Ὅταν τό ἔτος 1966 γιά πρώτη φορά ἐπισκέφθηκα τό Ἅγιον Ὄρος ὡς δευτεροετής φοιτητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, μαζί μέ ἄλλους συμφοιτητές μου, συναντήσαμε τόν μοναχό π. Θεόκλητο Διονυσιάτη, ὁ ὁποῖος μᾶς ρώτησε τί εἴμαστε. Τοῦ ἀπαντήσαμε ὅτι εἴμαστε θεολόγοι. Ἐκεῖνος ἀμέσως μᾶς εἶπε: «Ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει μόνον τρεῖς Θεολόγους, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο. Ἐσεῖς εἶσθε φοιτητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς».
Ἡ ἄποψη αὐτή τοῦ π. Θεοκλήτου μοῦ ἔκανε ἐντύπωση καί μέ ἔμαθε νά ἀκριβολογῶ καί ὡς πρός τό θέμα αὐτό, γιατί κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ θεολογία εἶναι ἡ ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, εἶναι χάρισμα. Ἀπό τότε ἀσχολήθηκα ἐπανειλημμένως μέ τό θέμα καί κατάλαβα ὅτι πράγματι κατά τήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος πού ὁμιλεῖ γιά τόν Θεό. Ἀλλά, γιά νά ὁμιλῆ κανείς αὐθεντικῶς γιά τόν Θεό καί νά ἔχη ἀπλανῆ γνώση γι' Αὐτόν, θά πρέπει προηγουμένως νά ἔχη προσωπικές ἐμπειρίες γιά τόν Θεό.
Ἔτσι, μέ τήν ἀπόλυτη ἔννοια θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφθασε στήν θέα τοῦ Θεοῦ, τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί μέ τήν σχετική ἔννοια θεολόγος εἶναι καί ἐκεῖνος πού ὁμιλεῖ γιά τήν γνώση πού ἔχουν οἱ θεούμενοι. Αὐτό γίνεται καί μέ τήν ἐπιστήμη. Κατ' ἐξοχήν ἐπιστήμονες εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐρευνοῦν τά διάφορα φυσικά γεγονότα καί προσφέρουν καινούρια γνώση, ἀλλά καί ἐκεῖνοι πού μεταφέρουν τήν γνώση τῶν ἐρευνητῶν.
Στόν Ἁγιορειτικό Τόμο, πού γράφηκε ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, γίνεται λόγος γιά τήν ὁμολογία τῆς πίστεως πού κηρύσσεται ἀπό τούς ἀξίους ἐν Πνεύματι καί αὐτοί εἶναι ἀφ' ἑνός μέν «οἱ αὐτῇ τῇ πείρᾳ μεμυημένοι», πού ἀκολούθησαν τήν νόμιμη ὁδό ἀθλήσεως, ἤτοι τήν ἀποταγή τῆς κτήσεως τῶν χρημάτων, τῆς δόξης τῶν ἀνθρώπων καί τῶν μή καλῶν ἡδονῶν τῶν σωμάτων, καί βεβαίωσαν αὐτήν τήν ἀποταγή μέ τήν ὑποταγή στούς προηγουμένους στήν κατά Χριστόν πολιτεία, οἱ ὁποῖοι ἀσχολήθηκαν μέ τήν ἱερά ἡσυχία, τήν εἰλικρινῆ προσευχή καί μυήθηκαν στά ὑπέρ νοῦν, ἀφοῦ ἔφθασαν στήν μυστική ὑπέρ νοῦν ἕνωση μέ τόν Θεό, ἀφ' ἑτέρου δέ εἶναι «οἱ τῇ πρός τούς τοιούτους αἰδοῖ, καί πίστει καί στοργῇ»[1]. Ἔτσι, ἄν δέν ἔχουμε προσωπική γνώση τοῦ Θεοῦ, δεχόμαστε τήν μαρτυρία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶχαν ἀποκτήσει μιά τέτοια προσωπική γνώση διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέ τίς μετέπειτα σπουδές καί μελέτες μου ἀντιλήφθηκα ὅτι μπορεῖ κανείς νά ἀναφερθῆ σέ δύο μορφές θεολογίας, τήν ἐπιστημονική θεολογία καί τήν χαρισματική ἤ ἐμπειρική θεολογία.
1. Ἡ Θεολογία ὡς ἐπιστήμη
Ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε σέ μιά δεδομένη ἱστορική ἐποχή, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση ἄκρως καθαρά, ἀλλά θνητή καί παθητή, ἔζησε σέ συγκεκριμένο περιβάλλον καί γνώρισε προσωπικά ὅλη τήν τραγωδία τῶν ἀνθρώπων μετά τήν πτώση.
Τό ἴδιο καί ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ζῆ καί ἐργάζεται μέσα στήν ἱστορία, ἔρχεται σέ σχέση μέ τούς ἀνθρώπους πού ζοῦν σέ ὁρισμένο τόπο καί χρόνο, σέ ἰδιαίτερες ἐθνότητες καί μέ διάφορες θρησκευτικές ἀντιλήψεις καί ποικιλόμορφες πολιτισμικές ἐκφράσεις. Ἐπίσης, γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν κανονική της συγκρότηση χρησιμοποιήθηκαν διάφορα συστήματα διοικήσεως καί ὀργανωτικῆς δομῆς.
Εἶναι σημαντικό νά γνωρίζη κανείς τά ἱστορικά καί πολιτισμικά στοιχεῖα τῶν χρόνων τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Μέ τά θέματα αὐτά ἐνδιαφέρεται ἡ θεολογία ὡς ἐπιστήμη καί ἀσχολοῦνται οἱ Καθηγητές τῶν Θεολογικῶν Σχολῶν πού ἐρευνοῦν ὅλα τά ἱστορικά φαινόμενα καί ἐντοπίζουν σημαντικά σημεῖα πού μποροῦν νά βοηθήσουν τούς φοιτητές, πού θά γίνουν οἱ μελλοντικοί Κληρικοί καί οἱ καθηγητές θεολόγοι.
Στήν συνέχεια θά ἐντοπισθοῦν μερικές περιοχές μέ τίς ὁποῖες ἀσχολεῖται ἡ ἐπιστημονική ἤ ἀκαδημαϊκή θεολογία.
α) Μελέτη τῶν κειμένων
Οἱ θεόπτες Ἅγιοι, Προφῆτες, Ἀπόστολοι καί Πατέρες γιά ποιμαντικούς λόγους κατέγραψαν σέ διάφορα κείμενά τους τήν ἐμπειρία πού εἶχαν ἀποκτήσει. Τά κείμενα αὐτά εἶναι τά βιβλία τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, καθώς ἐπίσης καί οἱ ὁμιλίες τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται γιά κείμενα πού διασώζουν γραπτῶς τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γράφει τήν Ἀποκάλυψη, καί ἡ Ἐκκλησία, διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἑρμηνεύει τήν Ἀποκάλυψη. Τά κείμενα αὐτά διασώζουν καί τά ἱστορικά γεγονότα κάθε ἐποχῆς, καθώς ἐπίσης καί τήν προσωπική ἐμπειρία πού εἶχε ὁ καθένας ἀπό αὐτούς, ἀλλά καί τό ἰδιαίτερο χάρισμα πού τούς δόθηκε ἀπό τόν Θεό.
Εἶναι ἑπόμενο ὅτι οἱ ἐπιστήμονες θεολόγοι μελετοῦν τά κείμενα αὐτά καί βλέπουν τά κοινά σημεῖα, ἐντοπίζουν δέ καί τά ἰδιαίτερα γνωρίσματα πού τά χαρακτηρίζουν. Γιά παράδειγμα ἡ λέξη «θέωση» δέν ἀναφέρεται στήν Ἁγία Γραφή, ἀλλά στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐν τούτοις, ὅμως, τό πνευματικό νόημα τῆς λέξεως αὐτῆς ἀποδίδεται στήν Ἁγία Γραφή μέ ἄλλες λέξεις, ὅπως τελείωση, δοξασμός, ἁγιασμός κλπ. Ἀκόμη ἐρευνοῦν τό γλωσσικό ἰδίωμα κάθε θεόπτου, διά τοῦ ὁποίου ἐκφράζεται ὁ ἀποκαλυπτικός λόγος, ὅπως ἐπίσης καί τά αἴτια πού προκάλεσαν τήν συγγραφή ἑνός προφητικοῦ, ἀποστολικοῦ ἤ πατερικοῦ κειμένου. Αὐτά ἐντοπίζονται ἀπό προσεκτικούς ἐρευνητές, πού ἔχουν ὅμως μιά ἐκκλησιαστική πείρα, γιατί διαφορετικά μπορεῖ νά καταλήξουν σέ ἀπίθανα συμπεράσματα, ὅπως τό παρατηροῦμε στήν δυτική χριστιανική σκέψη.
Ἐπίσης, τά χειρόγραφα τῶν προφητικῶν, εὐαγγελικῶν, ἀποστολικῶν καί πατερικῶν κειμένων παραδίδονται μέ διάφορες μορφές, μέ μεγαλογράμματη καί μικρογράμματη γραφή, διαφορετικῶν αἰώνων καί μέ διαφοροποιημένες φράσεις τίς ὁποῖες ἐντοπίζουν ἐκεῖνοι πού διαθέτουν καί τίς ἀπαραίτητες φιλολογικές γνώσεις, ἀλλά καί σημαντικές γνώσεις τῆς ἐπιστήμης τῆς παλαιογραφίας. Ὁπότε, ἐπιδιώκεται νά χρονολογηθῆ τό κείμενο, νά ἀποκατασταθῆ, μέ τήν κριτική ἔκδοση, στήν ἀρχική του κατά τό δυνατόν μορφή, καθώς ἐπίσης νά ἀνιχνευθοῦν καί τά πατερικά χωρία στά ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ συγγραφεύς γιά νά γίνη ἡ σχετική παραπομπή. Πρόκειται γιά μιά ἐπιστημονική ἐργασία πού ἔχει πολλά ἀξιόλογα ἀποτελέσματα.
β) Ἐκκλησιαστική ἱστορία
Ἡ Ἐκκλησία ἔζησε σέ διάφορες χρονικές περιόδους καί ἦλθε ἀντιμέτωπη μέ ποικίλα προβλήματα, θρησκευτικά, κοινωνικά, πολιτικά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του ὅτι τούς ἀποστέλλει ὡς πρόβατα «ἐν μέσῳ λύκων» (Ματθ. ι΄, 16). Εἶναι ἑπόμενο ὅτι τό νέο μήνυμα τοῦ Χριστοῦ πού μεταφέρθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, τούς Ἀποστολικούς Πατέρες καί τούς μετέπειτα Πατέρες προκάλεσε τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς τους καί δημιούργησε πολλά προβλήματα. Οἱ διωγμοί ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιά ἔνδοξη περίοδος γι' αὐτήν καί ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία καί ὡς πρός τό θέμα αὐτό πρέπει νά μελετηθῆ ἐπισταμένως, νά καταγραφῆ καί νά ἀξιολογηθῆ κατάλληλα.
Ἀκόμη, ὅπως εἶναι γνωστόν, οἱ Χριστιανοί παρουσιάσθηκαν στήν ἱστορία ὡς τό τρίτο γένος, δηλαδή δέν ἦταν οὔτε Ἰουδαῖοι οὔτε εἰδωλολάτρες, εἶχαν συνείδηση ὅτι ἀποτελοῦσαν μιά νέα πραγματικότητα, πού διακρίνονταν ἀπό τίς δύο αὐτές κατηγορίες. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία στούς πρώτους αἰῶνες ἔζησε μέσα σέ δύο μεγάλα θρησκευτικά, πολιτισμικά καί πολιτικά περιβάλλοντα, ἤτοι τό ἰουδαϊκό καί τό ἑλληνικό. Ἰδιαιτέρως ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἐξῆλθε ἀπό τόν χῶρο τῆς Παλαιστίνης στόν εὐρύτερο χῶρο τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἑλληνική καί ἑλληνιστική παράδοση, μέ τά διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, ἔπρεπε νά ἀπαντήση σέ ὅλα αὐτά. Ἔτσι, ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία προσέλαβε μερικά στοιχεῖα ἀπό τήν ἰουδαϊκή παράδοση καί μερικά ἄλλα ἀπό τήν ἑλληνική παράδοση γιά νά ἐκφράση τήν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια. Ἀκόμη ἦλθε ἀντιμέτωπη μέ τούς ἐξ Ἰουδαίων Χριστιανούς καί τούς ἐξ Ἐθνῶν Χριστιανούς, ὅπως τό συναντοῦμε στά κείμενα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν Ἀποστολικῶν Πατέρων.
Τό μεγάλο πρόβλημα πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν οἱ Πατέρες τοῦ 4ου αἰῶνος ἦταν ἡ σχέση μεταξύ τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Ὑπῆρχαν μερικοί Χριστιανοί, κυρίως οἱ αἱρετικοί, πού προσπαθοῦσαν νά ἑρμηνεύσουν τήν Ἀποκάλυψη μέσα ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκκοσμικεύεται ἡ πίστη, ἀφοῦ ἐξελλήνισαν τόν Χριστιανισμό. Ἀντίθετα, οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀντιμετωπίζοντας τούς φιλοσοφοῦντες αὐτούς Χριστιανούς, ἐκχριστιάνισαν τόν ἑλληνισμό, λαμβάνοντας μερικούς ὅρους ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί δίδοντας σέ αὐτούς ἄλλο νόημα γιά νά ἐκφράσουν τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια καί νά μήν ἀλλοιωθῆ στά νέα πολιτισμικά περιβάλλοντα. Οἱ Πατέρες εἶδαν τά ὀντολογικά καί κοσμολογικά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦσαν τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τους καί ἔδωσαν σέ αὐτά ἀπαντήσεις μέσα ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια.
Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίση τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα, γιά νά διασφαλίση τήν ὀρθόδοξη πίστη, καί αὐτό τό ἔκανε μέ τίς Τοπικές καί Οἰκουμενικές Συνόδους, οἱ ὁποῖες θέσπισαν ὅρους καί κανόνες γιά τήν ἑνότητα τῆς πίστεως καί τήν κανονική συγκρότηση καί τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅλα αὐτά τά μελετοῦν διάφοροι ἐπιστήμονες θεολόγοι, ὁπότε ἀναπτύσσεται ἡ ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἡ ἱστορία τῶν δογμάτων καί ἡ δογματική τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε οἱ Χριστιανοί νά πληροφορηθοῦν κατά τό δυνατόν ἀκριβῶς τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, καί πῶς ἡ Ἐκκλησία, διά τῶν Ἁγίων της, πού εἶχαν φωτισθῆ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, κατόρθωσε νά διαφυλάξη τήν ἀποκαλυπτική ἀλήθεια, τήν ὁποία φανέρωσε ὁ Χριστός στούς Ἀποστόλους.
γ) Ἐκκλησιαστικές τέχνες
Οἱ Χριστιανοί ἀγαποῦν τόν Θεό καί τό ἐκφράζουν αὐτό ποικιλοτρόπως, συγκεντρώνονται σέ ὡρισμένους τόπους γιά νά λατρεύσουν τόν Θεό καί νά ἐκφράσουν τήν πίστη τους. Ἐπίσης, πρέπει νά τελέσουν τήν θεία Εὐχαριστία πού εἶναι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς γιά νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Εἶναι ἑπόμενο ὅτι ἡ ἀνέγερση τῶν εὐκτηρίων οἴκων καί τῶν ναῶν ἔγινε μέ διάφορες μορφές καί ρυθμούς, πού παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπό τόν χῶρο στόν ὁποῖο ἔζησε, ἀλλά τά διαμόρφωσε τελικά σύμφωνα μέ τήν δική της παράδοση. Συγχρόνως, παρέλαβε καί διάφορα πολιτισμικά σχήματα τῆς ἐποχῆς, ὅπως τήν μουσική, τήν ζωγραφική, τήν ποίηση κλπ., τά ἀξιολόγησε καί τά μεταμόρφωσε ἀκόμη περισσότερο γιά νά ἐκφράση τήν ἀλήθειά της.
Βαθύτερος σκοπός της ἦταν νά ἐκφράση τήν ἄκτιστη ἀλήθεια πού εἶχε μέ κτιστά σχήματα τοῦ παρόντος, τά ὁποῖα ἔπρεπε νά βελτιωθοῦν ἀκόμη περισσότερο, μέ τρόπο ὅμως πού νά μήν περικλείη τόν ἄνθρωπο στά κτιστά σχήματα τοῦ παρόντος, ἀλλά νά τόν παραπέμπη στόν ἄκτιστο ναό, στήν ἄκτιστη λατρεία, στόν ἄκτιστο νόμο τοῦ Θεοῦ. Μέ μιά τέτοια προοπτική ἔκτισε Ναούς, τούς διακόσμησε, καθόρισε τόν τρόπο τῆς λατρείας.
Ὅλα αὐτά πρέπει νά μελετηθοῦν ἀπό ἐπιστήμονες ἐρευνητές γιά νά ἐντοπισθῆ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἐργάζεται ἱστορικά ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά καί τό πῶς προσλαμβάνει διάφορα πολιτισμικά σχήματα τοῦ παρόντος καί τά μεταμορφώνει, πῶς ἀναπτύσσει καί πολιτισμό, χωρίς ὅμως νά ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ αὐτόν.
δ) Θρησκεῖες καί χριστιανικές Ὁμολογίες
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος ἀπό τόν Θεό κατ' εἰκόνα καί καθ΄ ὁμοίωσή Του καί τοποθετήθηκε στόν Παράδεισο γιά νά ἔχη διαρκῆ κοινωνία μαζί Του. Ὅμως, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα μέ τήν πτώση τους, ἔχασαν αὐτήν τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί στήν προσπάθειά τους νά διατηρήσουν καί νά ἐκφράσουν ἴχνη αὐτῆς τῆς κοινωνίας λάτρευσαν τά κτίσματα. Ἔτσι, ἀπό τήν ἀληθινή σχέση τους μέ τόν Θεό περιέπεσαν σέ μιά θρησκευτική ζωή, λατρεύοντας εἴδωλα γιά θεούς, ἀναπτύσσοντας διάφορες θρησκευτικές ἰδεολογίες. Οἱ θρησκεῖες εἶναι ἔκφραση τῆς ἀσθένειας τοῦ ἀνθρώπου, πού προῆλθε ἀπό τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό, καί δημιουργοῦν φανατισμούς, θρησκευτικούς πολέμους κλπ.
Συγχρόνως μερικοί Χριστιανοί, ἔχοντας διαφορετικές ἀπόψεις, ἀλλοιώνουν τήν χριστιανική πίστη, μέ ἀποτέλεσμα νά δημιουργοῦνται διάφορες χριστιανικές Ὁμολογίες, πού στηρίζονται στήν λογικοκρατία, ὅπως τό κάνει ἡ σχολαστική θεολογία ἤ στηρίζονται σέ μιά ἐξωτερική ἠθικολογία, ὅπως τό κάνει ὁ πουριτανισμός. Τό καθένα ἀπό αὐτά τά θρησκευτικά συστήματα ἀνέπτυξε ἰδιαίτερες δογματικές διδασκαλίες, λειτουργικούς τύπους πού πρέπει νά μελετηθοῦν καί νά διερευνηθοῦν.
Ἐπί πλέον σέ ὅλες αὐτές τίς χριστιανικές ὁμάδες ἀναπτύσσονται κατά καιρούς διάφορα ρεύματα, ὅπως ἡ λεγόμενη διαλεκτική θεολογία, ἡ πολιτική θεολογία κλπ. Καί τά ρεύματα αὐτά πρέπει νά μελετηθοῦν γιά νά μποροῦμε ὅλα αὐτά νά τά γνωρίσουμε καί νά τά ἀξιολογήσουμε σέ σχέση μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Ἀκόμη, μερικές Χριστιανικές Ὁμολογίες συνδέονται στενότατα μέ διάφορες πολιτικές καί κοινωνικές διεργασίες, γιά νά ἐπιβληθοῦν στόν κοινωνικό χῶρο. Δέν μποροῦμε ὡς θεολόγοι νά ἀγνοοῦμε τήν ἐμφάνιση στήν Δύση διαφόρων φύλων καί τῶν Φράγκων πού κυρίευσαν τήν Εὐρώπη καί μετέδωσαν μιά ἄλλη ἀντίληψη πού διαφοροποιεῖται ἀπό τόν Χριστιανισμό, ὅπως τόν ἔζησαν οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό τό βλέπουμε στό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου, Πάπα Ρώμης Διάλογοι.
Τά φιλοσοφικά ρεύματα πού ἔχουν κατά καιρούς ἀναπτυχθῆ στήν Εὐρώπη, ὅπως ὁ διαφωτισμός, ὁ ρομαντισμός, ὁ νεωτερισμός, ὁ μετανεωτερισμός, μαζί μέ διάφορες ἐπαναστατικές κινήσεις, ἐπηρέασαν τά πράγματα στήν Δύση καί σέ ἄλλες χῶρες τῆς Ἀνατολῆς, ἀκόμη καί στίς Χριστιανικές Ὁμολογίες.
Εἶναι φυσικό αὐτή ἡ φιλοσοφική, κοινωνική, πολιτική καί χριστιανική πλευρά νά μελετηθῆ ἐπισταμένως, ὥστε νά γνωρίζουμε τό τί ἀναταράξεις προξένησαν καί τί συνέπειες εἶχαν γιά μερικά τμήματα τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά καί πῶς ἐπηρέασαν σέ ἕναν βαθμό καί τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστική ζωή.
ε) Μελέτη τοῦ συγχρόνου βίου
Ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται μέ τόν ἄνθρωπο καί ἐπιδιώκει νά τοῦ μεταφέρη τό μήνυμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί νά τόν ὁδηγήση στήν σωτηρία. Πάντοτε, ὅμως, οἱ Πατέρες προσπαθοῦσαν νά γνωρίσουν τόν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς τους, τόν τρόπο σκέψεώς του καί νά τοῦ μιλήσουν μέ τρόπο κατάλληλο, προκειμένου νά τόν βοηθήσουν νά ἐνταχθῆ οὐσιαστικά στήν ἐκκλησιαστική ζωή. Αὐτό δέν εἶναι εὔκολο ἔργο, ἀφοῦ πρέπει νά ὁμιλήση κανείς στήν γλώσσα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καί νά τόν θεραπεύση. Τά προβλήματα πού ἀπασχολοῦν τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας εἶναι κοινωνικά, ψυχολογικά, ὑπαρξιακά καί πνευματικά.
Τά κοινωνικά προβλήματα ἔχουν σχέση μέ τόν τρόπο πού ζοῦν οἱ ἄνθρωποι στήν κοινωνία, τά διάφορα ρεύματα πού ἐπικρατοῦν στήν κοινωνία καί τίς διάφορες κυριαρχοῦσες κοινωνικές τάσεις. Τά ψυχολογικά προβλήματα σχετίζονται μέ τίς ἀνασφάλειες πού προέρχονται ἀπό διάφορα αἴτια, ἤτοι ἀσθένειες, πάθη, οἰκογενειακά προβλήματα, ἔλλειψη νοηματοδότησης τῆς ζωῆς. Τά ὑπαρξιακά θέματα σχετίζονται μέ τήν ἀπάντηση στά ὑπαρξιακά προβλήματα γιά τήν ζωή, τόν θάνατο καί τό νόημα τῆς ὕπαρξης. Τά πνευματικά προβλήματα ἔχουν σχέση μέ τήν ἀναζήτηση καί κοινωνία μέ τόν ἀληθινό Θεό.
Πρέπει νά μελετηθῆ τό σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον πού θά ἐργασθῆ ὁ Κληρικός, νά ἐντοπισθοῦν τά προβλήματα πού κυριαρχοῦν, τά κοινωνικά ρεύματα πού ἐπικρατοῦν καί τά ὁποῖα ἔχουν ἐπηρεάσει σέ διαφόρους βαθμούς καί τούς Χριστιανούς. Ὅταν κανείς θά γνωρίση αὐτό τό περιβάλλον καί τήν ὅλη νοοτροπία τοῦ Χριστιανοῦ πού ποιμαίνει, τότε μπορεῖ νά τόν βοηθήση ἀποτελεσματικά. Ὅπως ὁ Χριστός ἐνσαρκώθηκε καί μέ τόν τρόπο αὐτό νίκησε τήν ἁμαρτία, τόν διάβολο καί τόν θάνατο, ἔτσι καί κάθε Κληρικός, ὅταν κατά κάποιον τρόπο, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, εἰσέλθη στά προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου καί κενωθῆ, τότε γνωρίζει τίς συνθῆκες στίς ὁποῖες ζῆ καί μπορεῖ νά βοηθήση ἀποτελεσματικά.
Ἡ ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας ἀποβλέπει στήν σωτηρία κάθε ἀνθρώπου, τοῦ ἀθέου, τοῦ αἱρετικοῦ, τοῦ ἀγνωστικιστοῦ, τοῦ ἐμπαθοῦς, τοῦ φίλαυτου, τοῦ αἱρετικοῦ κλπ. Ἡ ποιμαντική αὐτή γίνεται μέ τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά δέν μπορεῖ κανείς νά παραγνωρίση καί τήν γνώση τῶν θρησκευτικῶν, πολιτισμικῶν καί κοινωνικῶν παραμέτρων, γιατί ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ἐργάζεται μονοφυσιτικά, ἀποβλέποντας μόνον στόν πνευματικό τομέα, παραβλέποντας ὅμως τό ἱστορικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι.
Γιά ὅλα τά παραπάνω εἶναι ἀπαραίτητη ἡ θεολογική ἐπιστήμη, εἶναι καλό ὁ Κληρικός νά ἔχη τίς διάφορες ἐπιστημονικές γνώσεις καί νά γνωρίζη τίς κυριαρχοῦσες ἀντιλήψεις. Γιά παράδειγμα, ὅταν γνωρίζη τά σύγχρονα ἐπιτεύγματα τῆς γενετικῆς μηχανικῆς, τῆς μοριακῆς βιολογίας, μπορεῖ στήν συνέχεια νά προσφέρη καί τόν αὐθεντικό θεολογικό λόγο, γιά νά καθοδηγήση τόν σύγχρονο ἄνθρωπο σέ διάφορα διλήμματα πού ἀναφύονται.
Οἱ Θεολογικές Σχολές ἔχουν νά προσφέρουν πολλά στόν σύγχρονο φοιτητή τῆς θεολογίας στά πιό πάνω ζητήματα καί μποροῦν νά τοῦ δώσουν τά ἀπαραίτητα ἐπιστημονικά ἐφόδια γιά τό ἔργο τῆς ποιμαντικῆς του διακονίας καί τῆς προσφορᾶς του στόν σύγχρονο ἄνθρωπο.
Δέν πρέπει, ὅμως, νά ἀγνοοῦμε καί τήν ἄλλη μορφή θεολογίας.
2. Ἡ θεολογία ὡς χάρισμα - ἐμπειρία
Ἡ κατ' ἐξοχήν ἐκκλησιαστική ἑρμηνεία γιά τήν θεολογία εἶναι ὅτι πρόκειται γιά χάρισμα καί ἐμπειρία πού δίδεται ἀπό τόν Θεό σέ αὐτόν πού ἔχει τίς κατάλληλες προϋποθέσεις γιά νά φθάση στήν ἀποκάλυψη, κατά τήν ὁποία μετέχει τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τῆς δόξης τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἔχει χωρητικότητα νοῦ γιά νά ἐκφράση καί νά διατυπώση αὐτές τίς πνευματικές ἐμπειρίες.
Ὁ καθηγητής π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει διδάξει ὅτι, ὅταν φθάνη κανείς στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, γνωρίζει ἐξ ἐμπειρίας ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, ὁπότε διακρίνει τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν δαιμόνων καί ἀπό τίς ἐνέργειες τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, δηλαδή τῶν λογισμῶν. Αὐτός δέ πού κάνει αὐτήν τήν διάκριση τῶν ἐνεργειῶν ἄν προέρχωνται ἀπό τόν Θεό, τόν διάβολο, τίς αἰσθήσεις καί τήν φαντασία, εἶναι πραγματικός θεολόγος καί μπορεῖ νά καθοδηγήση ἀκριβῶς τά πνευματικά του παιδιά.
Ἔτσι, τό ἔργο τοῦ θεολόγου ταυτίζεται μέ τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός καί τό ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ Πατρός ταυτίζεται μέ τό ἔργο τοῦ θεολόγου. Γιατί, τό βασικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν σωτηρία του εἶναι νά μάθη νά διακρίνη τίς κτιστές ἐνέργειες ἀπό τίς ἄκτιστες ἐνέργειες, πῶς ξεχωρίζεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀπό τίς ἐνέργειες τῶν παθῶν καί τόν πειρασμό τοῦ διαβόλου.
Ἐπίσης, ὁ ἴδιος δίδασκε ὅτι ὑπάρχουν δύο τύποι θεολόγων στήν Ἐκκλησία, ἀπό πλευρᾶς ἐμπειρίας. Οἱ πρῶτοι εἶναι οἱ θεολογοῦντες πού ἔχουν φθάσει στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί ἔχουν νοερά ἀδιάλειπτη προσευχή καί οἱ δεύτεροι εἶναι οἱ πραγματικοί θεολόγοι πού ἔχουν φθάσει στήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου καί μποροῦν νά ὁμιλήσουν ἀπλανῶς γιά τόν Θεό καί νά καθοδηγήσουν ἀπλανῶς τούς ἀνθρώπους πρός τήν θέωση.
Ἡ Ἐκκλησία, πού εἶναι τό ἀναστημένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ζῆ μέσα στήν ἱστορία, παραλαμβάνει τόν ἄνθρωπο στήν κατάσταση τῆς πτώσεως καί τόν ὁδηγεῖ στήν σωτηρία, τήν θέωση. Ἡ μεταποίηση αὐτή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό πεπτωκότα σέ θεούμενο εἶναι ὁ βαθύτερος σκοπός τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ πολλά ἁγιογραφικά καί πατερικά κείμενα, εἶναι πνευματικό θεραπευτήριο, πνευματικό Νοσοκομεῖο πού θεραπεύει τόν ἄνθρωπο καί μεταβάλλει τήν φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία.
Ὅπως σέ κάθε νοσοκομεῖο ὑπάρχουν ἰατροί πού γνωρίζουν τήν μέθοδο καί τόν τρόπο τῆς θεραπείας, ἀλλά ὑπάρχουν καί ἄρρωστοι πού πάσχουν καί ὑποφέρουν καί θέλουν νά θεραπευθοῦν, τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν Ἐκκλησία. Ὁ κατ΄ ἐξοχήν θεραπευτής εἶναι ὁ Χριστός καί τά πρόσωπα μέ τά ὁποῖα ὁ Χριστός θεραπεύει εἶναι οἱ Κληρικοί, ἰδιαιτέρως δέ εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τί εἶναι ἡ ὑγεία, τί εἶναι ἡ ἀσθένεια καί ποιός εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο θεραπεύεται κάθε πνευματική ἀσθένεια. Ὑπάρχουν καί μέλη μέσα στήν Ἐκκλησία πού δέν γνωρίζουν ὅτι εἶναι ἀσθενεῖς ἤ δέν θέλουν νά θεραπευθοῦν καί δημιουργοῦν διάφορα προβλήματα μέσα στόν ἐκκλησιαστικό χῶρο.
Μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική ἡ Ἐκκλησία ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου σέ τρεῖς μεγάλους ἁγίους, ὅπως ἀναφέρθηκε στήν ἀρχή, ἤτοι τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Συμεών τόν νέο Θεολόγο. Μεταγενέστερα προσετέθη καί τέταρτος μεγάλος Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τόν 14ο αἰώνα, τόν ὁποῖο ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, πού συνέγραψε τήν ἀσματική ἀκολουθία του, χαρακτηρίζει τέταρτο Θεολόγο.
Στήν συνέχεια θά ἀναλυθῆ γιατί οἱ τέσσερεις αὐτές μεγάλες προσωπικότητες ἔχουν χαρακτηρισθῆ ὡς Θεολόγοι. Ἕνα κοινό γνώρισμα καί τῶν τεσσάρων αὐτῶν προσώπων εἶναι ὅτι ζοῦσαν μέσα στό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί ὁμιλοῦσαν γι' αὐτό. Δέν ἦταν, δηλαδή, μερικοί ἄνθρωποι πού εἶχαν ἰσχυρή λογική καί μποροῦσαν νά ὁμιλοῦν μέ φιλοσοφικό τρόπο γιά τόν Θεό, ἀλλά εἶχαν δῆ τόν Θεό ὡς Φῶς καί ἐν τῷ Φωτί, καί ἔδωσαν τήν μαρτυρία τοῦ θείου αὐτοῦ Φωτός. Δηλαδή ἦταν θεόπτες Ἅγιοι ἐν τῷ Φωτί.
α) Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ Εὐαγγελιστής
Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ ἦταν ἕνα σημαντικό γεγονός στήν ζωή τῶν Μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί στήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί ἐκεῖ φανερώθηκε ἡ δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία, δυνάμει τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως καί ἀνθρωπίνης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, κατέστη πηγή τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Στό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως μεταξύ τῶν Τριῶν Μαθητῶν παρευρέθηκε καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Εἶδε καί αὐτός τήν δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ, τόν ἐπισκίασε ἡ νεφέλη ἡ φωτεινή, πού εἶναι ἡ ἄκτιστη σκηνή τοῦ Θεοῦ, ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἄκουσε μέσα ἀπό τήν νεφέλη τήν φωνή τοῦ Πατρός.
Στήν συνέχεια παρευρέθηκε στόν Γολγοθᾶ κατά τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως, ἀξιώθηκε νά παραλάβη τήν Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, τήν Παναγία, ἦταν ὁ Μαθητής τῆς ἀγάπης καί μέ τόν θεολογικό λόγο καί τρόπο πού εἶχε κατέγραψε αὐτές τίς θεοπτικές του ἐμπειρίες τόσο στό Εὐαγγέλιο, πού εἶναι τό τέταρτο κατά σειρά, ὅσο καί στίς Καθολικές ἐπιστολές του.
Τό Εὐαγγέλιο πού συνέγραψε εἶναι τό πιό θεολογικό, γι' αὐτό καί χαρακτηρίσθηκε ἀπό τόν Κλήμη τόν Ἀλεξανδρέα ὡς «πνευματικό» Εὐαγγέλιο καί καθορίσθηκε νά διαβάζεται στήν Ἐκκλησία ἀπό τήν Κυριακή τοῦ Πάσχα μέχρι τήν Πεντηκοστή. Καθ' ὅλο τό ἐκκλησιαστικό ἔτος τά ἀναγνώσματα τῆς θείας Λειτουργίας ἐπιλέγονται ἀπό τά λεγόμενα συνοπτικά Εὐαγγέλια, (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκᾶ). Κατά τήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς, πού εἶναι μιά προβαπτισματική περίοδος καί προετοιμάζονται οἱ Κατηχούμενοι νά βαπτισθοῦν, ἀκοῦμε τόν Χριστό ἀπό τό κατά Μᾶρκο Εὐαγγέλιο νά διδάσκη, νά θαυματουργῆ, νά ἐκδιώκη τά δαιμόνια. Ἀπό τήν ἡμέρα, ὅμως, τῆς Ἀναστάσεως, πού βαπτίσθηκαν τά νέα μέλη τῆς Ἐκκλησίας, διαβάζεται τό θεολογικό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, γιατί μετά τό Βάπτισμα καί μέσα στήν περίοδο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ μποροῦν νά κατανοηθοῦν καλύτερα τά θεολογικά νοήματα πού περιέχει.
Τό Εὐαγγέλιο ἀρχίζει μέ τήν ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν, καὶ Θεός ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν. πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων. καὶ τό φῶς ἐν τῇ σκοτία φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτό οὐ κατέλαβεν» (Ἰω. α΄, 1-5).
Ἐδῶ σαφέστατα συνδέεται ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ζωή καί τό Φῶς.
Σέ ὅλο τό τέταρτο Εὐαγγέλιο διαβάζουμε γιά τήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου· τήν ἀποκάλυψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ στήν Σαμαρείτιδα· τήν θεολογία ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς, τό ὕδωρ τό ζῶν, τό φῶς τοῦ κόσμου, ἡ θύρα διά τῆς ὁποίας εἰσέρχεται κανείς στήν οἰκία τοῦ Πατρός του, ἡ αἰώνιος ζωή, ὁ καλός ποιμήν· ὅτι αὐτός πού πιστεύει στόν Χριστό αἰσθάνεται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ὅτι ἐξέρχονται ἀπό τήν κοιλία-καρδία του ποταμοί ὕδατος ζῶντος κλπ. Ἐκπληκτική εἶναι ἡ τελευταία διδαχή τοῦ Χριστοῦ στούς Μαθητές Του πρό τοῦ πάθους Του, ἀλλά καί ἡ ἀρχιερατική προσευχή Του πρός τόν Πατέρα στήν ὁποία κάνει λόγο γιά τήν ἑνότητα τῶν Ἀποστόλων μέσα στήν θεωρία-ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, πράγμα πού πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς κλπ.
Θεολογικότατες εἶναι καί οἱ Καθολικές ἐπιστολές τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, κυρίως ἡ πρώτη, πού εἶναι καρπός τῆς θείας ἐμπειρίας πού εἶχε ὁ ἴδιος ἀποκτήσει. Χαρακτηριστικός εἶναι ὁ πρόλογος τῆς Α' Καθολικῆς του ἐπιστολῆς:
«Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς· - καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρός τόν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν· - ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρός καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη» (Α΄ Ἰω. α΄, 1-4).
Ἐδῶ φαίνεται σαφέστατα ὅτι ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ἀπέκτησε τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἀκοή, τήν ὅραση καί τήν ἁφή. Ἄλλωστε, ἀπό τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων γνωρίζουμε ὅτι ὅλες οἱ σωματικές αἰσθήσεις τοῦ ἀνθρώπου, κατά τήν ἐμπειρία, μεταμορφώνονται καί ἀξιώνονται νά βιώσουν τόν Θεό καί ὅτι κατά τήν ἐμπειρία ὅλες οἱ αἰσθήσεις γίνονται μία αἴσθηση.
Ἔπειτα, φαίνεται καθαρά ὅτι τό κήρυγμα, ἡ ἀγγελία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου πρός τούς Χριστιανούς δέν εἶναι ἰδεολογική, ἀλλά κατ' ἐξοχήν καρπός ἐμπειρίας. Εἶδε τόν Χριστό ἐν τῇ δόξῃ Αὐτοῦ, φανερώθηκε σέ αὐτόν ἡ ἀληθινή ζωή, πού ἦταν ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου. Ἔτσι, δέν πρόκειται γιά κηρύγματα ἰδεολογικά, στοχαστικά, κοινωνικά, ἀλλά γιά κηρύγματα κατ΄ ἐξοχήν θεολογικά, ἐμπειρικά, εἶναι ἀγγελία τῆς αἰωνίου ζωῆς. Κηρύττει κανείς αὐτό τό ὁποῖο γνώρισε ἐμπειρικά μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀκόμη, βλέπουμε ὅτι ὁ σκοπός τοῦ κηρύγματος καί τῆς ποιμαντικῆς γενικότερα ἀποβλέπει στό νά ἀποκτήσουν οἱ ἄνθρωποι κοινωνία μέ τούς θεόπτες ἁγίους καί δι' αὐτῶν μέ τόν Τριαδικό Θεό. Αὐτό δείχνει τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα κοινωνικό, φιλανθρωπικό καί θρησκευτικό σωματεῖο, ἀλλά ὁ χῶρος στόν ὁποῖον ἀποκτᾶ κανείς κοινωνία μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τούς ἁγίους καί αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Μελετώντας κανείς τό Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου καί τίς ἐπιστολές του, διακρίνει ὅλη τήν ἀτμόσφαιρα τῆς θεολογίας, πού εἶναι ἡ σχέση καί κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, πού εἶναι τό ἄκτιστο Φῶς, καί αὐτή ἡ σχέση ἔχει ἀποτελέσματα, ὅπως ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τήν θεολογική ἀρετή τῆς ἀγάπης. Γι' αὐτό καί ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης χαρακτηρίσθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία Θεολόγος.
β) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ἔζησε τόν 4ο αἰώνα καί ὀφείλει τήν προσηγορία τοῦ Θεολόγου στούς περίφημους θεολογικούς λόγους, τούς ὁποίους ἐξεφώνησε στήν Κωνσταντινούπολη, ὅταν τόν κάλεσαν οἱ ἐναπομείναντες ἐλάχιστοι Ὀρθόδοξοι γιά νά ἀντιμετωπίση τήν ἀρειανική αἵρεση πού εἶχε τήν ἐποχή ἐκείνη κυριαρχήσει στήν Ἐκκλησία.
Στούς λόγους αὐτούς ὄχι μόνον ἀναπτύσσει τό δόγμα περί τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἀποδεικνύει θεολογικά ὅτι ὁ Λόγος, τό Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος εἶναι ἄκτιστος καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι Θεός καί ἄκτιστο, ἀλλά χρησιμοποιεῖ ἐπιχειρήματα τοῦ προέρχονται ἀπό τήν πνευματική προσωπική πείρα πού ὁ ἴδιος εἶχε ἀποκτήσει. Ἔτσι δείχνει τήν σχέση μεταξύ τοῦ δόγματος καί τῆς βιώσεως τῆς Χάριτος τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Στόν πρῶτο θεολογικό λόγο του προσδιορίζει ποιός εἶναι θεολόγος στήν Ἐκκλησία. Γράφει ὅτι δέν πρέπει ὅλοι νά θεολογοῦν «οὐδέ πάντοτε, οὐδέ πᾶσιν, οὐδέ πάντα, ἀλλ' ἐστιν ὅτε καί οἷς καί ἐφ΄ ὅσον». Ἡ θεολογία δέν εἶναι ὑπόθεση ὅλων, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον»[2].
Ἔτσι, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο, θεολόγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πέρασαν τίς ἐξετάσεις, δηλαδή τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, καί ἔφθασαν στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ ἤ τοὐλάχιστον ἐκεῖνοι πού ἀγωνίζονται νά καθαρθοῦν. Ὑπάρχουν δέ σοβαρές προϋποθέσεις γιά νά θεολογῆ κανείς, ὅπως ὁ κατάλληλος τρόπος, πού εἶναι ἡ ἡσυχία, ὁ κατάλληλος καιρός, γιά ὅσα εἶναι ἐφικτά καί γιά ὅσα ἔχει τήν δύναμη ὁ ἀκροατής[3] .
Μιλώντας γιά τήν σχέση μεταξύ προσευχῆς καί θεολογίας γράφει ὅτι μπορεῖ κανείς πάντοτε νά ἔχη μνήμη τοῦ Θεοῦ «μνημονευτέον γάρ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον», ἀλλά δέν μπορεῖ νά θεολογῆ. Μέ αὐτό πού λέγει δέν ἐμποδίζει τόν ἄνθρωπο νά ἔχη μνήμη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά θεολογῆ, οὔτε ἐμποδίζει τήν θεολογία, ἀλλά τήν ἀκαιρία, οὔτε ἐμποδίζει τήν διδασκαλία, ἀλλά τήν ἀμετρία[4].
Σέ ἄλλη ὁμιλία του, ἀναφερόμενος στό ποιός πρέπει νά θεολογῆ, γράφει ὅτι συνέχει τάξη ὅλα τά πράγματα, τά ἐπουράνια καί τά ἐπίγεια, τά νοητά καί τά αἰσθητά. Ὅλοι εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὁ καθένας ἔχει τό δικό του χάρισμα. Ἕνα εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα, ἀλλά τά χαρίσματα δέν εἶναι ἴσα, ἀφοῦ οὔτε καί τά δοχεῖα τοῦ Πνεύματος εἶναι ἴσα. Στήν συνέχεια ἀναφέρεται στήν διαφορά τῶν πνευματικῶν καταστάσεων μεταξύ Μωϋσέως, Ἀαρών, Ἀρχιερέων, Λευϊτῶν. Πάντως, μόνον ὁ Μωϋσῆς ἀνέβηκε στό ὄρος Σινᾶ, αὐτός εἰσῆλθε μέσα στόν γνόφο καί ἦλθε σέ κοινωνία μέ τόν Θεό[5].
Μιλώντας γιά τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ λέγει ὅτι ὁ Θεός εἶναι Φῶς καί μάλιστα Φῶς «τό ἀκρότατον», «φῶς ἅπαν, κἄν ὑπέρλαμπρον φαίνηται». Μπορεῖ κανείς νά δῆ τό Φῶς μόνον μέ τήν λάμψη του. Τό Φῶς αὐτό ἑλκύει τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πρός τό ὕψος διά τῆς ἐφέσεως καί ὁ κεκαθαρμένος νοῦς πλησιάζει τόν καθαρώτατο Θεό[6]. Αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καθαρίζεται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἑλκύεται πρός τό ὕψος, διά τῆς ἀγάπης πρός τό Φῶς καί τελικά βλέπει τόν Θεό ὡς Φῶς.
Ἔχοντας ὑπ' ὄψη του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τόν Μωϋσῆ πού ἀνέβηκε στό ὄρος Σινᾶ, σαφέστατα περιγράφει καί τήν δική του πνευματική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού εἶχε καί μιλώντας γιά τόν Θεό παρουσιάζει καί δική του πνευματική θεωρία τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία εἶδε τά ὀπίσθια τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶδε τήν ἄκτιστη ἐνέργεια καί δόξα Του, ἡ ὁποία καλεῖται «μεγαλοπρέπεια» καί ὄχι τήν «ἀκήρατον φύσιν» τῆς Ἁγίας Τριάδος[7].
Ἡ ἐνασχόληση τῶν αἱρετικῶν μέ τόν Θεό, χωρίς τίς πιό πάνω προϋποθέσεις, εἶναι «ἡ περί τόν λόγον φιλοτιμία καί γλωσσαλγία». Ἀναφερόμενος στόν ἀρχηγό τῶν Εὐνομιανῶν τόν κατηγορεῖ πού πλάθει αὐθημερόν ἁγίους καί χειροτονεῖ θεολόγους, τούς ἐμφυσᾶ τήν παίδευση καί κάνει πολλά συνέδρια μέ ἀμαθεῖς λογίους[8].
Ἔτσι, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ἡ ἐμπειρική θεολογία δέν εἶναι ὑπόθεση Συνεδρίων καί κατά κόσμο σοφίας, ἀλλά καθαρότητας τῆς καρδίας καί ἐλλάμψεως τοῦ Ἰδίου τοῦ Θεοῦ στούς ἀνθρώπους ἐκεῖνους πού ἔχουν τά ἀπαραίτητα προσόντα γιά νά θεολογήσουν. Ἡ θεολογία εἶναι μιά χαρισματική κατάσταση, πνευματική ἐμπειρία καί ὄχι μιά γυμναστική τῆς διανοίας καί οἱ θεολόγοι ἀναδεικνύονται ἀπό τόν Θεό καί δέν εἶναι αὐτοχειροτόνητοι.
γ) Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος
Τόν 11ο αἰώνα μ.Χ., μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ μοναχοί, μιλοῦσαν γιά τόν Θεό, ἀλλά μέ τρόπο στοχαστικό καί ὄχι ἐμπειρικό, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Συμεών τοῦ νέου Θεολόγου ἀποτέλεσε σταθμό στήν ἐκκλησιαστική ζωή, καί προξένησε μιά ἀληθινή ἐπανάσταση στήν Ἐκκλησία, γιατί ἔθεσε τόν ἡσυχασμό ὡς τήν βάση τῆς θεολογίας καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος ζοῦσε μέσα στό ἄκτιστο Φῶς, ἔβλεπε τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὡς Φῶς, καί ὅταν χρειάσθηκε νά ὁμιλήση ἤ νά γράψη γιά τόν Θεό ἀναφερόταν καί στό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί στήν μέθεξη αὐτοῦ τοῦ Φωτός ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ὑπάρχουν πολλά χωρία στά ἔργα του πού κάνουν λόγο γιά τό τί εἶναι θεολογία καί ποιοί εἶναι οἱ θεολόγοι μέσα στήν Ἐκκλησία. Θά μνημονευθοῦν μερικά ἀπό αὐτά.
Κατ' ἀρχάς διακρίνει τήν μετάνοια ἀπό τήν θεολογία. «Οὔτε τῷ θεολογοῦντι ἁρμόζει μετάνοια οὔτε τῷ μετανοοῦντι θεολογία». Μεταξύ μετανοίας καί θεολογίας ἡ διαφορά εἶναι μεγάλη, ὅπως ἀπέχει ἡ ἀνατολή ἀπό τήν δύση. Ἐκεῖνος πού ζῆ ἐν μετανοίᾳ ὁμοιάζει μέ τόν ἀσθενῆ καί τόν ρακένδυτο πτωχό πού ζητᾶ ἐλεημοσύνη, ἐνῶ ἐκεῖνος πού θεολογεῖ ὁμοιάζει μέ αὐτόν πού ἀναστρέφεται μέσα στά βασίλεια, φορᾶ λαμπρή βασιλική στολή, εἶναι οἰκεῖος στόν βασιλέα, ὁμιλεῖ μαζί του καί ἀκούει ἀπό αὐτόν τά προστάγματα καί τά θελήματά του[9].
Ἡ θεολογία εἶναι ἡ βίωση τῆς Πεντηκοστῆς. Ὅταν οἱ Ἀπόστολοι ἔλαβαν τό Ἅγιον Πνεῦμα φωτίσθηκαν τελειότερα καί διδάχθηκαν διά τοῦ Φωτός ὅτι ὁ Θεός «ἄρρητος καί ἀνέκφραστος, ἄκτιστος καί αἰώνιος καί ἀΐδιος καί ἀκατάληπτος». Μέ τήν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔλαβαν λόγο σοφίας καί γνώσεως, ἐνέργεια θαυμάτων καί προφητείας, γένη γλωσσῶν καί ἑρμηνεία γλωσσῶν, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις τῶν πόλεων καί τοῦ λαοῦ. Οἱ ἅγιοι ἀπέκτησαν τήν υἱοθεσία, ἐνδύθηκαν τόν Χριστό καί γνώρισαν ὅλα τά μυστήρια καί τῆς θείας οἰκονομίας καί τῶν μελλόντων ἀγαθῶν[10].
Ἡ ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων συνεχίζεται διά μέσου τῶν αἰώνων. Καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Συμεών, ὅπως φαίνεται στά κείμενά του, ἔφθασε στήν ἐμπειρία τῆς Πεντηκοστῆς καί εἶδε δόξα Θεοῦ. Σέ ἕνα ἀπό τά ποιήματά του γράφει μέ καταπληκτική ἀκρίβεια πῶς διά τοῦ Χριστοῦ εἶδε τό Τρισάγιον, πῶς εἶδε τρία Φῶτα, τά ὁποῖα εἶχαν μιά ἐνέργεια καί ἔλαμπαν ὑπεράνω τοῦ φωτός τοῦ ἡλίου. Γράφει :
«Καί γάρ καί ἐν αὐτῇ νυκτί καί ἐν αὐτῷ τῷ σκότει
βλέπω Χριστόν τούς οὐρανούς φρικτῶς ἀνοίγοντά μοι,
αὐτόν τε παρακύπτοντα καί καθορώμενόν μοι
ἅμα Πατρί καί Πνεύματι, φωτί τῷ τρισαγίῳ,
ἕν ὄν ἐν τοῖς τρισί καί ἐν ἑνί τά τρία.
Αὐτά τό φῶς πάντως εἰσί, καί τό φῶς ἕν τά τρία,
ὅ καί ὑπέρ τόν ἥλιον φωτίζει τήν ψυχήν μου
καί καταλάμπει μου τόν νοῦν ὄντα ἐσκοτισμένον»[11].
Κατά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὁ θεόπτης βλέπει τήν μεγαλωσύνη τοῦ Θεοῦ, τήν ἁπλότητα καί τό ἀσύνθετό Του, ἀλλά καί τό ἀνείδεο, γνωρίζει ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει μετουσία τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά βλέπη τήν οὐσία Του. Γράφει:
«Βλέπει καί βούλεται εἰπεῖν καί λόγον οὐχ εὑρίσκει·
ἀόρατα γάρ καθορᾷ, ἀνείδεα εἰς ἅπαν,
ἁπλᾶ, πάντῃ ἀσύνθετα, ἄπειρα τῷ μεγέθει.
Οὔτε ἀρχήν γάρ καθορᾶ, οὐ τέλος ὅλως βλέπει,
μέσην δέ πάντῃ ἀγνοεῖ· καί πῶς εἴπῃ, τί βλέπει;
Ἀνακεφαλαιούμενον ὅλον, δοκῶ, ὁρᾶται·
οὐ τῇ οὐσίᾳ πάντως δέ, ἀλλά τῇ μετουσίᾳ»[12].
Μάλιστα φθάνει στό σημεῖο ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος νά πῆ ὅτι κατηχούμενος δέν λέγεται μόνον ὁ ἄπιστος, ὁ μή βαπτισμένος, «ἀλλά καί ὁ μή ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ νοός τήν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενος»[13]. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στήν ὅραση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, γίνεται πιστός, διαφορετικά εἶναι κατηχούμενος στά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.
Ἑπομένως, ἡ πραγματική θεολογία εἶναι ἐμπειρική, χαρισματική, καί θεολόγος εἶναι ἐκεῖνος πού ἔφθασε στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς καί εἶδε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.
δ) Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Τόν 14ο αἰώνα δημιουργήθηκε μεγάλο πρόβλημα στήν Ἐκκλησία, γιατί γιά πρώτη φορά ἐμφανίζεται στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως. Ὅταν κανείς δέν θεολογῆ ἀπό τήν ἐμπειρία του, στοχάζεται πάνω στήν ἀλήθεια περί τοῦ Θεοῦ, ἀναμειγνύει τήν φιλοσοφία μέ τήν φαντασία καί στήν συνέχεια καταλήγει στόν ἀγνωστικισμό καί τήν ἀθεΐα. Αὐτός ὁ κίνδυνος παρατηρήθηκε τήν περίοδο ἐκείνη στήν Κωνσταντινούπολη καί τήν Θεσσαλονίκη.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος θεολόγος, γιατί εἶδε τόν Θεό καί γνώρισε τήν δόξα Του καί μέ αὐτές τίς πνευματικές προϋποθέσεις ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Βαρλαάμ.
Ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος στήν βιογραφία πού συνέταξε γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο μᾶς πληροφορεῖ γιά ὅλη τήν ἡσυχαστική του ζωή ἀπό τήν μικρή του ἡλικία, μέσα στά ἀνάκτορα πού ζοῦσε, ἀλλά καί κατά τήν ἄσκησή του στό Ἅγιον Ὄρος. Ἰδίως στό Ἅγιον Ὄρος στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς προσευχόταν συνεχῶς μέ τήν προσευχή «φώτισόν μου τό σκότος»[14]. Ζοῦσε τήν ἄσκηση καί τήν νοερά ἡσυχία «μεθ' ὑπερβολῆς»[15]. Προσέφερε στά κρυφά τήν ἀδιάλειπτη προσευχή τοῦ νοῦ ἐν πνεύματι καί τήν λατρεία σέ Αὐτόν πού βλέπει στά κρυπτά καί ἀξιώθηκε πολλῶν δωρεῶν[16]. Δέχθηκε πολλές ἀποκαλύψεις, ὅπως τίς ἐμφανίσεις τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τῆς Θεομήτορος, ἰδιαιτέρως ὅμως εἶδε πολλές φορές τό ἄκτιστο Φῶς, τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἀφοῦ αὐτή ἡ ἐποψία εἶναι ἄμεση ἕνωση, ἔλλαμψη καί θέωση, καί ὅσοι φθάνουν ἐκεῖ ἀποκτοῦν τήν ἀκροτάτη ἀγάπη καί τήν θεία καθ' ὁμοίωση καί μάλιστα «καί τήν ὑψηλήν τε καί ἄπταιστον θεολογίαν, δι' εὐχῆς ἀδιαλείπτου καί νοερᾶς ἡσυχίας καί ταπεινώσεως καί πένθους»[17]. Ἐδῶ ἡ ἐποψία συνδέεται μέ τήν θέωση καί τήν «ὑψηλήν καί ἄπταιστον θεολογίαν». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔβλεπε συχνά τό θεῖο Φῶς[18]. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο συνεχῶς στά κείμενά του κάνει λόγο γιά τό ἄκτιστο Φῶς τῆς θεότητος.
Εἶναι χαρακτηριστικό ἕνα ὅραμα πού εἶδε καί διηγήθηκε ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος στόν φίλο καί μαθητή του Δωρόθεο καί τό καταγράφει ὁ ἅγιος Φιλόθεος.
Εὑρισκόμενος σέ ἱερά ἡσυχία καί προσευχή μέσα σέ μιά σκιά ὕπνου, εἶδε ὅτι κρατοῦσε ἕνα σκεῦος στά χέρια του γεμάτο γάλα πού ἄρχιζε νά χύνεται ἔξω ἀπό τό σκεῦος, νά μεταβάλλεται σέ κάλλιστο καί εὐωδιαστό οἶνο πού κατέβρεχε τά ἐνδύματα καί τά χέρια του, μέ ἀποτέλεσμα νά τά γεμίζη ὅλα μέ εὐωδία. Τότε ἐμφανίσθηκε ἕνας ἐπιφανής ἄνδρας, πλήρης φωτός, καί τοῦ ὑπέδειξε νά μεταδίδη καί στούς ἄλλους αὐτό τό ποτό καί νά μή τό ἀφήση νά χύνεται μάταια. Ἀσφαλῶς πρόκειται γιά τήν μετατροπή τοῦ ἠθικοῦ λόγου σέ θεολογικό καί δείχνει ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔλαβε τό χάρισμα τῆς θεολογίας. Ὅταν ὁ Ἅγιος προέβαλε τήν ἀδυναμία του νά κάνη αὐτό τό ἔργο, γιατί δέν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού ἀγαποῦν τέτοιους θεολογικούς λόγους, ὁ θεῖος ἐκεῖνος ἄνδρας τόν προέτρεψε νά τό κάνη καί νά ἀφήση τόν Θεό νά ἐνεργῆ κατάλληλα. Μετά πού ἔφυγε ὁ λαμπρός ἐκεῖνος ἄνδρας, διηγεῖται ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «ἐγώ δέ καί τήν σκιάν ἐκτιναξάμενος ἐκείνην τοῦ ὕπνου, τήν τε νύκτα πᾶσαν ὁμοῦ καί τῆς ἡμέρας τό πλεῖστον ἐκαθήμην ἐκεῖ, τῷ θείῳ φωτί πλουσίως ὅλος περιλαμπόμενος»[19].
Αὐτή ἡ πληροφορία εἶναι σημαντική, γιατί δείχνει ὅτι ὁ θεόπτης μπορεῖ νά βρίσκεται γιά πολλή ὥρα μέσα στό Φῶς καί νά περιλάμπεται ἀπό αὐτό. Τέτοια πνευματική ἐμπειρία μετατρέπει τόν ἠθικό λόγο σέ θεολογικό. Πράγματι, μετά ἀπό αὐτήν τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἔγραψε τόν πρῶτο λόγο του πού ἀναφερόταν στόν ὅσιο Πέτρο τόν Ἀθωνίτη, στόν ὁποῖο παρουσιάζει τήν ἀξία τοῦ ἁγιορείτου μοναχοῦ, καί ἔπειτα ἔγραψε τήν ὁμιλία του στά Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, πού παρουσιάζει τήν Θεοτόκο ὡς ὑπόδειγμα ἡσυχαστοῦ καί κατ΄ ἐξοχήν θεολόγου.
Σέ ἕνα κείμενό του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁμιλώντας γιά τήν θεολογία, τήν ταυτίζει μέ τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ. Γράφει: «Ἔστι γάρ καί ἡ περί Θεοῦ καί τῶν κατ' αὐτόν δογμάτων γνῶσις, θεωρία, ὅ θεολογίαν ὀνομάζομεν»[20]. Ταυτίζεται ἡ γνώση τῶν δογμάτων μέ τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ καί τήν θεολογία. Θεόσοφοι θεολόγοι εἶναι οἱ «ὑπέρ νοῦν τοῖς ὑπέρ νοῦν ὡμιληκότες» μέ τόν Θεό, καί ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι «θεοχαρίστως τε ἐδιδάχθησαν καί θεομιμήτως ἡμᾶς ἐδίδαξαν»[21].
Ἀλλοῦ καταγράφει τήν διαφορά μεταξύ θεολόγων πού εἶναι θεόπτες καί θεολόγων πού θεολογοῦν ἐξ ἀφαιρέσεως. «Οἱ ἐξ ἀφαιρέσεως θεολογοῦντες» θεολογοῦν «ἀπό τοῦ μή ὁρᾶν», ἀλλά οἱ Ἅγιοι θεολογοῦν ἀπό τό ὅτι γνωρίζουν «αὐτῇ τῇ ὁράσει τό ὑπέρ ὅρασιν», «πάσχοντες οἷον τήν ἀφαίρεσιν, ἀλλά οὐ διανοούμενοι»[22]. Κάνοντας λόγο γιά τόν Γρηγορᾶ, φίλο καί ὀπαδό τοῦ Βαρλαάμ, πού παρουσιαζόταν ὡς θεολόγος, χωρίς ὅμως νά ἔχη προσωπική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, γράφει ὅτι ἔχει χειροτονηθῆ ἀπό τήν δική του γραφίδα «καί αὐτόπλαστός ἐστι διδάσκαλος, διό καί ψευδοδιδάσκαλος μᾶλλον ἤ διδάσκαλος»[23]. Θεολόγοι εἶναι ὅσοι βλέπουν τόν Θεό ἐν τῷ Φωτί καί αὐτόπλαστοι διδάσκαλοι ὅσοι ὁμιλοῦν ἀπό τό μυαλό τους καί τήν φαντασία τους.
Εἶναι σημαντικό ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι ὅσοι δέν ἔχουν τήν πραγματική γνώση τοῦ Θεοῦ ἐξ ἐμπειρίας, στήν πραγματικότητα εἶναι ἄθεοι. Αὐτό λέγεται μέ τήν ἔννοια ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί στοχάζονται καί ὁμιλοῦν γιά ἕναν Θεό πού δέν ὑπάρχει. Ἔτσι, δέν ἔχουν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ἀλλά τοῦ θεοῦ τοῦ στοχασμοῦ καί τῆς φαντασίας, πού εἶναι ἀνύπαρκτος.
Σέ ἐπιστολή του πρός τόν Μοναχό Διονύσιο καταγράφει τά τρία γένη τῆς ἀθεΐας. Τό πρῶτο γένος ἀθεΐας εἶναι «ἡ πολυειδής πλάνη τῶν ἑλληνιζόντων» ἀπό τούς ὁποίους ἔλαβε ὁ Βαρλαάμ τίς ἰδέες καί τίς μετέδωσε στόν Ἀκίνδυνο, ἰσχυριζόμενος ὅτι δέν διαφέρει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν οὐσία Του. Τό δεύτερο εἶδος ἀθεΐας εἶναι «ἡ πολυσχεδής καί πολύμορφος ἀπάτη τῶν αἱρετικῶν» πού δέν διαφέρουν ἀπό τούς ἀθέους, ἀφοῦ ἔχουν πεπλανημένη ἰδέα γιά τόν Θεό, στούς ὁποίους ἀνήκουν καί ὁ Βαρλαάμ καί ὁ Ἀκίνδυνος, ἀφοῦ τόν ἕνα Θεό κατατέμνουν σέ κτιστά καί ἄκτιστα. Τό τρίτο γένος ἀθεΐας εἶναι τό νά μήν ἀναφέρη κανείς τά δόγματα περί τοῦ Θεοῦ, λόγῳ ἀνευλαβοῦς εὐλαβείας, νά μή θέλη νά ὑμνῆ τόν Θεό μέ αὐτόν τόν τρόπο, διότι ὑπερβαίνουν τήν διάνοια τῶν πολλῶν καί νά μήν ἐξηγῆ στούς μή γνωρίζοντες τίς θεολογίες τῶν ἱερῶν Πατέρων, ἀλλά νά τίς ἀπορρίπτη καί νά τίς ἀθετῆ, προφασιζόμενος τό μεγαλόνουν καί τό ὑψηγόρον πού δέ εἶναι εὔληπτο στούς πολλούς οὔτε εἶναι ἐφικτό σέ ὅλους ἀκόπως καί εὐκόλως[24]).
Καί οἱ τέσσερεις αὐτοί Ἅγιοι, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Εὐαγγελιστής καί Θεολόγος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος καί ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καί τέταρτος Θεολόγος, εἶναι θεόπτες καί γι' αὐτό χαρακτηρίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Θεολόγοι.
Τό συμπέρασμα ὅλων τῶν ἀνωτέρω εἶναι ὅτι ἡ θεολογία λειτουργεῖ καί ὡς ἐπιστήμη καί ὡς χάρισμα-ἐμπειρία.
Ἡ εἰκόνα τοῦ νοσοκομείου δείχνει αὐτόν τόν διττό τρόπο τῆς θεολογίας. Σέ κάθε νοσοκομεῖο ὑπάρχουν ἰατροί καί νοσηλευτικό προσωπικό πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν ὑγεία τῶν ἀρρώστων, ἀλλά ὑπάρχουν καί τά διοικητικά ὄργανα, ἤτοι διευθυντές, συμβούλια, λογιστές, γραμματεῖς καί ἄλλοι πού ἐργάζονται ἐπιστημονικά γιά τήν καλή διοικητική ὀργάνωση τοῦ νοσοκομείου. Ἡ διοικητική διάρθρωση τοῦ νοσοκομείου δέν μπορεῖ νά ὑποκαταστήση τό θεραπευτικό του ἔργο, ἀλλά καί ἡ ἰατρική-θεραπευτική του προσφορά δέν μπορεῖ νά λειτουργήση ἀποδοτικά χωρίς τήν ὑλική, οἰκονομική καί διοργανωτική ὑποδομή.
Ἡ εἰκόνα αὐτή δείχνει καί τήν σχέση μεταξύ τῆς θεολογίας ὡς χάρισμα πού θεραπεύει τόν ἄρρωστο πνευματικά ἄνθρωπο στό πνευματικό νοσοκομεῖο πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία, καί τῆς θεολογίας ὡς ἐπιστήμη πού διερευνᾶ τά ἐξωτερικά στοιχεῖα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.
Ἡ κατ' ἐξοχήν θεολογία εἶναι ἡ πνευματική γνώση τοῦ Θεοῦ μέσα στό Φῶς, εἶναι ἡ συμμετοχή «εἰς τήν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτί» (Κολ. β΄ 12). Μιά τέτοια θεολογία προσφέρει τήν ἀπλανῆ γνώση τοῦ Θεοῦ καί βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους, πού διψοῦν καί πεινοῦν γιά Θεό, νά ἱκανοποιήσουν αὐτόν τόν πόθο τους. Ἔτσι, ἡ χαρισματική θεολογία λειτουργεῖ περισσότερο ὡς ποιμαντική καί, φυσικά, ἡ ποιμαντική ἀποβλέπει στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κατ' εἰκόνα στό καθ΄ ὁμοίωση, ἀπό τό εἶναι στό εὖ εἶναι, ἀπό τήν ἀνθρωποκεντρική θεώρηση τῆς ζωῆς, στήν θεοκεντρική θεώρησή της, ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί τήν θέωση. Μιά τέτοια θεολογία ἀναπτυσσόταν στά Μοναστήρια καί οἱ πραγματικοί καθηγητές εἶναι οἱ καθηγητές τῆς ἐρήμου, οἱ μοναχοί ἐκεῖνοι, Κληρικοί καί Ἐπίσκοποι, πού γνώρισαν προσωπικά καί ἐμπειρικά τόν Θεό.
Ἐπίσης, ἡ θεολογία λειτουργεῖ καί ὡς ἐπιστήμη πού ἀσχολεῖται μέ τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας στήν ἱστορία καί τόν χρόνο, μέ τόν πολιτισμό πού καλλιεργεῖται ἀπό τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μέ τίς ἐξουσιαστικές καί ἐθνοφυλετικές τάσεις τους μέ τήν διοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀνάλυση καί ἑρμηνεία τῶν καταστάσεων αὐτῶν καλλιεργεῖται καί διδάσκεται στίς Ἐκκλησιαστικές καί Θεολογικές Σχολές, καί Καθηγητές εἶναι ἐκεῖνοι πού σπουδάζουν καί γνωρίζουν ὅλα αὐτά τά προβλήματα πού ἀναφύονται στήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή ἡ θεολογία πρέπει νά βοηθᾶ τήν Ἐκκλησία στόν σκοπό της πού εἶναι ἡ καθοδήγηση τῶν Χριστιανῶν πρός τήν θέωση. Ἄν, ὅμως, μιά τέτοια ἐπιστημονική, ἀκαδημαϊκή θεολογία δέν ἐμπνέεται ἀπό τήν χαρισματική θεολογία, δέν ἔχει ἰδιαίτερη διαχρονική καί σωτηριολογική ἀξία, γιατί κάποτε, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, τά πάντα θά καταργηθοῦν καί αὐτή ἡ γνώση καί ἐκεῖνο πού θά παραμείνη εἶναι ἡ ἀγάπη, ὡς κοινωνία μέ τόν Θεό (Α' Κορ. ιγ΄, 8-12).
Ἐγώ τοὐλάχιστον βοηθήθηκα ἀπό τούς Πνευματικούς μου Πατέρες καί ἀπό τούς Καθηγητές τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς πού μέ ὁδήγησαν στήν μελέτη τῶν ἁγιογραφικῶν καί πατερικῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας καί μοῦ ἄνοιξαν τόν δρόμο γιά τό Ἅγιον Ὄρος ὅπου συνάντησα πεπειραμένους ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι ἔβλεπαν τόν Θεό ὡς Φῶς καί οἱ ὁποῖοι μοῦ ὑπέδειξαν αὐτόν τόν δρόμο τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Ἔτσι, στήν ζωή μου εἶδα πῶς μπορεῖ νά συνεργασθοῦν ἁρμονικά ἡ θεολογία ὡς ἐπιστήμη καί ἡ θεολογία ὡς χάρισμα-ἐμπειρία, πῶς μποροῦν νά συνδεθοῦν οἱ Θεολογικές Σχολές μέ τήν ἡσυχαστική καί θεοπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶμαι εὐγνώμων στόν Θεό πού μοῦ ἔδειξε αὐτήν τήν ὁδό καί εὐχαριστῶ καί ἐσᾶς πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά μέ ἀκούσετε.
[1] Γρηγορίου Παλαμᾶ, ἔργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1983 σελ. 498
[2] Γρηγορίου Θεολόγου, ἔργα 4, ΕΠΕ, σελ. 14
[3] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 14-16
[4] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 16
[5] Ἔνθ. ἀνωτ. τόμ. 2, ΕΠΕ. σελ. 38 κ.ἑξ.
[6] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 52-54
[7] Ἔνθ. ἀνωτ. τόμος 4, σελ. 38
[8] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 26
[9] SC, 51, σελ. 71, α
[10] SC 122, σελ. 110-112
[11] SC 156 σελ. 234
[12] SC 156, σελ. 158
[13] SC 129, σελ. 234
[14] Φιλοθέου Κοκκίνου, Βίος Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984, σελ. 80-82
[15] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 86
[16] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 90
[17] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 122
[18] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ. 138
[19] Ἔνθ. ἀνωτ. σελ.142-144
[20] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ΕΠΕ τόμ. 2ος, σελ. 182
[21] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Χρήστου Α΄, 258
[22] Γρηγορίου Παλαμᾶ, ΕΠΕ ἔργα 2, σελ. 458-460
[23] Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Δ΄, Χρηστου, σελ. 275
[24] Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἔργα 4 ΕΠΕ, σελ. 404 κ.ἑξ.