσης με την απόφασή του N1132-465/сс της 29ης Μαΐου 1946, επέτρεψε στο Συμβούλιο για τις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας να δώσει την συναίνεση στο Πατριαρχείο Μόσχας να πραγματοποιήσει στη Μόσχα την Οικουμενική Προσυνοδική Συνδιάσκεψη, με τη συμμετοχή όλων των προκαθημένων των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών του κόσμου, για συζήτηση ζητημάτων για την εκπόνηση μιας κοινής γραμμής στον αγώνα με το Βατικανό,για τη στάση προς το λεγόμενο Οικουμενικό κίνημα, για τη σύγκληση της Οικουμενικής Συνόδου και μερικά άλλα.
Σύμφωνα μ'αυτό, το Πατριαρχείο Μόσχας ανέπτυξε ένα δοκιμαστικό πρόγραμμα για τη διεξαγωγή της Οικουμενικής Προσυνοδικής Διάσκεψης και απευθύνθηκε στο Συμβούλιο ζητώντας να του επιτρέψει την σύγκληση της Διάσκεψης στις αρχές του Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους.
21 Μαρτίου, 1947
Ο αντιπρόεδρος του Συμβουλίου για τις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας
του Συμβουλίου των Υπουργών της ΕΣΣΔ,Μπέλισεφ».[9]
Όμως, ακόμη και η σύγκληση της προσυνοδικής διάσκεψης αποδείχθηκε προβληματική. Οι Ελληνόγλωσες Εκκλησίες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σ'αυτήν. Στις 16 Ιουνίου 1947,ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Χριστόφορος απέστειλε γραπτή άρνηση συμμετοχής, εξηγώντας τους λόγους τέτοιας απόφασης: «... όταν τον περασμένο χρόνο ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Λένινγκραντ, κ. Γεώργιος, εξ ονόματος της Μακαριότητάς σας, μίλησε μαζί μου για το ενδεχόμενο σύγκλησης της Συνόδου στη Μόσχα, απαντήσαμε ότι δεν συμφωνούμε να συναντηθούμε στη Μόσχα, αλλά προτιμάμε, ή την Ιερουσαλήμ ως τόπο της Μεγάλης και Πανχριστιανικής λατρείας, ή το Άγιον Όρος, όπου υπάρχει ένα πολύ κατάλληλο μέρος για χριστιανική προσευχή και ασκητικά κατορθώματα και όπου θα είχαμε γλυτώσει εντελώς από τη μεγάλη γήινη και κόσμικη σύγχυση και την κάθε πολιτική παρέμβαση και πίεση.
Αλλά τώρα που σταμάτησαν και ειρήνευσαν οι φοβερές πολιτικές θύελλες,είναι δυνατόν να συγκληθεί αμέσως και το ίδιο έτος στο ειρηνικό Άγιον Όρος αυτή η Σύνοδος,όπως και στην Ιερουσαλήμ, αλλά πολύ λιγότερο στη Μόσχα».
Για όλους αυτούς τους λόγους,Μακαριότατε αδελφέ εν Κυρίω,πιστεύουμε ότι σήμερα ακριβώς δεν υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ της σύγκλησης της Πανεκκλησιαστικής Συνόδου στη Μόσχα».[10]
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, Τιμόθεος και ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Λεόντιος, απαντούν ανάλογα, ίσως λίγο πιο έντονα.[11] Στην επιστολή προς τον τελευταίο ο Μητροπολίτης Νικόλαος Γιαρουσέβιτς απάντησε: «...το Πατριαρχείο προσκαλεί τους Προκαθημένους των Ορθόδοξων Εκκλησιών όχι στην Πανορθόδοξη Σύνοδο, αλλά στη Συνάντηση για τα εξίσου σημαντικά θέματα για το σύνολο της Ορθόδοξης Εκκλησίας»[12]. Παρόμοια επιστολή απέστειλε στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας στις 7 Δεκεμβρίου 1947 ο Πατριάρχης Αλέξιος Α'.[13] Η ιδέα της Πανορθόδοξης Συνόδου, ή, ακόμη, μόνο της προσυνοδικής διάσκεψης, ήταν θαμμένη μόλις βγήκε στο φως. Ωστόσο, αυτό ήταν προβλέψιμο.
Έτσι, οι εκπρόσωποι των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών Αντιοχείας, Σερβίας, Ρουμανίας, Γεωργίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας και της Αλβανίας, συναντήθηκαν στη Μόσχα στις αρχές Ιουλίου 1948. Η επίσημη αιτία για τη συνάντηση ήταν τα 500 χρόνια του Αυτοκέφαλου της Ρωσκής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κωνσταντινουπόλεως που ήρθαν προκειμένου να γιορτάσουν την επέτειο, δήλωσαν ότι ήρθαν μόνο για τον εορτασμό, αλλά στη συνεδρίαση, για διάφορους λόγους, δεν θα συμμετάσχουν.Οι άμεσοι εκπρόσωποι των Εκκλησιών της Ιερουσαλήμ και της Αλεξάνδρειας επίσης δεν συμμετείχαν στη συνάντηση. Ένα από τα κύρια ζητήματα που τέθηκε στην ημερήσια διάταξη της συνάντησης, ήταν η αξιολόγηση της συμμετοχής των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο έργο του δημιουργηθέντος Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών.
Με την πορεία της συνδιάσκεψης δεν θα ασχοληθούμε ιδιαίτερα, θα σημειώσουμε μόνο μερικά συγκεκριμένα σημεία. Το ύφος και το νόημα κάποιων δηλώσεων σχετικά με τις δραστηριότητες του Βατικανού ήταν σε μερικά σημεία πολύ προσκλητικό και ενίοτε άδικο. Ο Αγίος Λουκάς Βοϊνο-Γιασενέτσκι αργότερα εξέφρασε την αγανάκτησή του από τη λάσπη γύρω από την Καθολική Εκκλησία στη συνεδρίαση. «Γιατί να μαζέψουμε όλη τη λάσπη και να ξεχάσουμε θαύματα και αγίους;»[14] - έγραψε ο Ιεράρχης.
Το 1946, ο συνταγματάρχης Κάρποφ έλαβε από τον Πατριάρχη λογοδοσία σχετικά με το οικουμενικό κίνημα και με το σκεπτικό για την ενδεχόμενη συμμετοχή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στις δραστηριότητές του.[15] Την πατρότητα της λογοδοσίας αποδίδουν στον Πρωτοπρεσβύτερο Ραζουμόφσκι, ως κύριο ειδικό επί του θέματος. Στη Σύνοδο, όμως, το ήθος της λογοδοσίας του Ραζουμόφσκι ήταν, αντιθέτως, καθαρά αρνητικό.
Αν κοιτάξουμε στις εισηγήσεις της συνεδρίασης της ολομέλειας της 10ης Ιουλίου για το θέμα της εγγραφής στη ΠΣΕ, αποδεικνύεται ότι δύο από τις τρεις εισηγήσεις, μάλλον εκφράζουν συμπάθεια στην ιδέα της ένταξης στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Η εκτεταμένη εισήγηση του καθηγητή Κόμαν της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και η εισήγηση του Εξάρχου της Βουλγαρικής Εκκλησίας, Στεφάνου, εκφράζουν την πεποίθηση ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να συμμετέχει περισσότερο στο Οικουμενικό Κίνημα. Στη συνέχεια, οι εκπρόσωποι της Ρουμανικής και της Βουλγαρικής Εκκλησίας υπέγραψαν την απόφαση της συνεδρίασης, ουσιαστικά τηρώντας αποστάσεις από τις παλιές θέσεις τους. Αυτό που επηρέασε στη θέση του Βούγαρου Ιεράρχη, γνωρίζουμε από την παρακάτω λογοδοσία του Κάρποφ. Ο Ιεράρχης όχι μόνο έλαβε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων, αλλά και την άδεια της εγκαθίδρυσης του Πατριαρχείου στη Βουλγαρία.
«Το Συμβούλιο για τις υποθέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Συμβούλιο των Υπουργών της Σοβιετικής Ένωσης, 3 Αυγούστου του 1948, № 642 / с
Κεντρική Επιτροπή του κόμματος των Μπολσεβίκων, προς τον σύντροφο Μαλενκόφ Γ.Μ.
<...> Η συνεδρίαση εξέτασε τα εξής ζητήματα:
α) Το Βατικανό και η Ορθόδοξη Εκκλησία
β) Οικουμενικό (παγκόσμιο)κίνημα και η Ορθόδοξη Εκκλησία
γ) Περί της Αγγλικανικής Ιεραρχίας
δ) Περί του εκκλησιαστικού ημερολογίου
Όλες οι εργασίες των επιτροπών, στη διάρκεια των 6 ημερών της συνεδρίασης, προχώρησαν ομαλά σε μια φιλική ατμόσφαιρα,χωρίς μεγάλες συζητήσεις και λογομαχίες, και οι αποφάσεις ελήφθησαν κατά τη σύνοδο της ολομέλειας ομόφωνα.
Στην απόφαση σχετικά με την εισήγηση για το Βατικανό, η συνεδρίαση κατέκρινε τον ενεργό ρόλο του Βατικανού «για την υποκίνηση ενός νέου πολέμου, και εν γένει για τον πολιτικό αγώνα κατά της παγκόσμιας δημοκρατίας». Οι πάπες της Ρώμης «ήταν πάντα στο πλευρό των ισχυρών «αυτού του κόσμου» ... Όλοι οι χριστιανοί, χωρίς διάκριση εθνών και θρησκειών, δεν μπορούν να μην καταδικάσουν γι αυτό την πολιτική του Βατικανού, ως αντιχριστιανική, αντιδημοκρατική και αντιλαϊκή.
Όσον αφορά το θέμα του λεγόμενου οικουμενικού (παγκοσμίου) κινήματος, η συνεδρίαση αναγνώρισε την ανάγκη να αρνηθεί τη συμμετοχή της τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους, στο Άμστερνταμ, στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται από το «Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών», θεωρώντας το οικουμενικό κίνημα όχι ως εκκλησιαστικό, αλλά ως ένα πολιτικό και αντιδημοκρατικό.
Πριν τη συνεδρίαση στο θέμα της στάσης προς το οικουμενικό κίνημα δεν υπήρχε ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ειδικά, πολύ ενεργός συμμέτοχος αυτού του κινήματος επί είκοσι έτη ήταν ο Βούλγαρος Έξαρχος Στέφανος. Και ακόμη, όταν έφτασε στη Μόσχα, παρά την υπόσχεση στον σύν. Ντιμίτροφ και στον συν. Κοράλοφ να υποστηρίξει το Πατριαρχείο Μόσχας, δήλωσε την πρόθεσή του να αγορεύσει υπέρ της συμμετοχής των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Οικουμενικό Κίνημα. Ωστόσο, η συνάντηση του Μητροπολίτη Στεφάνου με τα μέλη της Τσεχικής αντιπροσωπείας και οι συζητήσεις μ'αυτόν των μελών της Συνόδου της Μόσχας, τον οδήγησαν στη υποστήριξη του Πατριαρχείου Μόσχας στο θέμα αυτό. Μετά απ'αυτό, οι προσπάθειες του Εξάρχου Κωνσταντινούπολης,Γερμανού, να παρασύρει τον Μητροπολίτη Στέφανο στην υπεράσπιση του Οικουμενισμού δεν είχαν επιτυχία. Ο καθοριστικός παράγοντας που όρισε τη συμπεριφορά του Εξάρχου Στεφάνου, ήταν τηλεγράφημα από τον Υπουργό Εξωτερικών της Βουλγαρίας,συν. Κοράλοφ, όπου επιβεβαιώθηκε η κατ'αρχήν συγκατάθεση της Βουλγαρικής κυβέρνησης για την εγκαθίδρυση Πατριαρχείου στη Βουλγαρία.
Οι παρατηρήσεις για τη συμπεριφορά των αντιπροσωπειών που συμμετείχαν στον εορτασμό και οι εκφράσεις σε εμπιστευτικές συζητήσεις μερικών επικεφαλής και μελών των αντιπροσωπειών, βοήθησαν να χαρακτηριστεί ο Βούλγαρος Έξαρχος Στέφανος, ως πονηρός, πανούργος πολιτικάντης, ένας τυπικός χαμαιλέων, που διατηρούσε, στη Μόσχα, σχέσεις με τον Έξαρχο της Κωνσταντινούπολης, Γερμανό και τον επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας, Μητροπολίτη Χρυσόστομο, με τους οποίους είχε συνωμοτικές συνομιλίες. [...]
Για τις αντισοβιετικές δηλώσεις, το Συμβούλιο έχει στη διάθεσή του μόνο το μέλος της Σερβικής αντιπροσωπείας, Μητροπολίτη Σκοπίων,Ιωσήφ, ο οποίος, αναφερόμενος στα επιτεύγματα της σοβιετικής κυβέρνησης και στην αποκατάσταση της Μόσχας, δήλωσε ότι «όλα αυτά είναι χτισμένα με το αίμα και τα βάσανα του λαού».Ο Μητροπολίτης Ιωσήφ είναι γνωστός στο Συμβούλιο από το 1945, ως ένθερμος αντιδραστικός, που βρίσκεται σε αντίθεση με το Σέρβο Πατριάρχη Γαβριήλ και προσανατολίζεται στη Δύση.
Πολλοί από τους εκπροσώπους που έφτασαν στη Μόσχα προτίθεντο να λάβουν επιχορηγήσεις και εκκλησιαστικά βραβεία (λευκές κουκούλες, παναγίες)από τον Πατριάρχη Μόσχας, Αλέξιο Α'.
Ο Βούλγαρος Έξαρχος Στέφανος σκοπεύει να ζητήσει από τον Πατριάρχη 1 εκατ. ρούβλια (100 εκατομμύρια Βουλγαρικών λέι). Προηγουμένως, ήδη, είχε λάβει 50 εκατομμύρια λέι. Ζήτησε ακόμα από το Συμβούλιο να τον βοηθήσει να λάβει 150 τόνους κεριού για λαμπάδες.
Ο Πατριάρχης Γεωργίας Καλλίστρατος ζήτησε από τον Πατριάρχη Αλέξιο Α' 1 εκατομμύριο ρούβλια για την οικοδομή κατοικίας, αλλά έλαβε 500 χιλιάδες ρούβλια.
[...] Ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων που διεξάχθηκαν για τη σύγκληση της εν λόγω συνάντησης,κατά την άποψη του Συμβουλίου, προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα και συστάσεις:
1. Παρά τις προσπάθειες ορισμένων Ανατολικών εκκλησιών (της Ελληνικής και της Αλεξάνδρειας) να διακόψουν τη συνεδρίαση της Μόσχας, αυτή πραγματοποιήθηκε και ήταν επιτυχής.
2. Ως αποτέλεσμα των εργασιών της συνάντησης των αρχηγών των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών επιτεύχθηκε η ενότητα και η συσπείρωση γύρω από το Πατριαρχείο Μόσχας των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Γεωργίας, της Σερβίας, της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας, της Αλβανίας, της Πολωνίας, και της Αντιόχειας, συντονισμένη λήψη αυτών των αποφάσεων της ημερήσιας διάταξης, ενίσχυση της επιρροής και του κύρους στη διεθνή εκκλησιαστική ζωή της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
3. Η συνεδρίαση εκπόνησε μια ενιαία γραμμή της στάσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς το Βατικανό και το Οικουμενικό Κίνημα και απέτρεψε τη συμμετοχή της πλειοψηφίας των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη επερχόμενη Συνέλευση, τον Αύγουστο του τρέχοντος έτους στο Άμστερνταμ, ανατρέποντας έτσι τα σχέδια της αγγλο-αμερικανικής αντίδρασης, η οποία προσπαθούσε να προσελκύσει στο Οικουμενικό Κίνημα τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
4. Η διάσκεψη κατέδειξε την επείγουσα ανάγκη για περιοδικές συναντήσεις των επικεφαλής των αυτοκέφαλων Ορθοδόξων Εκκλησιών σ' αυτές ή σε άλλες χώρες σχετικά με την εφαρμογή των αποφάσεων της συνεδρίασης της Μόσχας και για το συντονισμό των δραστηριοτήτων των Ορθοδόξων Εκκλησιών στον αγώνα με το Βατικανό, το Οικουμενικό Κίνημα και άλλα κοινά εκκλησιαστικά θέματα.
5. Για να παραλύσουμε τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός μπλοκ των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Εγγύς Ανατολής και να περιοριστεί το πεδίο δράσης της Ελληνικής Εκκλησίας, είναι σκόπιμο να παρασχεθεί η περιοδική χρηματική βοήθεια στις Ορθόδοξες Εκκλησίες: της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας και της Ιερουσαλήμ από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία.
6. Να θεωρηθεί επιθυμητή στο μέλλον η διεξαγωγή των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των κρατικών οργάνων που ασχολούνται με τα εκκλησιαστικά θέματα στις χώρες της νέας δημοκρατίας.
7. Η γνωριμία με τους παρευρισκόμενους στη συνεδρίαση Εξάρχους, καθώς και με τους άλλους εκπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας στο εξωτερικό, έδειξε την απόλυτη αχρηστία και την αδυναμία των περισσότερων απ' αυτούς στο ευρύ ιεραποστολικό έργο, σύμφωνα με τις προκλήσεις που απορρέουν από τις αποφάσεις της Συνδιάσκεψης στη Μόσχα.
Όλοι τους είναι μετανάστες, που ενεργώς αγωνίστηκαν κατά του σοβιετικού καθεστώτος, ένα τμήμα των οποίων πέρασε στην αλλοδαπή ιθαγένεια (ο Μητροπολίτης Παρισίου Σεραφείμ, ο Αρχιεπίσκοπος Νέας Υόρκης, Μακάριος και άλλοι) άλλο τμήμα έχει υιοθετήσει την σοβιετική υπηκοότητα λόγω της μετάβασης προς τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.
Ως εκ τούτου, αν υπάρχει ανάγκη για την ενίσχυση της θέσης της Ρωσικής Εκκλησίας στο Εξωτερικό, με κάθε σοβαρότητα, τίθεται ένα ζήτημα σχετικά με τη προετοιμασία ειδικού προσωπικού κλήρου στη ηγετική εξωτερική δουλειά, από τους κληρικούς και φοιτητές των θρησκευτικών ακαδημιών στη Σοβιετική Ένωση.
Η προετοιμασία αυτού του προσωπικού θα απαιτήσει τόσο την αναθεώρηση των διατάξεων της Εξαρχίας και των αντιπροσωπειών του Πατριαρχείου όσο και την ενίσχυσή τους, την χορήγηση σ'αυτούς πολύ μεγαλύτερης οικονομικής βοήθειας για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Πρόεδρος του Συμβουλίου για την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία
του Συμβουλίου των Υπουργών της ΕΣΣΔ, Κάρποφ
Στάλθηκε: στο σύντροφο Στάλιν Ι.Β., στο σύντροφο Μόλοτοφ Β.Μ, στο συν. Μαλενκόφ Γ.Μ, στο συν. Βοροσίλοφ Κ.Ε.»[16]
Παρά το γεγονός ότι η συνάντηση έλαβε αρνητική απόφαση σχετικά με την προσχώρηση στον Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, η Παγκόσμια Ορθοδοξία δεν την δέχτηκε. Οι αντιπροσωπείες των Εκκλησιών της Ιερουσαλήμ, Αλεξάνδρειας, Αντιόχειας, Κωνσταντινούπολης,Ελλάδος και Κύπρου συμμετείχαν τον Άυγουστο στη Συνέλευση του Άμστερνταμ του ΠΣΕ. Μόνο οι Εκκλησίες που εξαρτιόνταν άμεσα από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, υποστήριξαν την απόφαση της διάσκεψης πραγματικά.
Μπορεί αυτή η αναγκαστική συνομωσία να ονομαστεί «παγκόσμια φωνή της Εκκλησίας»; Δε μοιάζει αυτό με τη ακατέργαστη απομίμηση των ελεύθερων εκλογών, που βλέπουμε σήμερα σε ορισμένες χώρες, που ονομάζονται επίσημα δημοκρατικές; Όσον αφορά την συνετή κριτική του ΠΣΕ, έπαιξε ένα θετικό ρόλο, οδηγώντας το ΠΣΕ σε λίγα χρόνια στην έγκριση της Δήλωσης του Τορόντο, η οποία αποσαφήνισε σημαντικά, για τους Ορθοδόξους, στοιχεία του Συμβουλίου. «Η δήλωση συντάχθηκε κυρίως και επεξεργάστηκε από τους Ορθόδοξους συμμέτοχους της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣΕ στο Τορόντο. Ανάμεσά τους ήταν τέτοιοι γνωστοί Ορθόδοξοι θεολόγοι και οικουμενικοί ηγέτες, όπως ο Γεώργιος Φλορόφσκι, ο Μητροπολίτης Θυατείρων, Γερμανός ( Οικουμενικού Πατριαρχείου), ο καθηγητής Γ. Αλιβιζάτος (Εκκλησία της Ελλάδος) και άλλοι. Την δήλωση « Εκκλησία, Εκκλησίες και Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών»,ψήγισαν όλες οι Εκκλησίες,μέλη του ΠΣΕ, ως βασικό έγγραφο του Οικουμενικού Κινήματος.
Στο κείμενο του εγγράφου δηλώνεται ξεκάθαρα και σαφώς ότι το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών δεν είναι Εκκλησία και ποτέ δεν θα γίνει μια «Υπερεκκλησία» (δηλαδή μια δομή πάνω απ' τις Εκκλησίες που είναι μέλη του).Το Συμβούλιο δεν έχει καμία εξουσία όσον αφορά τις Εκκλησίες-μέλη, δεν έχει κανένα δικαίωμα και δεν μπορεί να δώσει οδηγίες για τις Εκκλησίες ή να ενεργεί εξ ονόματός τους.
Οι Εκκλησίες είναι πλήρως κυρίαρχες και έχουν το δικαίωμα να αποδεχτούν και να απορρίψουν κάθε «έκφραση» ή δήλωση του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών. Το Συμβούλιο δεν έχει καμία αρμοδιότητα από μόνο του σε σχέση με τις εκκλησίες μέλη. Όλο το κύρος του Συμβουλίου εξαρτάται από την ελευθερία στην πραγματοποίηση ενεργειών -μετά από προτάσεις του- από τις Εκκλησίες, αν το κρίνουν σκόπιμο και χρήσιμο για τον εαυτό τους.
Αφού το Συμβούλιο δεν είναι μια Εκκλησία, αλλά ένα φόρουμ που έχει προορισμό να εξυπηρετεί τις Εκκλησίες στις αμοιβαίες σχέσεις τους, δεν έχει και δεν μπορεί να έχει την εκκλησιολογία του, δεν μπορεί να καθοδηγείται ή να δίνει προτεραιότητα σε μια συγκεκριμένη εκκλησιολογία». [17]
Αυτή η θετική εξέλιξη του ΠΣΕ έχει βοηθήσει την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία να αναθεωρήσει τις αποφάσεις της συνεδρίασης του 1948 που υπαγορεύτηκαν από τη βούληση της κομμουνιστικής ηγεσίας. Ήδη, μετά από 13 χρόνια κατά τα οποία υπήρξε αλλαγή των εποχών σε σχέση με το θάνατο του Ιωσήφ Στάλιν,ενώπιον των οικουμενικών πρωτοβουλιών του αειμνήστου Μητροπολίτη Νικόδημου Ρότοφ, ο οποίος ανέδειξε μια πλειάδα λαμπρών επισκόπων της Ρωσίας, η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία προσχώρησε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών. Ο Αγιώτατος Πατριάρχης Αλέξιος Α' υπέγραψε επίσημη αίτηση για ένταξη στο Συμβούλιο. Μπορούμε να πούμε ότι αυτή η υπογραφή του Πατριάρχη ήταν μια σφραγίδα,που μαρτύρησε τον προσωρινό και πολιτικά αιτιολογημένο χαρακτήρα των αποφάσεων της συνεδρίασης της Μόσχας του 1948.
Επίπληξη στους θαυμαστές του Στάλιν, οι οποίοι βλέπουν το φάντασμα της γονικής μέριμνας, ακόμη και στις επιδιώξεις πολιτικών και φιλόδοξων στόχων, εξέφρασε πρόσφατα ένας από τους πιο αρμόδιους ιεράρχες της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας: «... ο Στάλιν ήταν ένα πνευματικό τέρας, το οποίο δημιούργησε ένα τρομερό, απανθρωπικό σύστημα διακυβέρνησης, χτισμένο στο ψέμα, στη βία και στην τρομοκρατία. Εξαπέλυσε μια γενοκτονία εναντίον του λαού της χώρας του και έχει προσωπική ευθύνη για το θάνατο εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων. Από την άποψη αυτή, ο Στάλιν είναι απολύτως ανάλογος με τον Χίτλερ. Και οι δύο έφεραν σ'αυτον τον κόσμο τόσο πολύ θλίψη,ώστε ούτε οι στρατιωτικές ούτε οι πολιτικές επιτυχίες δεν μπορούν να εξιλεώσουν την ενοχή τους απέναντι στην ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του πολυγώνου Μπούτοβσκι και του Μπούχενβαλντ, μεταξύ του Γκουλάγκ και του συστήματος των στρατοπέδων θανάτου του Χίτλερ. Και ο αριθμός των θυμάτων των σταλινικών καταπιέσεων είναι πλήρως συγκρίσιμος με τις απώλειές μας στο Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο»[18]. Φυσικά, και η εκκλησιαστική πολιτική του Στάλιν, ακόμη και αν εκφράστηκε σε αρωγή της σύγκλησης της συνεδρίασης στη Μόσχα, ήταν απείρως μακριά από την φροντίδα για την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Έτσι, η συνδιάσκεψη της Μόσχας το 1948 δεν ήταν ούτε Πανορθόδοξη Σύνοδος ούτε ελεύθερη φωνή της Οικουμενικής Ορθοδοξίας, αλλά ήταν μια εκδήλωση για ανταλλαγή απόψεων των εκπροσώπων των Ορθοδόξων Εκκλησιών, υπό τον άγρυπνο έλεγχο του άθεου καθεστώτος.
[1] Павел Флоренский. Соль Земли, сказание о жизни старца Исидора. ТСЛ., 1909. Гл.8.
[2] Muller James W. Churchill's "Iron Curtain" Speech Fifty Years Later. Columbia, University of Missouri Press, 1999. Pp.1-13.
[3] Philip Boobbyer. The Stalin Era. London, Routledge, 2000. P.181.
[4] РЦХИДНИ. Ф. 17. О. 125. Д. 407. Л. 34-39, 42.
[5] РЦХИДНИ. Ф. 17. Оп. 125. Д. 407. Л. 34-39, 42.
[6] Святитель Филарет (Дроздов). Разговоры между испытующим и уверенным о православии восточной греко-латинской церкви. СПб., 1833. Стр. 61.
[7] РЦХИДНИ. Ф. 17. Оп. 125. Д. 407. Л. 16.; Также: РГАСПИ. Ф. 17. О. 117. Д. 946.
[8] ГАРФ. Ф.6991 О.2. Д.65. Л.15.
[9] АВП РФ. Ф. 7. О. 12. П. 9. Д. 111. ЛЛ. 20, 21.
[10] ЦГА Спб. Ф.9324. Оп.2. Д.17. Л.3.
[11] ЦГА Спб. Ф.9324. Оп.2. Д.17. Л.19.
[12] ЦГА Спб. Ф.9324. Оп.2. Д.17. Л.19.
[13] ГАРФ, Ф. 6991,ОI. 2, Д. 65, Лл. 79-85.
[14] Архив ОВЦС. Д.64б.
[15] ГАРФ. Ф. 6991. О.2. Д.35. Лл. 26-35.
[16] РЦХИДНИ. Ф. 17. Оп. 132. Д. 8. Лл. 99-107.
[17] Боровой, протопресвитер Виталий, А. С. Буевский. Русская Православная Церковь и экуменическое движение // Православие и экуменизм. Документы и материалы. 1902-1998 г.) М., ОВЦС, 1999. XIII.
[18] Интервью журналу «Эксперт». №23 (661)/15 июня 2009