Ἡ θε­ο­λο­γί­α ὡς ἐ­πι­στή­μη καί ὡς χά­ρι­σμα
To Bogoslov.ru δημοσιεύει την ομιλία του αξιόλογου Ορθόδοξου θεολόγου, Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου,που πραγματοποιήθηκε κατά την επίσκεψή του στη Θεολογική Ακαδημία της Μόσχας στις 20 Σεπτεμβρίου του 2009.
Статья

Ὅταν τό ἔ­το­ς 1­9­66 γι­ά πρώ­τη φο­ρά ἐ­πι­σκέ­φθη­κα τό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος ὡς δευ­τε­ρο­ε­τής φοι­τη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, μα­ζί μέ ἄλ­λους συμ­φοι­τη­τές μου, συ­να­ντή­σα­με τόν μο­να­χό π. Θε­ό­κλη­το Δι­ο­νυ­σι­ά­τη, ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς ρώ­τη­σε τί εἴ­μα­στε. Τοῦ ἀ­πα­ντή­σα­με ὅ­τι εἴ­μα­στε θε­ο­λό­γοι. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­μέ­σως μᾶς εἶ­πε: «Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α γνω­ρί­ζει μό­νον τρεῖς Θε­ο­λό­γους, τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Θε­ο­λό­γο, τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Θε­ο­λό­γο καί τόν ἅ­γι­ο Συ­με­ών τόν Νέ­ο Θε­ο­λό­γο. Ἐ­σεῖς εἶ­σθε φοι­τη­τές τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς».

Ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή τοῦ π. Θε­ο­κλή­του μοῦ ἔ­κα­νε ἐ­ντύ­πω­ση καί μέ ἔ­μα­θε νά ἀ­κρι­βο­λο­γῶ καί ὡς πρός τό θέ­μα αὐ­τό, γι­α­τί κα­τά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἡ θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ἡ ἐ­μπει­ρι­κή γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι χά­ρι­σμα. Ἀ­πό τό­τε ἀ­σχο­λή­θη­κα ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως μέ τό θέ­μα καί κα­τά­λα­βα ὅ­τι πράγματι κα­τά τήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α θε­ο­λό­γος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ὁ­μι­λεῖ γι­ά τόν Θε­ό. Ἀλ­λά, γι­ά νά ὁ­μι­λῆ κα­νείς αὐ­θε­ντι­κῶς γι­ά τόν Θε­ό καί νά ἔ­χη ἀ­πλα­νῆ γνώ­ση γι' Αὐ­τόν, θά πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νά ἔ­χη προ­σω­πι­κές ἐ­μπει­ρί­ες γι­ά τόν Θε­ό.

 Ἔ­τσι, μέ τήν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­νοι­α θε­ο­λό­γος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­φθα­σε στήν θέ­α τοῦ Θε­οῦ, τήν θέ­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός καί μέ τήν σχε­τι­κή ἔν­νοι­α θε­ο­λό­γος εἶ­ναι καί ἐ­κεῖ­νος πού ὁ­μι­λεῖ γι­ά τήν γνώ­ση πού ἔ­χουν οἱ θε­ού­με­νοι. Αὐ­τό γί­νε­ται καί μέ τήν ἐ­πι­στή­μη. Κα­τ' ἐ­ξο­χήν ἐ­πι­στή­μο­νες εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού ἐ­ρευ­νοῦν τά δι­ά­φο­ρα φυ­σι­κά γε­γο­νό­τα καί προ­σφέ­ρουν και­νού­ρι­α γνώ­ση, ἀλ­λά καί ἐ­κεῖ­νοι πού με­τα­φέ­ρουν τήν γνώ­ση τῶν ἐ­ρευ­νη­τῶν.

Στόν Ἁ­γι­ο­ρει­τι­κό Τό­μο, πού γρά­φη­κε ἀ­πό τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Πα­λα­μᾶ, γί­νε­ται λό­γος γι­ά τήν ὁ­μο­λο­γί­α τῆς πί­στε­ως πού κη­ρύσ­σε­ται ἀ­πό τούς ἀ­ξί­ους ἐν Πνεύ­μα­τι καί αὐ­τοί εἶ­ναι ἀ­φ' ἑ­νός μέν «οἱ αὐ­τῇ τῇ πεί­ρᾳ με­μυ­η­μέ­νοι», πού ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν νό­μι­μη ὁ­δό ἀ­θλή­σε­ως, ἤ­τοι τήν ἀ­πο­τα­γή τῆς κτή­σε­ως τῶν χρη­μά­των, τῆς δό­ξης τῶν ἀν­θρώ­πων καί τῶν μή κα­λῶν ἡ­δο­νῶν τῶν σω­μά­των, καί ­βε­βαί­ω­σαν αὐ­τήν τήν ἀ­πο­τα­γή μέ τήν ὑ­πο­τα­γή στούς προ­η­γου­μέ­νους στήν κα­τά Χρι­στόν πο­λι­τεί­α, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἀ­σχο­λή­θη­καν μέ τήν ἱ­ε­ρά ἡ­συ­χί­α, τήν εἰ­λι­κρι­νῆ προ­σευ­χή καί ­μυ­ή­θη­καν στά ὑ­πέρ νοῦν, ἀ­φοῦ ἔ­φθα­σαν στήν μυ­στι­κή ὑ­πέρ νοῦν ἕ­νω­ση μέ τόν Θε­ό, ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου δέ εἶ­ναι «οἱ τῇ πρός τούς τοι­ού­τους αἰ­δοῖ, καί πί­στει καί στορ­γῇ»[1]. Ἔ­τσι, ἄν δέν ἔ­χου­με προ­σω­πι­κή γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ, δε­χό­μα­στε τήν μαρ­τυ­ρί­α τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει μι­ά τέ­τοι­α προ­σω­πι­κή γνώ­ση δι­ά τῆς ἐ­νερ­γεί­ας τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

 Μέ τίς με­τέ­πει­τα σπου­δές καί με­λέ­τες μου ἀ­ντι­λή­φθη­κα ὅ­τι μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀ­να­φερ­θῆ σέ δύ­ο μορ­φές θε­ο­λο­γί­ας, τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή θε­ο­λο­γί­α καί τήν χα­ρι­σμα­τι­κή ἤ ἐ­μπει­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α.

 

1. Ἡ Θε­ο­λο­γί­α ὡς ἐ­πι­στή­μη

Ὁ Χρι­στός ἐ­νην­θρώ­πη­σε σέ μι­ά δε­δο­μέ­νη ἱ­στο­ρι­κή ἐ­πο­χή, προ­σέ­λα­βε τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση ἄ­κρως κα­θα­ρά, ἀλ­λά θνη­τή καί πα­θη­τή, ἔ­ζη­σε σέ συγκεκριμένο πε­ρι­βάλ­λον καί γνώ­ρι­σε προ­σω­πι­κά ὅ­λη τήν τρα­γω­δί­α τῶν ἀν­θρώ­πων με­τά τήν πτώ­ση.

Τό ἴ­δι­ο καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, πού εἶ­ναι τό ἀ­να­στη­μέ­νο Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ζῆ καί ἐρ­γά­ζε­ται μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α, ἔρ­χε­ται σέ σχέ­ση μέ τούς ἀν­θρώ­πους πού ζοῦν σέ ὁ­ρι­σμέ­νο τό­πο καί χρό­νο, σέ ἰ­δι­αί­τε­ρες ἐ­θνό­τη­τες καί μέ δι­ά­φο­ρες θρη­σκευ­τι­κές ἀ­ντι­λή­ψεις καί ποι­κι­λό­μορ­φες πο­λι­τι­σμι­κές ἐκ­φρά­σεις. Ἐ­πί­σης, γι­ά τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τήν κα­νο­νι­κή της συ­γκρό­τη­ση χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν δι­ά­φο­ρα συ­στή­μα­τα δι­οι­κή­σε­ως καί ὀρ­γα­νω­τι­κῆς δο­μῆς.

Εἶ­ναι ση­μα­ντι­κό νά γνω­ρί­ζη κα­νείς τά ἱ­στο­ρι­κά καί πο­λι­τι­σμι­κά στοι­χεῖ­α τῶν χρό­νων τοῦ Χρι­στοῦ, τῶν Ἀ­πο­στό­λων καί τῶν Πα­τέ­ρων. Μέ τά θέ­μα­τα αὐ­τά ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται ἡ θε­ο­λο­γί­α ὡς ἐ­πι­στή­μη καί ἀ­σχο­λοῦ­νται οἱ Κα­θη­γη­τές τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Σχο­λῶν πού ἐ­ρευ­νοῦν ὅ­λα τά ἱ­στο­ρι­κά φαι­νό­με­να καί ἐ­ντο­πί­ζουν ση­μα­ντι­κά ση­μεῖ­α πού μπο­ροῦν νά βο­η­θή­σουν τούς φοι­τη­τές, πού θά γί­νουν οἱ μελ­λο­ντι­κοί Κλη­ρι­κοί καί οἱ κα­θη­γη­τές θε­ο­λό­γοι.

Στήν συ­νέ­χει­α θά ἐ­ντο­πι­σθοῦν με­ρι­κές πε­ρι­ο­χές μέ τίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­σχο­λεῖ­ται ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἤ ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή θε­ο­λο­γί­α.

 

α) Με­λέ­τη τῶν κει­μέ­νων

Οἱ θε­ό­πτες Ἅ­γι­οι, Προ­φῆ­τες, Ἀ­πό­στο­λοι καί Πα­τέ­ρες γι­ά ποι­μα­ντι­κούς λό­γους κα­τέ­γρα­ψαν σέ δι­ά­φο­ρα κεί­με­νά τους τήν ἐ­μπει­ρί­α πού εἶ­χαν ἀ­πο­κτή­σει. Τά κεί­με­να αὐ­τά εἶ­ναι τά βι­βλί­α τῆς Πα­λαι­ᾶς καί τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης, κα­θώς ἐ­πί­σης καί οἱ ὁ­μι­λί­ες τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρό­κει­ται γι­ά κεί­με­να πού δι­α­σώ­ζουν γρα­πτῶς τήν θε­ο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­φοῦ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, γρά­φει τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ά τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἑρ­μη­νεύ­ει τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη. Τά κεί­με­να αὐ­τά δι­α­σώ­ζουν καί τά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα κά­θε ἐ­πο­χῆς, κα­θώς ἐ­πί­σης καί τήν προ­σω­πι­κή ἐ­μπει­ρί­α πού εἶ­χε ὁ κα­θέ­νας ἀ­πό αὐ­τούς, ἀλ­λά καί τό ἰ­δι­αί­τε­ρο χά­ρι­σμα πού τούς δό­θη­κε ἀ­πό τόν Θε­ό.

Εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο ὅ­τι οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες θε­ο­λό­γοι με­λε­τοῦν τά κεί­με­να αὐ­τά καί βλέ­πουν τά κοι­νά ση­μεῖ­α, ἐ­ντο­πί­ζουν δέ καί τά ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­ρί­σμα­τα πού τά χα­ρα­κτη­ρί­ζουν. Γι­ά πα­ρά­δειγ­μα ἡ λέ­ξη «θέ­ω­ση» δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἀλ­λά στούς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐν τού­τοις, ὅ­μως, τό πνευ­μα­τι­κό νό­η­μα τῆς λέ­ξε­ως αὐ­τῆς ἀ­πο­δί­δε­ται στήν Ἁ­γί­α Γρα­φή μέ ἄλ­λες λέ­ξεις, ὅ­πως τε­λεί­ω­ση, δο­ξα­σμός, ἁ­γι­α­σμός κλπ. Ἀ­κό­μη ἐ­ρευ­νοῦν τό γλωσ­σι­κό ἰ­δί­ω­μα κά­θε θε­ό­πτου, δι­ά τοῦ ὁ­ποί­ου ἐκ­φρά­ζε­ται ὁ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κός λό­γος, ὅ­πως ἐ­πί­σης καί τά αἴ­τι­α πού προ­κά­λε­σαν τήν συγ­γρα­φή ἑ­νός προ­φη­τι­κοῦ, ἀ­πο­στο­λι­κοῦ ἤ πα­τε­ρι­κοῦ κει­μέ­νου. Αὐ­τά ἐ­ντο­πί­ζο­νται ἀ­πό προ­σε­κτι­κούς ἐ­ρευ­νη­τές, πού ἔ­χουν ὅ­μως μι­ά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή πεί­ρα, γι­α­τί δι­α­φο­ρε­τι­κά μπο­ρεῖ νά κα­τα­λή­ξουν σέ ἀ­πί­θα­να συ­μπε­ρά­σμα­τα, ὅ­πως τό πα­ρα­τη­ροῦ­με στήν δυ­τι­κή χρι­στι­α­νι­κή σκέ­ψη.

Ἐ­πί­σης, τά χει­ρό­γρα­φα τῶν προ­φη­τι­κῶν, εὐ­αγ­γε­λι­κῶν, ἀ­πο­στο­λι­κῶν καί πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων πα­ρα­δί­δο­νται μέ δι­ά­φο­ρες μορ­φές, μέ με­γα­λο­γράμ­μα­τη καί μι­κρο­γράμ­μα­τη γρα­φή, δι­α­φο­ρε­τι­κῶν αἰ­ώ­νων καί μέ δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες φρά­σεις τίς ὁ­ποῖ­ες ἐ­ντο­πί­ζουν ἐ­κεῖ­νοι πού δι­α­θέ­τουν καί τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες φι­λο­λο­γι­κές γνώ­σεις, ἀλ­λά καί ση­μα­ντι­κές γνώ­σεις τῆς ἐ­πι­στή­μης τῆς πα­λαι­ο­γρα­φί­ας. Ὁ­πό­τε, ἐ­πι­δι­ώ­κε­ται νά χρο­νο­λο­γη­θῆ τό κεί­με­νο, νά ἀ­πο­κα­τα­στα­θῆ, μέ τήν κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση, στήν ἀρ­χι­κή του κα­τά τό δυ­να­τόν μορ­φή, κα­θώς ἐ­πί­σης νά ἀ­νι­χνευ­θοῦν καί τά πα­τε­ρι­κά χω­ρί­α στά ὁ­ποῖ­α ἀ­να­φέ­ρε­ται ὁ συγ­γρα­φεύς γι­ά νά γί­νη ἡ σχε­τι­κή πα­ρα­πο­μπή. Πρό­κει­ται γι­ά μι­ά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ἐρ­γα­σί­α πού ἔ­χει πολ­λά ἀ­ξι­ό­λο­γα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα.

 

β) Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­ζη­σε σέ δι­ά­φο­ρες χρο­νι­κές πε­ρι­ό­δους καί ἦλ­θε ἀ­ντι­μέ­τω­πη μέ ποι­κί­λα προ­βλή­μα­τα, θρη­σκευ­τι­κά, κοι­νω­νι­κά, πο­λι­τι­κά. Ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός εἶ­πε στούς Μα­θη­τές Του ὅ­τι τούς ἀ­πο­στέλ­λει ὡς πρό­βα­τα «ἐν μέ­σῳ λύ­κων» (Ματθ. ι΄, 16). Εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο ὅ­τι τό νέ­ο μή­νυ­μα τοῦ Χρι­στοῦ πού με­τα­φέρ­θη­κε ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, τούς Ἀ­πο­στο­λι­κούς Πα­τέ­ρες καί τούς με­τέ­πει­τα Πα­τέ­ρες προ­κά­λε­σε τό κα­τε­στη­μέ­νο τῆς ἐ­πο­χῆς τους καί δη­μι­ούρ­γη­σε πολ­λά προ­βλή­μα­τα. Οἱ δι­ωγ­μοί ἐ­να­ντί­ον τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι μι­ά ἔν­δο­ξη πε­ρί­ο­δος γι' αὐ­τήν καί ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α καί ὡς πρός τό θέ­μα αὐ­τό πρέ­πει νά με­λε­τη­θῆ ἐ­πι­στα­μέ­νως, νά κα­τα­γρα­φῆ καί νά ἀ­ξι­ο­λο­γη­θῆ κα­τάλ­λη­λα.

Ἀ­κό­μη, ὅ­πως εἶ­ναι γνω­στόν, οἱ Χρι­στι­α­νοί πα­ρου­σι­ά­σθη­καν στήν ἱ­στο­ρί­α ὡς τό τρί­το γέ­νος, δη­λα­δή δέν ἦ­ταν οὔ­τε Ἰ­ου­δαῖ­οι οὔ­τε εἰ­δω­λο­λά­τρες, εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν μι­ά νέ­α πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πού δι­α­κρί­νο­νταν ἀ­πό τίς δύ­ο αὐ­τές κα­τη­γο­ρί­ες. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στούς πρώ­τους αἰ­ῶ­νες ἔ­ζη­σε μέ­σα σέ δύ­ο με­γά­λα θρη­σκευ­τι­κά, πο­λι­τι­σμι­κά καί πο­λι­τι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα, ἤ­τοι τό ἰ­ου­δα­ϊ­κό καί τό ἑλ­λη­νι­κό. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­ταν ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­ξῆλ­θε ἀ­πό τόν χῶ­ρο τῆς Πα­λαι­στί­νης στόν εὐ­ρύ­τε­ρο χῶ­ρο τῆς Ρω­μα­ϊ­κῆς Αὐ­το­κρα­το­ρί­ας, ὅ­που κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε ἡ ἑλ­λη­νι­κή καί ἑλ­λη­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, μέ τά δι­ά­φο­ρα φι­λο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα, ἔ­πρε­πε νά ἀ­πα­ντή­ση σέ ὅ­λα αὐ­τά. Ἔ­τσι, ἡ ἀρ­χαί­α Ἐκ­κλη­σί­α προ­σέ­λα­βε με­ρι­κά στοι­χεῖ­α ἀ­πό τήν ἰ­ου­δα­ϊ­κή πα­ρά­δο­ση καί με­ρι­κά ἄλ­λα ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση γι­ά νά ἐκ­φρά­ση τήν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή της ἀ­λή­θει­α. Ἀ­κό­μη ἦλ­θε ἀ­ντι­μέ­τω­πη μέ τούς ἐξ Ἰ­ου­δαί­ων Χρι­στι­α­νούς καί τούς ἐξ Ἐ­θνῶν Χρι­στι­α­νούς, ὅ­πως τό συ­να­ντοῦ­με στά κεί­με­να τῆς Και­νῆς Δι­α­θή­κης καί τῶν Ἀ­πο­στο­λι­κῶν Πα­τέ­ρων.

Τό με­γά­λο πρό­βλη­μα πού ἔ­πρε­πε νά ἀ­ντι­με­τω­πί­σουν οἱ Πα­τέ­ρες τοῦ 4ου αἰ­ῶ­νος ἦ­ταν ἡ σχέ­ση με­τα­ξύ τῆς ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κῆς ἀ­λή­θει­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὑ­πῆρ­χαν με­ρι­κοί Χρι­στι­α­νοί, κυ­ρί­ως οἱ αἱ­ρε­τι­κοί, πού προ­σπα­θοῦ­σαν νά ἑρ­μη­νεύ­σουν τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη μέ­σα ἀ­πό τίς ἀρ­χές τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἐκ­κο­σμι­κεύ­ε­ται ἡ πί­στη, ἀ­φοῦ ἐ­ξελ­λή­νι­σαν τόν Χρι­στι­α­νι­σμό. Ἀ­ντί­θε­τα, οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας τούς φι­λο­σο­φοῦ­ντες αὐ­τούς Χρι­στι­α­νούς, ἐκ­χρι­στι­ά­νι­σαν τόν ἑλ­λη­νι­σμό, λαμ­βά­νο­ντας με­ρι­κούς ὅ­ρους ἀ­πό τήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α καί δί­δο­ντας σέ αὐ­τούς ἄλ­λο νό­η­μα γιά νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή ἀ­λή­θει­α καί νά μήν ἀλ­λοι­ω­θῆ στά νέ­α πο­λι­τι­σμι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα. Οἱ Πα­τέ­ρες εἶ­δαν τά ὀ­ντο­λο­γι­κά καί κο­σμο­λο­γι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα πού ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τούς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς τους καί ἔ­δω­σαν σέ αὐ­τά ἀ­πα­ντή­σεις μέ­σα ἀ­πό τήν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή ἀ­λή­θει­α.

Ἔ­τσι, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­πρε­πε νά ἀ­ντι­με­τω­πί­ση τίς αἱ­ρέ­σεις καί τά σχί­σμα­τα, γι­ά νά δι­α­σφα­λί­ση τήν ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη, καί αὐ­τό τό ἔ­κα­νε μέ τίς Το­πι­κές καί Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, οἱ ὁ­ποῖες ­θέ­σπι­σαν ὅ­ρους καί κα­νό­νες γι­ά τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς πί­στε­ως καί τήν κα­νο­νι­κή συ­γκρό­τη­ση καί τήν ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ὅ­λα αὐ­τά τά με­λε­τοῦν δι­ά­φο­ροι ἐ­πι­στή­μο­νες θε­ο­λό­γοι, ὁ­πό­τε ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἡ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­στο­ρί­α, ἡ ἱ­στο­ρί­α τῶν δογ­μά­των καί ἡ δογ­μα­τι­κή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὥ­στε οἱ Χρι­στι­α­νοί νά πλη­ρο­φο­ρη­θοῦν κα­τά τό δυ­να­τόν ἀ­κρι­βῶς τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί πῶς ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, δι­ά τῶν Ἁ­γί­ων της, πού εἶ­χαν φω­τι­σθῆ ἀ­πό τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, κα­τόρ­θω­σε νά δι­α­φυ­λά­ξη τήν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή ἀ­λή­θει­α, τήν ὁ­ποί­α φα­νέ­ρω­σε ὁ Χρι­στός στούς Ἀ­πο­στό­λους.

 

γ) Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές τέ­χνες

Οἱ Χρι­στι­α­νοί ἀ­γα­ποῦν τόν Θε­ό καί τό ἐκ­φρά­ζουν αὐ­τό ποι­κι­λο­τρό­πως, συ­γκε­ντρώ­νο­νται σέ ὡ­ρι­σμέ­νους τό­πους γι­ά νά λα­τρεύ­σουν τόν Θε­ό καί νά ἐκ­φρά­σουν τήν πί­στη τους. Ἐ­πί­σης, πρέ­πει νά τε­λέ­σουν τήν θεί­α Εὐ­χα­ρι­στί­α πού εἶ­ναι τό κέ­ντρο τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς γι­ά νά κοι­νω­νή­σουν τοῦ Σώ­μα­τος καί τοῦ Αἵ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ.

Εἶ­ναι ἑ­πό­με­νο ὅ­τι ἡ ἀ­νέ­γερ­ση τῶν εὐ­κτη­ρί­ων οἴ­κων καί τῶν να­ῶν ἔ­γι­νε μέ δι­ά­φο­ρες μορ­φές καί ρυθ­μούς, πού πα­ρέ­λα­βε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τόν χῶ­ρο στόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­ζη­σε, ἀλ­λά τά δι­α­μόρ­φω­σε τε­λι­κά σύμ­φω­να μέ τήν δι­κή της πα­ρά­δο­ση. Συγ­χρό­νως, πα­ρέ­λα­βε καί δι­ά­φο­ρα πο­λι­τι­σμι­κά σχή­μα­τα τῆς ἐ­πο­χῆς, ὅ­πως τήν μου­σι­κή, τήν ζω­γρα­φι­κή, τήν ποί­η­ση κλπ., τά ἀ­ξι­ο­λό­γη­σε καί τά με­τα­μόρ­φω­σε ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο γι­ά νά ἐκ­φρά­ση τήν ἀ­λή­θει­ά της.

Βα­θύ­τε­ρος σκοπό­ς της ἦ­ταν νά ἐκ­φρά­ση τήν ἄ­κτι­στη ἀ­λή­θει­α πού εἶ­χε μέ κτι­στά σχή­μα­τα τοῦ πα­ρό­ντος, τά ὁ­ποῖ­α ἔ­πρε­πε νά βελ­τι­ω­θοῦν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, μέ τρό­πο ὅ­μως πού νά μήν πε­ρι­κλεί­η τόν ἄν­θρω­πο στά κτι­στά σχή­μα­τα τοῦ πα­ρό­ντος, ἀλ­λά νά τόν πα­ρα­πέ­μπη στόν ἄ­κτι­στο να­ό, στήν ἄ­κτι­στη λα­τρεί­α, στόν ἄ­κτι­στο νό­μο τοῦ Θε­οῦ. Μέ μι­ά τέ­τοι­α προ­ο­πτι­κή ἔ­κτι­σε Να­ούς, τούς δι­α­κό­σμη­σε, κα­θό­ρι­σε τόν τρό­πο τῆς λα­τρεί­ας.

Ὅ­λα αὐ­τά πρέ­πει νά με­λε­τη­θοῦν ἀ­πό ἐ­πι­στή­μο­νες ἐ­ρευ­νη­τές γι­ά νά ἐ­ντο­πι­σθῆ ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἐρ­γά­ζε­ται ἱ­στο­ρι­κά ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ἀλ­λά καί τό πῶς προσ­λαμ­βά­νει δι­ά­φο­ρα πο­λι­τι­σμι­κά σχή­μα­τα τοῦ πα­ρό­ντος καί τά με­τα­μορ­φώ­νει, πῶς ἀ­να­πτύσ­σει καί πο­λι­τι­σμό, χω­ρίς ὅ­μως νά ταυ­τί­ζε­ται ἀ­πό­λυ­τα μέ αὐ­τόν.

 

δ) Θρη­σκεῖ­ες καί χρι­στι­α­νι­κές Ὁ­μο­λο­γί­ες

Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γη­μέ­νος ἀ­πό τόν Θε­ό κα­τ' εἰ­κό­να καί καθ΄ ὁ­μοί­ω­σή Του καί το­πο­θε­τή­θη­κε στόν Πα­ρά­δει­σο γι­ά νά ἔ­χη δι­αρ­κῆ κοι­νω­νί­α μα­ζί Του. Ὅ­μως, ὁ Ἀ­δάμ καί ἡ Εὔ­α μέ τήν πτώ­ση τους, ἔ­χα­σαν αὐ­τήν τήν κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό καί στήν προ­σπά­θει­ά τους νά δι­α­τη­ρή­σουν καί νά ἐκ­φρά­σουν ἴ­χνη αὐ­τῆς τῆς κοι­νω­νί­ας ­λά­τρευ­σαν τά κτί­σμα­τα. Ἔ­τσι, ἀ­πό τήν ἀ­λη­θι­νή σχέ­ση τους μέ τόν Θε­ό πε­ρι­έ­πε­σαν σέ μι­ά θρη­σκευ­τι­κή ζω­ή, λα­τρεύ­ο­ντας εἴ­δω­λα γι­ά θε­ούς, ἀ­να­πτύσ­σο­ντας δι­ά­φο­ρες θρη­σκευ­τι­κές ἰ­δε­ο­λο­γί­ες. Οἱ θρη­σκεῖ­ες εἶ­ναι ἔκ­φρα­ση τῆς ἀ­σθέ­νει­ας τοῦ ἀν­θρώ­που, πού προ­ῆλ­θε ἀ­πό τήν ἀ­πο­μά­κρυν­σή του ἀ­πό τόν Θε­ό, καί δη­μι­ουρ­γοῦν φα­να­τι­σμούς, θρη­σκευ­τι­κούς πο­λέ­μους κλπ.

Συγ­χρό­νως με­ρι­κοί Χρι­στι­α­νοί, ἔ­χο­ντας δι­α­φο­ρε­τι­κές ἀ­πό­ψεις, ἀλ­λοι­ώ­νουν τήν χρι­στι­α­νι­κή πί­στη, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά δη­μι­ουρ­γοῦ­νται δι­ά­φο­ρες χρι­στι­α­νι­κές Ὁ­μο­λο­γί­ες, πού στη­ρί­ζο­νται στήν λο­γι­κο­κρα­τί­α, ὅ­πως τό κά­νει ἡ σχο­λα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α ἤ στη­ρί­ζο­νται σέ μι­ά ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἠ­θι­κο­λο­γί­α, ὅ­πως τό κά­νει ὁ που­ρι­τα­νι­σμός. Τό κα­θέ­να ἀ­πό αὐ­τά τά θρη­σκευ­τι­κά συ­στή­μα­τα ἀ­νέ­πτυ­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρες δογ­μα­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες, λει­τουρ­γι­κούς τύ­πους πού πρέ­πει νά με­λε­τη­θοῦν καί νά δι­ε­ρευ­νη­θοῦν.

Ἐ­πί πλέ­ον σέ ὅ­λες αὐ­τές τίς χρι­στι­α­νι­κές ὁ­μά­δες ἀ­να­πτύσ­σο­νται κα­τά και­ρούς δι­ά­φο­ρα ρεύ­μα­τα, ὅ­πως ἡ λε­γό­με­νη δι­α­λε­κτι­κή θε­ο­λο­γί­α, ἡ πο­λι­τι­κή θε­ο­λο­γί­α κλπ. Καί τά ρεύ­μα­τα αὐ­τά πρέ­πει νά με­λε­τη­θοῦν γι­ά νά μπο­ροῦ­με ὅ­λα αὐ­τά νά τά γνω­ρί­σου­με καί νά τά ἀ­ξι­ο­λο­γή­σου­με σέ σχέ­ση μέ τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α.

Ἀ­κό­μη, με­ρι­κές Χρι­στι­α­νι­κές Ὁ­μο­λο­γί­ες συν­δέ­ο­νται στε­νό­τα­τα μέ δι­ά­φο­ρες πο­λι­τι­κές καί κοι­νω­νι­κές δι­ερ­γα­σί­ες, γι­ά νά ἐ­πι­βλη­θοῦν στόν κοι­νω­νι­κό χῶ­ρο. Δέν μπο­ροῦ­με ὡς θε­ο­λό­γοι νά ἀ­γνο­οῦ­με τήν ἐμ­φά­νι­ση στήν Δύ­ση δι­α­φό­ρων φύ­λων καί τῶν Φρά­γκων πού κυ­ρί­ευ­σαν τήν Εὐ­ρώ­πη καί με­τέ­δω­σαν μι­ά ἄλ­λη ἀ­ντί­λη­ψη πού δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τόν Χρι­στι­α­νι­σμό, ὅ­πως τόν ἔ­ζη­σαν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι καί οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό τό βλέ­που­με στό ἔρ­γο τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Δι­α­λό­γου, Πά­πα Ρώ­μης Διάλογοι.

Τά φι­λο­σο­φι­κά ρεύ­μα­τα πού ἔ­χουν κα­τά και­ρούς ἀ­να­πτυ­χθῆ στήν Εὐ­ρώ­πη, ὅ­πως ὁ δι­α­φω­τι­σμός, ὁ ρο­μα­ντι­σμός, ὁ νε­ω­τε­ρι­σμός, ὁ με­τα­νε­ω­τε­ρι­σμός, μα­ζί μέ δι­ά­φο­ρες ἐ­πα­να­στα­τι­κές κι­νή­σεις, ἐ­πη­ρέ­α­σαν τά πράγ­μα­τα στήν Δύ­ση καί σέ ἄλ­λες χῶ­ρες τῆς Ἀ­να­το­λῆς, ἀ­κό­μη καί στίς Χρι­στι­α­νι­κές Ὁ­μο­λο­γί­ες.

Εἶ­ναι φυ­σι­κό αὐ­τή ἡ φι­λο­σο­φι­κή, κοι­νω­νι­κή, πο­λι­τι­κή καί χρι­στι­α­νι­κή πλευ­ρά νά με­λε­τη­θῆ ἐ­πι­στα­μέ­νως, ὥ­στε νά γνω­ρί­ζου­με τό τί ἀ­να­τα­ρά­ξεις προ­ξέ­νη­σαν καί τί συ­νέ­πει­ες εἶ­χαν γι­ά με­ρι­κά τμή­μα­τα τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ἀλ­λά καί πῶς ἐ­πη­ρέ­α­σαν σέ ἕ­ναν βαθ­μό καί τήν ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή.

 

ε) Με­λέ­τη τοῦ συγ­χρό­νου βί­ου

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τόν ἄν­θρω­πο καί ἐ­πι­δι­ώ­κει νά τοῦ με­τα­φέ­ρη τό μή­νυ­μα τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί νά τόν ὁ­δη­γή­ση στήν σω­τη­ρί­α. Πά­ντο­τε, ὅ­μως, οἱ Πα­τέ­ρες προ­σπα­θοῦ­σαν νά γνω­ρί­σουν τόν ἄν­θρω­πο τῆς ἐ­πο­χῆς τους, τόν τρό­πο σκέ­ψε­ώς του καί νά τοῦ μι­λή­σουν μέ τρό­πο κα­τάλ­λη­λο, προ­κει­μέ­νου νά τόν βο­η­θή­σουν νά ἐ­ντα­χθῆ οὐ­σι­α­στι­κά στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή. Αὐ­τό δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο ἔρ­γο, ἀ­φοῦ πρέ­πει νά ὁ­μι­λή­ση κα­νείς στήν γλώσ­σα τοῦ κά­θε ἀν­θρώ­που καί νά τόν θε­ρα­πεύ­ση. Τά προ­βλή­μα­τα πού ἀ­πα­σχο­λοῦν τούς ἀν­θρώ­πους τῆς ἐ­πο­χῆς μας εἶ­ναι κοι­νω­νι­κά, ψυ­χο­λο­γι­κά, ὑ­παρ­ξι­α­κά καί πνευ­μα­τι­κά.

Τά κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα ἔ­χουν σχέ­ση μέ τόν τρό­πο πού ζοῦν οἱ ἄν­θρω­ποι στήν κοι­νω­νί­α, τά δι­ά­φο­ρα ρεύ­μα­τα πού ἐ­πι­κρα­τοῦν στήν κοι­νω­νί­α καί τίς δι­ά­φο­ρες κυ­ρι­αρ­χοῦ­σες κοι­νω­νι­κές τά­σεις. Τά ψυ­χο­λο­γι­κά προ­βλή­μα­τα σχε­τί­ζο­νται μέ τίς ἀ­να­σφά­λει­ες πού προ­έρ­χο­νται ἀ­πό δι­ά­φο­ρα αἴ­τι­α, ἤ­τοι ἀ­σθέ­νει­ες, πά­θη, οἰ­κο­γε­νει­α­κά προ­βλή­μα­τα, ἔλ­λει­ψη νο­η­μα­το­δό­τη­σης τῆς ζω­ῆς. Τά ὑ­παρ­ξι­α­κά θέματα σχε­τί­ζο­νται μέ τήν ἀ­πά­ντη­ση στά ὑ­παρ­ξι­α­κά προ­βλή­μα­τα γι­ά τήν ζω­ή, τόν θά­να­το καί τό νό­η­μα τῆς ὕ­παρ­ξης. Τά πνευ­μα­τι­κά προ­βλή­μα­τα ἔ­χουν σχέ­ση μέ τήν ἀ­να­ζή­τη­ση καί κοι­νω­νί­α μέ τόν ἀ­λη­θι­νό Θε­ό.

Πρέ­πει νά με­λε­τη­θῆ τό σύγ­χρο­νο κοι­νω­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον πού θά ἐρ­γα­σθῆ ὁ Κλη­ρι­κός, νά ἐ­ντο­πι­σθοῦν τά προ­βλή­μα­τα πού κυ­ρι­αρ­χοῦν, τά κοι­νω­νι­κά ρεύ­μα­τα πού ἐ­πι­κρα­τοῦν καί τά ὁ­ποῖ­α ἔ­χουν ἐ­πη­ρε­ά­σει σέ δι­α­φό­ρους βαθ­μούς καί τούς Χρι­στι­α­νούς. Ὅ­ταν κα­νείς θά γνω­ρί­ση αὐ­τό τό πε­ρι­βάλ­λον καί τήν ὅ­λη νο­ο­τρο­πί­α τοῦ Χρι­στι­α­νοῦ πού ποι­μαί­νει, τό­τε μπο­ρεῖ νά τόν βο­η­θή­ση ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά. Ὅ­πως ὁ Χρι­στός ἐν­σαρ­κώ­θη­κε καί μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ­νί­κη­σε τήν ἁ­μαρ­τί­α, τόν δι­ά­βο­λο καί τόν θά­να­το, ἔ­τσι καί κά­θε Κλη­ρι­κός, ὅ­ταν κα­τά κά­ποι­ον τρό­πο, τη­ρου­μέ­νων τῶν ἀ­να­λο­γι­ῶν, εἰ­σέλ­θη στά προ­βλή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που καί κε­νω­θῆ, τό­τε γνω­ρί­ζει τίς συν­θῆ­κες στίς ὁ­ποῖ­ες ζῆ καί μπο­ρεῖ νά βο­η­θή­ση ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά.

Ἡ ποι­μα­ντι­κή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πο­βλέ­πει στήν σω­τη­ρί­α κά­θε ἀν­θρώ­που, τοῦ ἀ­θέ­ου, τοῦ αἱ­ρε­τι­κοῦ, τοῦ ἀ­γνω­στι­κι­στοῦ, τοῦ ἐ­μπα­θοῦς, τοῦ φί­λαυ­του, τοῦ αἱ­ρε­τι­κοῦ κλπ. Ἡ ποι­μα­ντι­κή αὐ­τή γί­νε­ται μέ τόν φω­τι­σμό τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά πα­ρα­γνω­ρί­ση καί τήν γνώ­ση τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν, πο­λι­τι­σμι­κῶν καί κοι­νω­νι­κῶν πα­ρα­μέ­τρων, γι­α­τί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α πο­τέ δέν ἐρ­γά­ζε­ται μο­νο­φυ­σι­τι­κά, ἀ­πο­βλέ­πο­ντας μό­νον στόν πνευ­μα­τι­κό το­μέ­α, πα­ρα­βλέ­πο­ντας ὅ­μως τό ἱ­στο­ρι­κό καί κοι­νω­νι­κό γί­γνε­σθαι.

Γι­ά ὅ­λα τά πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη ἡ θε­ο­λο­γι­κή ἐ­πι­στή­μη, εἶ­ναι κα­λό ὁ Κλη­ρι­κός νά ἔχη τίς δι­ά­φο­ρες ἐ­πι­στη­μο­νι­κές γνώ­σεις καί νά γνωρίζη τίς κυ­ρι­αρ­χοῦ­σες ἀ­ντι­λή­ψεις. Γι­ά πα­ρά­δειγ­μα, ὅ­ταν γνω­ρί­ζη τά σύγ­χρο­να ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς γε­νε­τι­κῆς μη­χα­νι­κῆς, τῆς μο­ρι­α­κῆς βι­ο­λο­γί­ας, μπο­ρεῖ στήν συ­νέ­χει­α νά προ­σφέ­ρη καί τόν αὐ­θε­ντι­κό θε­ο­λο­γι­κό λό­γο, γι­ά νά κα­θο­δη­γή­ση τόν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο σέ δι­ά­φο­ρα δι­λήμ­μα­τα πού ἀ­να­φύ­ο­νται.

Οἱ Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές ἔ­χουν νά προ­σφέ­ρουν πολ­λά στόν σύγ­χρο­νο φοι­τη­τή τῆς θε­ο­λο­γί­ας στά πι­ό πά­νω ζη­τή­μα­τα καί μπο­ροῦν νά τοῦ δώ­σουν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα ἐ­πι­στη­μο­νι­κά ἐ­φό­δι­α γι­ά τό ἔρ­γο τῆς ποι­μα­ντι­κῆς του δι­α­κο­νί­ας καί τῆς προ­σφο­ρᾶς του στόν σύγ­χρο­νο ἄν­θρω­πο.

Δέν πρέ­πει, ὅ­μως, νά ἀ­γνο­οῦ­με καί τήν ἄλ­λη μορ­φή θε­ο­λο­γί­ας.

 

2. Ἡ θε­ο­λο­γί­α ὡς χά­ρι­σμα - ἐ­μπει­ρί­α

Ἡ κα­τ' ἐ­ξο­χήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α γι­ά τήν θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ὅ­τι πρό­κει­ται γι­ά χά­ρι­σμα καί ἐ­μπει­ρί­α πού δί­δε­ται ἀ­πό τόν Θε­ό σέ αὐ­τόν πού ἔ­χει τίς κα­τάλ­λη­λες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γι­ά νά φθά­ση στήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη, κα­τά τήν ὁ­ποί­α με­τέ­χει τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, τῆς δό­ξης τῆς ἀ­κτί­στου ἐ­νερ­γεί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά καί ἔ­χει χω­ρη­τι­κό­τη­τα νοῦ γι­ά νά ἐκ­φρά­ση καί νά δι­α­τυ­πώ­ση αὐ­τές τίς πνευ­μα­τι­κές ἐ­μπει­ρί­ες.

Ὁ κα­θη­γη­τής π. Ἰ­ω­άν­νης Ρω­μα­νί­δης ἔ­χει δι­δά­ξει ὅ­τι, ὅ­ταν φθά­νη κα­νείς στήν θε­ω­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, γνω­ρί­ζει ἐξ ἐ­μπει­ρί­ας ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει καμ­μί­α ὁ­μοι­ό­τη­τα με­τα­ξύ ἀ­κτί­στου καί κτι­στοῦ, ὁ­πό­τε δι­α­κρί­νει τίς ἐ­νέρ­γει­ες τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τίς ἐ­νέρ­γει­ες τῶν δαι­μό­νων καί ἀ­πό τίς ἐ­νέρ­γει­ες τῆς ἀν­θρώ­πι­νης λο­γι­κῆς, δη­λα­δή τῶν λο­γι­σμῶν. Αὐ­τός δέ πού κά­νει αὐ­τήν τήν δι­ά­κρι­ση τῶν ἐ­νερ­γει­ῶν ἄν προ­έρ­χω­νται ἀ­πό τόν Θε­ό, τόν δι­ά­βο­λο, τίς αἰ­σθή­σεις καί τήν φα­ντα­σί­α, εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κός θε­ο­λό­γος καί μπο­ρεῖ νά κα­θο­δη­γή­ση ἀ­κρι­βῶς τά πνευ­μα­τι­κά του παι­δι­ά. 

Ἔ­τσι, τό ἔρ­γο τοῦ θε­ο­λό­γου ταυ­τί­ζε­ται μέ τό ἔρ­γο τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τρός καί τό ἔρ­γο τοῦ Πνευ­μα­τι­κοῦ Πα­τρός ταυ­τί­ζε­ται μέ τό ἔρ­γο τοῦ θε­ο­λό­γου. Γι­α­τί, τό βα­σι­κό πρό­βλη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που γι­ά τήν σω­τη­ρί­α του εἶ­ναι νά μά­θη νά δι­α­κρί­νη τίς κτι­στές ἐ­νέρ­γει­ες ἀ­πό τίς ἄ­κτι­στες ἐ­νέρ­γει­ες, πῶς ξε­χω­ρί­ζε­ται τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πό τίς ἐ­νέρ­γει­ες τῶν πα­θῶν καί τόν πει­ρα­σμό τοῦ δι­α­βό­λου.

Ἐ­πί­σης, ὁ ἴ­δι­ος δί­δα­σκε ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν δύ­ο τύ­ποι θε­ο­λό­γων στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­πό πλευ­ρᾶς ἐ­μπει­ρί­ας. Οἱ πρῶ­τοι εἶ­ναι οἱ θε­ο­λο­γοῦ­ντες πού ἔ­χουν φθά­σει στόν φω­τι­σμό τοῦ νοῦ καί ἔ­χουν νο­ε­ρά ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή καί οἱ δεύ­τε­ροι εἶ­ναι οἱ πραγ­μα­τι­κοί θε­ο­λό­γοι πού ἔ­χουν φθά­σει στήν θέ­α τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση τοῦ Λό­γου καί μπο­ροῦν νά ὁ­μι­λή­σουν ἀ­πλα­νῶς γι­ά τόν Θε­ό καί νά κα­θο­δη­γή­σουν ἀ­πλα­νῶς τούς ἀν­θρώ­πους πρός τήν θέ­ω­ση.

Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, πού εἶ­ναι τό ἀ­να­στη­μέ­νο Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, ζῆ μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α, πα­ρα­λαμ­βά­νει τόν ἄν­θρω­πο στήν κα­τά­στα­ση τῆς πτώ­σε­ως καί τόν ὁ­δη­γεῖ στήν σω­τη­ρί­α, τήν θέ­ω­ση. Ἡ με­τα­ποί­η­ση αὐ­τή τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό πε­πτω­κό­τα σέ θε­ού­με­νο εἶ­ναι ὁ βα­θύ­τε­ρος σκο­πός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, σύμ­φω­να μέ πολ­λά ἁ­γι­ο­γρα­φι­κά καί πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κό θε­ρα­πευ­τή­ρι­ο, πνευ­μα­τι­κό Νο­σο­κο­μεῖ­ο πού θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄν­θρω­πο καί με­τα­βάλ­λει τήν φι­λαυ­τί­α σέ φι­λο­θε­ΐ­α καί φι­λαν­θρω­πί­α.

Ὅ­πως σέ κά­θε νο­σο­κο­μεῖ­ο ὑ­πάρ­χουν ἰ­α­τροί πού γνω­ρί­ζουν τήν μέ­θο­δο καί τόν τρό­πο τῆς θε­ρα­πεί­ας, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χουν καί ἄρ­ρω­στοι πού πά­σχουν καί ὑ­πο­φέ­ρουν καί θέ­λουν νά θε­ρα­πευ­θοῦν, τό ἴ­δι­ο συμ­βαί­νει καί στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ὁ κατ΄ ἐ­ξο­χήν θε­ρα­πευ­τής εἶ­ναι ὁ Χρι­στός καί τά πρό­σω­πα μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ Χρι­στός θε­ρα­πεύ­ει εἶ­ναι οἱ Κλη­ρι­κοί, ἰ­δι­αι­τέ­ρως δέ εἶ­ναι οἱ ἅ­γι­οι, οἱ ὁ­ποῖ­οι γνω­ρί­ζουν τί εἶ­ναι ἡ ὑ­γεί­α, τί εἶ­ναι ἡ ἀ­σθέ­νει­α καί ποι­ός εἶ­ναι ὁ τρό­πος μέ τόν ὁ­ποῖ­ο θε­ρα­πεύ­ε­ται κά­θε πνευ­μα­τι­κή ἀ­σθέ­νει­α. Ὑ­πάρ­χουν καί μέ­λη μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α πού δέν γνω­ρί­ζουν ὅ­τι εἶ­ναι ἀ­σθε­νεῖς ἤ δέν θέ­λουν νά θε­ρα­πευ­θοῦν καί δη­μι­ουρ­γοῦν δι­ά­φο­ρα προ­βλή­μα­τα μέ­σα στόν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό χῶ­ρο.

Μέ­σα ἀπό αὐ­τήν τήν προ­ο­πτι­κή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α ἔ­δω­σε τόν τίτ­λο τοῦ Θε­ο­λό­γου σέ τρεῖς με­γά­λους ἁ­γί­ους, ὅ­πως ἀ­να­φέρ­θη­κε στήν ἀρ­χή, ἤ­τοι τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­άν­νη τόν Θε­ο­λό­γο, τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Θε­ο­λό­γο, τόν ἅ­γι­ο Συ­με­ών τόν νέ­ο Θε­ο­λό­γο. Με­τα­γε­νέ­στε­ρα προ­σε­τέ­θη καί τέ­ταρ­τος με­γά­λος Θε­ο­λό­γος, ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Θεσ­σα­λο­νί­κης τόν 14ο αἰ­ώ­να, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Οἰ­κου­με­νι­κός Πα­τρι­άρ­χης Φι­λό­θε­ος ὁ Κόκ­κι­νος, πού συ­νέ­γρα­ψε τήν ἀ­σμα­τι­κή ἀ­κο­λου­θί­α του, χα­ρα­κτη­ρί­ζει τέ­ταρ­το Θε­ο­λό­γο.

Στήν συ­νέ­χει­α θά ἀ­να­λυ­θῆ γι­α­τί οἱ τέσ­σε­ρεις αὐ­τές με­γά­λες προ­σω­πι­κό­τη­τες ἔ­χουν χα­ρα­κτη­ρι­σθῆ ὡς Θε­ο­λό­γοι. Ἕ­να κοι­νό γνώ­ρι­σμα καί τῶν τεσ­σά­ρων αὐ­τῶν προ­σώ­πων εἶ­ναι ὅ­τι ζοῦ­σαν μέ­σα στό Φῶς τοῦ Θε­οῦ καί ὁ­μι­λοῦ­σαν γι' αὐ­τό. Δέν ἦ­ταν, δη­λα­δή, με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι πού εἶ­χαν ἰ­σχυ­ρή λο­γι­κή καί μπο­ροῦ­σαν νά ὁ­μι­λοῦν μέ φι­λο­σο­φι­κό τρό­πο γι­ά τόν Θε­ό, ἀλ­λά εἶ­χαν δῆ τόν Θε­ό ὡς Φῶς καί ἐν τῷ Φω­τί, καί ἔ­δω­σαν τήν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ θεί­ου αὐ­τοῦ Φω­τός. Δη­λα­δή ἦ­ταν θε­ό­πτες Ἅ­γι­οι ἐν τῷ Φω­τί.

 

α) Ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος, ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής

Ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πά­νω στό ὄ­ρος Θα­βώρ ἦ­ταν ἕ­να ση­μα­ντι­κό γε­γο­νός στήν ζω­ή τῶν Μα­θη­τῶν τοῦ Χρι­στοῦ, ἀλ­λά καί στήν ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, γι­α­τί ἐ­κεῖ φα­νε­ρώ­θη­κε ἡ δό­ξα τῆς θε­ό­τη­τος τοῦ Χρι­στοῦ, δι­ά τῆς ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ ὁ­ποί­α, δυ­νά­μει τῆς ὑ­πο­στα­τι­κῆς ἑ­νώ­σε­ως καί ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως στό πρό­σω­πο τοῦ Λό­γου, κα­τέ­στη πη­γή τῶν ἀ­κτί­στων ἐ­νερ­γει­ῶν τοῦ Θε­οῦ.

Στό ὄ­ρος τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως με­τα­ξύ τῶν Τρι­ῶν Μα­θη­τῶν πα­ρευ­ρέ­θη­κε καί ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης. Εἶ­δε καί αὐ­τός τήν δό­ξα τῆς θε­ό­τη­τος τοῦ Χρι­στοῦ, τόν ἐ­πι­σκί­α­σε ἡ νε­φέ­λη ἡ φω­τει­νή, πού εἶ­ναι ἡ ἄ­κτι­στη σκη­νή τοῦ Θε­οῦ, ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί ἄ­κου­σε μέ­σα ἀ­πό τήν νε­φέ­λη τήν φω­νή τοῦ Πα­τρός.

Στήν συ­νέ­χει­α πα­ρευ­ρέ­θη­κε στόν Γολ­γο­θᾶ κα­τά τήν ὥ­ρα τῆς σταυ­ρώ­σε­ως, ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά πα­ρα­λά­βη τήν Μη­τέ­ρα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Πα­να­γί­α, ἦ­ταν ὁ Μα­θη­τής τῆς ἀ­γά­πης καί μέ τόν θε­ο­λο­γι­κό λό­γο καί τρό­πο πού εἶ­χε κα­τέ­γρα­ψε αὐ­τές τίς θε­ο­πτι­κές του ἐ­μπει­ρί­ες τό­σο στό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, πού εἶ­ναι τό τέ­ταρ­το κα­τά σει­ρά, ὅ­σο καί στίς Κα­θο­λι­κές ἐ­πι­στο­λές του.

Τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο πού συ­νέ­γρα­ψε εἶ­ναι τό πι­ό θε­ο­λο­γι­κό, γι' αὐ­τό καί χα­ρα­κτη­ρί­σθη­κε ἀ­πό τόν Κλή­μη τόν Ἀ­λε­ξαν­δρέ­α ὡς «πνευ­μα­τι­κό» Εὐ­αγ­γέ­λι­ο καί κα­θο­ρί­σθη­κε νά δι­α­βά­ζε­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πό τήν Κυ­ρι­α­κή τοῦ Πά­σχα μέ­χρι τήν Πε­ντη­κο­στή. Κα­θ' ὅ­λο τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό ἔ­τος τά ἀ­να­γνώ­σμα­τα τῆς θεί­ας Λει­τουρ­γί­ας ἐ­πι­λέ­γο­νται ἀ­πό τά λε­γό­με­να συ­νο­πτι­κά Εὐ­αγ­γέ­λι­α, (Ματ­θαί­ου, Μάρ­κου, Λου­κᾶ). Κα­τά τήν δι­άρ­κει­α τῆς Σα­ρα­κο­στῆς, πού εἶ­ναι μι­ά προ­βα­πτι­σμα­τι­κή πε­ρί­ο­δος καί προ­ε­τοι­μά­ζο­νται οἱ Κα­τη­χού­με­νοι νά βα­πτι­σθοῦν, ἀ­κοῦ­με τόν Χρι­στό ἀ­πό τό κα­τά Μᾶρ­κο Εὐ­αγ­γέ­λι­ο νά δι­δά­σκη, νά θαυ­μα­τουρ­γῆ, νά ἐκ­δι­ώ­κη τά δαι­μό­νι­α. Ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα, ὅ­μως, τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως, πού βα­πτί­σθη­καν τά νέ­α μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, δι­α­βά­ζε­ται τό θε­ο­λο­γι­κό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου, γι­α­τί με­τά τό Βά­πτι­σμα καί μέ­σα στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ροῦν νά κα­τα­νο­η­θοῦν κα­λύ­τε­ρα τά θε­ο­λο­γι­κά νο­ή­μα­τα πού πε­ρι­έ­χει.

Τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο ἀρ­χί­ζει μέ τήν ὁ­μο­λο­γί­α ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ Λό­γος τοῦ Θε­οῦ. «Ἐν ἀρ­χῇ ἦν ὁ Λό­γος, καὶ ὁ Λό­γος ἦν πρός τόν Θε­όν, καὶ Θε­ός ἦν ὁ Λό­γος. Οὗ­τος ἦν ἐν ἀρ­χῇ πρός τόν Θε­όν. πά­ντα δι᾿ αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το, καὶ χω­ρὶς αὐ­τοῦ ἐ­γέ­νε­το οὐ­δὲ ἓν ὃ γέ­γο­νεν. ἐν αὐ­τῷ ζω­ὴ ἦν, καὶ ἡ ζω­ὴ ἦν τό φῶς τῶν ἀν­θρώ­πων. καὶ τό φῶς ἐν τῇ σκο­τί­α φα­ί­νει, καὶ ἡ σκο­τί­α αὐ­τό οὐ κα­τέ­λα­βεν» (Ἰ­ω. α΄, 1-5).

Ἐ­δῶ σα­φέ­στα­τα συν­δέ­ε­ται ἡ θε­ό­τη­τα τοῦ Χρι­στοῦ μέ τήν ζω­ή καί τό Φῶς.

Σέ ὅ­λο τό τέ­ταρ­το Εὐ­αγ­γέ­λι­ο δι­α­βά­ζου­με γι­ά τήν ἀ­να­γέν­νη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που· τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ στήν Σα­μα­ρεί­τι­δα· τήν θε­ο­λο­γί­α ὅ­τι ὁ Χρι­στός εἶ­ναι ὁ ἄρ­τος τῆς ζω­ῆς, τό ὕ­δωρ τό ζῶν, τό φῶς τοῦ κό­σμου, ἡ θύ­ρα δι­ά τῆς ὁ­ποί­ας εἰ­σέρ­χε­ται κα­νείς στήν οἰ­κί­α τοῦ Πα­τρός του, ἡ αἰ­ώ­νι­ος ζω­ή, ὁ κα­λός ποι­μήν· ὅ­τι αὐ­τός πού πι­στεύ­ει στόν Χρι­στό αἰ­σθά­νε­ται ἐν Ἁ­γί­ῳ Πνεύ­μα­τι ὅ­τι ἐ­ξέρ­χο­νται ἀ­πό τήν κοι­λί­α-καρ­δί­α του πο­τα­μοί ὕ­δα­τος ζῶ­ντος κλπ. Ἐκ­πλη­κτι­κή εἶ­ναι ἡ τε­λευ­ταί­α δι­δα­χή τοῦ Χρι­στοῦ στούς Μα­θη­τές Του πρό τοῦ πά­θους Του, ἀλ­λά καί ἡ ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κή προ­σευ­χή Του πρός τόν Πα­τέ­ρα στήν ὁ­ποί­α κά­νει λό­γο γι­ά τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν Ἀ­πο­στό­λων μέ­σα στήν θε­ω­ρί­α-ὅ­ρα­ση τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, πράγ­μα πού πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τήν ἡ­μέ­ρα τῆς Πε­ντη­κο­στῆς κλπ.

Θε­ο­λο­γι­κό­τα­τες εἶ­ναι καί οἱ Κα­θο­λι­κές ἐ­πι­στο­λές τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, κυ­ρί­ως ἡ πρώ­τη, πού εἶ­ναι καρ­πός τῆς θεί­ας ἐ­μπει­ρί­ας πού εἶ­χε ὁ ἴ­δι­ος ἀ­πο­κτή­σει. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κός εἶ­ναι ὁ πρό­λο­γος τῆς Α' Κα­θο­λι­κῆς του ἐ­πι­στο­λῆς:

«Ὅ ἦν ἀπ᾿ ἀρ­χῆς, ὃ ἀ­κη­κό­α­μεν, ὃ ἑ­ω­ρά­κα­μεν τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἡ­μῶν, ὃ ἐ­θε­α­σά­με­θα καὶ αἱ χεῖ­ρες ἡ­μῶν ἐ­ψη­λά­φη­σαν, πε­ρὶ τοῦ λό­γου τῆς ζω­ῆς· - καὶ ἡ ζω­ὴ ἐ­φα­νε­ρώ­θη, καὶ ἑ­ω­ρά­κα­μεν καὶ μαρ­τυ­ροῦ­μεν καὶ ἀ­παγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν τὴν ζω­ὴν τὴν αἰ­ώ­νι­ον, ἥ­τις ἦν πρός τόν πα­τέ­ρα καὶ ἐ­φα­νε­ρώ­θη ἡ­μῖν· - ὃ ἑ­ω­ρά­κα­μεν καὶ ἀ­κη­κό­α­μεν, ἀ­παγ­γέλ­λο­μεν ὑ­μῖν, ἵ­να καὶ ὑ­μεῖς κοι­νω­νί­αν ἔ­χη­τε μεθ᾿ ἡ­μῶν καὶ ἡ κοι­νω­νί­α δὲ ἡ ἡ­με­τέ­ρα με­τὰ τοῦ πα­τρός καὶ με­τὰ τοῦ υἱ­οῦ αὐ­τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. καὶ ταῦ­τα γρά­φο­μεν ὑ­μῖν, ἵ­να ἡ χα­ρὰ ἡ­μῶν ᾖ πε­πλη­ρω­μέ­νη» (Α΄ Ἰ­ω. α΄, 1-4).

Ἐ­δῶ φαί­νε­ται σα­φέ­στα­τα ὅ­τι ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης ἀ­πέ­κτη­σε τήν ἐ­μπει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ μέ τήν ἀ­κο­ή, τήν ὅ­ρα­ση καί τήν ἁ­φή. Ἄλ­λω­στε, ἀ­πό τήν δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων γνω­ρί­ζου­με ὅ­τι ὅ­λες οἱ σω­μα­τι­κές αἰ­σθή­σεις τοῦ ἀν­θρώ­που, κα­τά τήν ἐ­μπει­ρί­α, με­τα­μορ­φώ­νο­νται καί ἀ­ξι­ώ­νο­νται νά βι­ώ­σουν τόν Θε­ό καί ὅ­τι κα­τά τήν ἐ­μπει­ρί­α ὅ­λες οἱ αἰ­σθή­σεις γί­νο­νται μί­α αἴ­σθη­ση.

Ἔ­πει­τα, φαί­νε­ται κα­θα­ρά ὅ­τι τό κή­ρυγ­μα, ἡ ἀγ­γε­λί­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου πρός τούς Χρι­στι­α­νούς δέν εἶ­ναι ἰ­δε­ο­λο­γι­κή, ἀλ­λά κα­τ' ἐ­ξο­χήν καρ­πός ἐ­μπει­ρί­ας. Εἶ­δε τόν Χρι­στό ἐν τῇ δό­ξῃ Αὐ­τοῦ, ­φα­νε­ρώ­θηκε σέ αὐ­τόν ἡ ἀ­λη­θι­νή ζω­ή, πού ἦ­ταν ἀ­πό τήν ἀρ­χή τοῦ κό­σμου. Ἔ­τσι, δέν πρό­κει­ται γι­ά κη­ρύγ­μα­τα ἰ­δε­ο­λο­γι­κά, στο­χα­στι­κά, κοι­νω­νι­κά, ἀλ­λά γι­ά κη­ρύγ­μα­τα κατ΄ ἐ­ξο­χήν θε­ο­λο­γι­κά, ἐ­μπει­ρι­κά, εἶ­ναι ἀγ­γε­λί­α τῆς αἰ­ω­νί­ου ζω­ῆς. Κη­ρύτ­τει κα­νείς αὐ­τό τό ὁ­ποῖ­ο ­γνώ­ρι­σε ἐ­μπει­ρι­κά μέ τήν Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ.

Ἀ­κό­μη, βλέ­που­με ὅ­τι ὁ σκο­πός τοῦ κη­ρύγ­μα­τος καί τῆς ποι­μα­ντι­κῆς γε­νι­κό­τε­ρα ἀ­πο­βλέ­πει στό νά ἀ­πο­κτή­σουν οἱ ἄν­θρω­ποι κοι­νω­νί­α μέ τούς θε­ό­πτες ἁ­γί­ους καί δι' αὐ­τῶν μέ τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό. Αὐ­τό δεί­χνει τί εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν εἶ­ναι ἁ­πλῶς ἕ­να κοι­νω­νι­κό, φι­λαν­θρω­πι­κό καί θρη­σκευ­τι­κό σω­μα­τεῖ­ο, ἀλ­λά ὁ χῶ­ρος στόν ὁ­ποῖ­ον ἀ­πο­κτᾶ κα­νείς κοι­νω­νί­α μέ τόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό καί τούς ἁ­γί­ους καί αὐ­τός εἶ­ναι ὁ σκο­πός τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς.

Με­λε­τώ­ντας κα­νείς τό Εὐ­αγ­γέ­λι­ο τοῦ Ἰ­ω­άν­νου καί τίς ἐ­πι­στο­λές του, δι­α­κρί­νει ὅ­λη τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς θε­ο­λο­γί­ας, πού εἶ­ναι ἡ σχέ­ση καί κοι­νω­νί­α τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τόν Θε­ό, πού εἶ­ναι τό ἄ­κτι­στο Φῶς, καί αὐ­τή ἡ σχέ­ση ἔ­χει ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα, ὅ­πως ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος ἀ­πο­κτᾶ τήν θε­ο­λο­γι­κή ἀ­ρε­τή τῆς ἀ­γά­πης. Γι' αὐ­τό καί ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ω­άν­νης χα­ρα­κτη­ρί­σθη­κε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α Θε­ο­λό­γος.

 

β) Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος

Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος, Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, ἔ­ζη­σε τόν 4ο αἰ­ώ­να καί ὀ­φεί­λει τήν προ­ση­γο­ρί­α τοῦ Θε­ο­λό­γου στούς πε­ρί­φη­μους θε­ο­λο­γι­κούς λό­γους, τούς ὁ­ποί­ους ἐ­ξε­φώ­νη­σε στήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, ὅ­ταν τόν ­κά­λε­σαν οἱ ἐ­να­πο­μεί­να­ντες ἐ­λά­χι­στοι Ὀρ­θό­δο­ξοι γι­ά νά ἀ­ντι­με­τω­πί­ση τήν ἀ­ρει­α­νι­κή αἵ­ρε­ση πού εἶ­χε τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη κυ­ρι­αρ­χή­σει στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Στούς λό­γους αὐ­τούς ὄ­χι μό­νον ἀ­να­πτύσ­σει τό δόγ­μα πε­ρί τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος καί ἀ­πο­δει­κνύ­ει θε­ο­λο­γι­κά ὅ­τι ὁ Λό­γος, τό Δεύ­τε­ρο Πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος εἶ­ναι ἄ­κτι­στος καί τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα εἶ­ναι Θε­ός καί ἄ­κτι­στο, ἀλ­λά χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τοῦ προ­έρ­χο­νται ἀ­πό τήν πνευ­μα­τι­κή προ­σω­πι­κή πεί­ρα πού ὁ ἴ­δι­ος εἶ­χε ἀ­πο­κτή­σει. Ἔ­τσι δεί­χνει τήν σχέ­ση με­τα­ξύ τοῦ δόγ­μα­τος καί τῆς βι­ώ­σε­ως τῆς Χά­ρι­τος τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος.

Στόν πρῶ­το θε­ο­λο­γι­κό λό­γο του προσ­δι­ο­ρί­ζει ποι­ός εἶ­ναι θε­ο­λό­γος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Γρά­φει ὅ­τι δέν πρέ­πει ὅ­λοι νά θε­ο­λο­γοῦν «οὐ­δέ πά­ντο­τε, οὐ­δέ πᾶ­σιν, οὐ­δέ πά­ντα, ἀλ­λ' ἐ­στιν ὅ­τε καί οἷς καί ἐφ΄ ὅ­σον». Ἡ θε­ο­λο­γί­α δέν εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση ὅ­λων, ἀλ­λά «τῶν ἐ­ξη­τα­σμέ­νων καί δι­α­βε­βη­κό­των ἐν θε­ω­ρί­ᾳ καί πρό τού­των καί ψυ­χήν καί σῶ­μα κε­κα­θαρ­μέ­νων ἤ κα­θαι­ρο­μέ­νων, τό με­τρι­ώ­τα­τον»[2].

Ἔ­τσι, κα­τά τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο, θε­ο­λό­γοι εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού πέ­ρα­σαν τίς ἐ­ξε­τά­σεις, δη­λα­δή τήν κά­θαρ­ση τῆς καρ­δι­ᾶς ἀ­πό τά πά­θη, καί ἔ­φθα­σαν στήν θε­ω­ρί­α τοῦ Θε­οῦ ἤ τοὐλά­χι­στον ἐ­κεῖ­νοι πού ἀ­γω­νί­ζο­νται νά κα­θαρ­θοῦν. Ὑ­πάρ­χουν δέ σο­βα­ρές προ­ϋ­πο­θέ­σεις γι­ά νά θε­ο­λο­γῆ κα­νείς, ὅ­πως ὁ κα­τάλ­λη­λος τρό­πος, πού εἶ­ναι ἡ ἡ­συ­χί­α, ὁ κα­τάλ­λη­λος και­ρός, γι­ά ὅ­σα εἶ­ναι ἐ­φι­κτά καί γι­ά ὅ­σα ἔ­χει τήν δύ­να­μη ὁ ἀ­κρο­α­τής[3] .

Μι­λώ­ντας γι­ά τήν σχέ­ση με­τα­ξύ προ­σευ­χῆς καί θε­ο­λο­γί­ας γρά­φει ὅ­τι μπο­ρεῖ κα­νείς πά­ντο­τε νά ἔ­χη μνή­μη τοῦ Θε­οῦ «μνη­μο­νευ­τέ­ον γάρ Θε­οῦ μᾶλ­λον ἤ ἀ­να­πνευ­στέ­ον», ἀλ­λά δέν μπο­ρεῖ νά θε­ο­λο­γῆ. Μέ αὐ­τό πού λέ­γει δέν ἐ­μπο­δί­ζει τόν ἄν­θρω­πο νά ἔ­χη μνή­μη τοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά νά θε­ο­λο­γῆ, οὔ­τε ἐ­μπο­δί­ζει τήν θε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λά τήν ἀ­και­ρί­α, οὔ­τε ἐ­μπο­δί­ζει τήν δι­δα­σκα­λί­α, ἀλ­λά τήν ἀ­με­τρί­α[4].

Σέ ἄλ­λη ὁ­μι­λί­α του, ἀ­να­φε­ρό­με­νος στό ποι­ός πρέ­πει νά θε­ο­λο­γῆ, γρά­φει ὅ­τι συ­νέ­χει τά­ξη ὅ­λα τά πράγ­μα­τα, τά ἐ­που­ρά­νι­α καί τά ἐ­πί­γει­α, τά νο­η­τά καί τά αἰ­σθη­τά. Ὅ­λοι εἴ­μα­στε μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀλ­λά ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει τό δι­κό του χά­ρι­σμα. Ἕ­να εἶ­ναι τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα, ἀλ­λά τά χα­ρί­σμα­τα δέν εἶ­ναι ἴ­σα, ἀ­φοῦ οὔ­τε καί τά δο­χεῖ­α τοῦ Πνεύ­μα­τος εἶ­ναι ἴ­σα. Στήν συ­νέ­χει­α ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν δι­α­φο­ρά τῶν πνευ­μα­τι­κῶν κα­τα­στά­σε­ων με­τα­ξύ Μω­ϋ­σέ­ως, Ἀ­α­ρών, Ἀρ­χι­ε­ρέ­ων, Λευ­ϊ­τῶν. Πά­ντως, μό­νον ὁ Μω­ϋ­σῆς ἀ­νέ­βη­κε στό ὄ­ρος Σι­νᾶ, αὐ­τός εἰ­σῆλ­θε μέ­σα στόν γνό­φο καί ἦλ­θε σέ κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό[5].

Μι­λώ­ντας γι­ά τήν ἐ­μπει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ λέ­γει ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι Φῶς καί μά­λι­στα Φῶς «τό ἀ­κρό­τα­τον», «φῶς ἅ­παν, κἄν ὑ­πέρ­λα­μπρον φαί­νη­ται». Μπο­ρεῖ κα­νείς νά δῆ τό Φῶς μό­νον μέ τήν λάμ­ψη του. Τό Φῶς αὐ­τό ἑλ­κύ­ει τόν νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που πρός τό ὕ­ψος δι­ά τῆς ἐ­φέ­σε­ως καί ὁ κε­κα­θαρ­μέ­νος νοῦς πλη­σι­ά­ζει τόν κα­θα­ρώ­τα­το Θε­ό[6]. Αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που κα­θα­ρί­ζε­ται ἀ­πό τό Φῶς τοῦ Θε­οῦ, ἑλ­κύ­ε­ται πρός τό ὕ­ψος, δι­ά τῆς ἀ­γά­πης πρός τό Φῶς καί τε­λι­κά βλέ­πει τόν Θε­ό ὡς Φῶς.

Ἔ­χο­ντας ὑ­π' ὄ­ψη του ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος τόν Μω­ϋ­σῆ πού ἀ­νέ­βη­κε στό ὄ­ρος Σι­νᾶ, σα­φέ­στα­τα πε­ρι­γρά­φει καί τήν δι­κή του πνευ­μα­τι­κή ἐ­μπει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ πού εἶ­χε καί μι­λώ­ντας γι­ά τόν Θε­ό πα­ρου­σι­ά­ζει καί δι­κή του πνευ­μα­τι­κή θε­ω­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, κα­τά τήν ὁ­ποί­α εἶ­δε τά ὀ­πί­σθι­α τοῦ Θε­οῦ, δη­λα­δή εἶ­δε τήν ἄ­κτι­στη ἐ­νέρ­γει­α καί δό­ξα Του, ἡ ὁ­ποί­α κα­λεῖ­ται «με­γα­λο­πρέ­πει­α» καί ὄ­χι τήν «ἀ­κή­ρα­τον φύ­σιν» τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος[7].

Ἡ ἐ­να­σχό­λη­ση τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν μέ τόν Θε­ό, χω­ρίς τίς πι­ό πά­νω προ­ϋ­πο­θέ­σεις, εἶ­ναι «ἡ πε­ρί τόν λό­γον φι­λο­τι­μί­α καί γλωσ­σαλ­γί­α». Ἀ­να­φε­ρό­με­νος στόν ἀρ­χη­γό τῶν Εὐ­νο­μι­α­νῶν τόν κα­τη­γο­ρεῖ πού πλά­θει αὐ­θη­με­ρόν ἁ­γί­ους καί χει­ρο­το­νεῖ θε­ο­λό­γους, τούς ἐμ­φυ­σᾶ τήν παί­δευ­ση καί κά­νει πολ­λά συ­νέ­δρι­α μέ ἀ­μα­θεῖς λο­γί­ους[8].

Ἔ­τσι, κα­τά τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο τόν Θε­ο­λό­γο ἡ ἐ­μπει­ρι­κή θε­ο­λο­γί­α δέν εἶ­ναι ὑ­πό­θε­ση Συ­νε­δρί­ων καί κα­τά κό­σμο σο­φί­ας, ἀλ­λά κα­θα­ρό­τη­τας τῆς καρ­δί­ας καί ἐλ­λάμ­ψε­ως τοῦ Ἰ­δί­ου τοῦ Θε­οῦ στούς ἀν­θρώ­πους ἐ­κεῖ­νους πού ἔ­χουν τά ἀ­πα­ραί­τη­τα προ­σό­ντα γι­ά νά θε­ο­λο­γή­σουν. Ἡ θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι μι­ά χα­ρι­σμα­τι­κή κα­τά­στα­ση, πνευ­μα­τι­κή ἐ­μπει­ρί­α καί ὄ­χι μι­ά γυ­μνα­στι­κή τῆς δι­α­νοί­ας καί οἱ θε­ο­λό­γοι ἀ­να­δει­κνύ­ο­νται ἀ­πό τόν Θε­ό καί δέν εἶ­ναι αὐ­το­χει­ρο­τό­νη­τοι.

 

γ) Ὁ ἅ­γι­ος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος

Τόν 11ο αἰ­ώ­να μ.Χ., μι­ά ἐ­πο­χή κα­τά τήν ὁ­ποί­α οἱ ἄν­θρω­ποι, ἀ­κό­μη καί οἱ μο­να­χοί, μι­λοῦ­σαν γι­ά τόν Θε­ό, ἀλ­λά μέ τρό­πο στο­χα­στι­κό καί ὄ­χι ἐ­μπει­ρι­κό, ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ ἁ­γί­ου Συ­με­ών τοῦ νέ­ου Θε­ο­λό­γου ἀ­πο­τέ­λε­σε σταθ­μό στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ζω­ή, καί προ­ξέ­νη­σε μι­ά ἀ­λη­θι­νή ἐ­πα­νά­στα­ση στήν Ἐκ­κλη­σί­α, γι­α­τί ἔ­θε­σε τόν ἡ­συ­χα­σμό ὡς τήν βά­ση τῆς θε­ο­λο­γί­ας καί τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς.

Ὁ ἅ­γι­ος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος ζοῦ­σε μέ­σα στό ἄ­κτι­στο Φῶς, ἔ­βλε­πε τήν ἄ­κτι­στη ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Θε­οῦ ὡς Φῶς, καί ὅ­ταν χρει­ά­σθη­κε νά ὁ­μι­λή­ση ἤ νά γρά­ψη γι­ά τόν Θε­ό ἀ­να­φε­ρό­ταν καί στό Φῶς τοῦ Θε­οῦ καί στήν μέ­θε­ξη αὐ­τοῦ τοῦ Φω­τός ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο. Ὑ­πάρ­χουν πολ­λά χω­ρί­α στά ἔρ­γα του πού κά­νουν λό­γο γι­ά τό τί εἶ­ναι θε­ο­λο­γί­α καί ποι­οί εἶ­ναι οἱ θε­ο­λό­γοι μέ­σα στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Θά μνη­μο­νευ­θοῦν με­ρι­κά ἀ­πό αὐ­τά.

Κα­τ' ἀρ­χάς δι­α­κρί­νει τήν με­τά­νοι­α ἀ­πό τήν θε­ο­λο­γί­α. «Οὔ­τε τῷ θε­ο­λο­γοῦ­ντι ἁρ­μό­ζει με­τά­νοι­α οὔ­τε τῷ με­τα­νο­οῦ­ντι θε­ο­λο­γί­α». Με­τα­ξύ με­τα­νοί­ας καί θε­ο­λο­γί­ας ἡ δι­α­φο­ρά εἶ­ναι με­γά­λη, ὅ­πως ἀ­πέ­χει ἡ ἀ­να­το­λή ἀ­πό τήν δύ­ση. Ἐ­κεῖ­νος πού ζῆ ἐν με­τα­νοί­ᾳ ὁ­μοι­ά­ζει μέ τόν ἀ­σθε­νῆ καί τόν ρα­κέν­δυ­το πτω­χό πού ζη­τᾶ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, ἐ­νῶ ἐ­κεῖ­νος πού θε­ο­λο­γεῖ ὁ­μοι­ά­ζει μέ αὐ­τόν πού ἀ­να­στρέ­φε­ται μέ­σα στά βα­σί­λει­α, φο­ρᾶ λα­μπρή βα­σι­λι­κή στο­λή, εἶ­ναι οἰ­κεῖ­ος στόν βα­σι­λέ­α, ὁ­μι­λεῖ μα­ζί του καί ἀ­κού­ει ἀ­πό αὐ­τόν τά προ­στάγ­μα­τα καί τά θε­λή­μα­τά του[9].

Ἡ θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ἡ βί­ω­ση τῆς Πε­ντη­κο­στῆς. Ὅ­ταν οἱ Ἀ­πό­στο­λοι ἔ­λα­βαν τό Ἅ­γι­ον Πνεῦ­μα φω­τί­σθη­καν τε­λει­ό­τε­ρα καί δι­δά­χθη­καν δι­ά τοῦ Φω­τός ὅ­τι ὁ Θε­ός «ἄρ­ρη­τος καί ἀ­νέκ­φρα­στος, ἄ­κτι­στος καί αἰ­ώ­νι­ος καί ἀ­ΐ­δι­ος καί ἀ­κα­τά­λη­πτος». Μέ τήν δύ­να­μη τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἔ­λα­βαν λό­γο σο­φί­ας καί γνώ­σε­ως, ἐ­νέρ­γει­α θαυ­μά­των καί προ­φη­τεί­ας, γέ­νη γλωσ­σῶν καί ἑρ­μη­νεί­α γλωσ­σῶν, ἀ­ντι­λή­ψεις, κυ­βερ­νή­σεις τῶν πό­λε­ων καί τοῦ λα­οῦ. Οἱ ἅ­γι­οι ἀ­πέ­κτη­σαν τήν υἱ­ο­θε­σί­α, ἐν­δύ­θη­καν τόν Χρι­στό καί γνώ­ρι­σαν ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α καί τῆς θεί­ας οἰ­κο­νο­μί­ας καί τῶν μελ­λό­ντων ἀ­γα­θῶν[10].

Ἡ ἐ­μπει­ρί­α τῶν Ἀ­πο­στό­λων συ­νε­χί­ζε­ται δι­ά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων. Καί αὐ­τός ὁ ἴ­δι­ος ὁ ἅ­γι­ος Συ­με­ών, ὅ­πως φαί­νε­ται στά κεί­με­νά του, ἔ­φθα­σε στήν ἐ­μπει­ρί­α τῆς Πε­ντη­κο­στῆς καί εἶ­δε δό­ξα Θε­οῦ. Σέ ἕ­να ἀ­πό τά ποι­ή­μα­τά του γρά­φει μέ κα­τα­πλη­κτι­κή ἀ­κρί­βει­α πῶς δι­ά τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­δε τό Τρι­σά­γι­ον, πῶς εἶ­δε τρί­α Φῶ­τα, τά ὁ­ποῖ­α εἶ­χαν μι­ά ἐ­νέρ­γει­α καί ἔ­λα­μπαν ὑ­πε­ρά­νω τοῦ φω­τός τοῦ ἡ­λί­ου. Γρά­φει :

«Καί γάρ καί ἐν αὐ­τῇ νυ­κτί καί ἐν αὐ­τῷ τῷ σκό­τει

βλέ­πω Χρι­στόν τούς οὐ­ρα­νούς φρι­κτῶς ἀ­νοί­γο­ντά μοι,

αὐ­τόν τε πα­ρα­κύ­πτο­ντα καί κα­θο­ρώ­με­νόν μοι

ἅ­μα Πα­τρί καί Πνεύ­μα­τι, φω­τί τῷ τρι­σα­γί­ῳ,

ἕν ὄν ἐν τοῖς τρι­σί καί ἐν ἑ­νί τά τρί­α.

Αὐ­τά τό φῶς πά­ντως εἰ­σί, καί τό φῶς ἕν τά τρί­α,

ὅ καί ὑ­πέρ τόν ἥ­λι­ον φω­τί­ζει τήν ψυ­χήν μου

καί κα­τα­λά­μπει μου τόν νοῦν ὄ­ντα ἐ­σκο­τι­σμέ­νον»[11].

Κα­τά τήν ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Θε­οῦ ὁ θε­ό­πτης βλέ­πει τήν με­γα­λω­σύ­νη τοῦ Θε­οῦ, τήν ἁ­πλό­τη­τα καί τό ἀ­σύν­θε­τό Του, ἀλ­λά καί τό ἀ­νεί­δε­ο, γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἴ­δι­ος ἔ­χει με­του­σί­α τοῦ Θε­οῦ, χω­ρίς ὅ­μως νά βλέ­πη τήν οὐ­σί­α Του. Γρά­φει:

«Βλέ­πει καί βού­λε­ται εἰ­πεῖν καί λό­γον οὐχ εὑ­ρί­σκει·

ἀ­ό­ρα­τα γάρ κα­θο­ρᾷ, ἀ­νεί­δε­α εἰς ἅ­παν,

ἁ­πλᾶ, πά­ντῃ ἀ­σύν­θε­τα, ἄ­πει­ρα τῷ με­γέ­θει.

Οὔ­τε ἀρ­χήν γάρ κα­θο­ρᾶ, οὐ τέ­λος ὅ­λως βλέ­πει,

μέ­σην δέ πά­ντῃ ἀ­γνο­εῖ· καί πῶς εἴ­πῃ, τί βλέ­πει;

Ἀ­να­κε­φα­λαι­ού­με­νον ὅ­λον, δο­κῶ, ὁ­ρᾶ­ται·

οὐ τῇ οὐ­σί­ᾳ πά­ντως δέ, ἀλ­λά τῇ με­του­σί­ᾳ»[12].

Μά­λι­στα φθά­νει στό ση­μεῖ­ο ὁ ἅ­γι­ος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος νά πῆ ὅ­τι κα­τη­χού­με­νος δέν λέ­γε­ται μό­νον ὁ ἄ­πι­στος, ὁ μή βα­πτι­σμέ­νος, «ἀλ­λά καί ὁ μή ἀ­να­κε­κα­λυμ­μέ­νῳ προ­σώ­πῳ νο­ός τήν δό­ξαν Κυ­ρί­ου κα­το­πτρι­ζό­με­νος»[13]. Ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος φθά­ση στήν ὅ­ρα­ση τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, γί­νε­ται πι­στός, δι­α­φο­ρε­τι­κά εἶ­ναι κα­τη­χού­με­νος στά μυ­στή­ρι­α τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ πραγ­μα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ἐ­μπει­ρι­κή, χα­ρι­σμα­τι­κή, καί θε­ο­λό­γος εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­φθα­σε στό ὕ­ψος τῆς Πε­ντη­κο­στῆς καί εἶ­δε τήν δό­ξα τοῦ Θε­οῦ.

 

δ) Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς

Τόν 14ο αἰ­ώ­να δη­μι­ουρ­γή­θη­κε με­γά­λο πρό­βλη­μα στήν Ἐκ­κλη­σί­α, γι­α­τί γι­ά πρώ­τη φο­ρά ἐμ­φα­νί­ζε­ται στήν ὀρ­θό­δο­ξη Ἀ­να­το­λή ἡ σχο­λα­στι­κή θε­ο­λο­γί­α τῆς Δύ­σε­ως. Ὅ­ταν κα­νείς δέν θε­ο­λο­γῆ ἀ­πό τήν ἐ­μπει­ρί­α του, στο­χά­ζε­ται πά­νω στήν ἀ­λή­θει­α πε­ρί τοῦ Θε­οῦ, ἀ­να­μει­γνύ­ει τήν φι­λο­σο­φί­α μέ τήν φα­ντα­σί­α καί στήν συ­νέ­χει­α κα­τα­λή­γει στόν ἀ­γνω­στι­κι­σμό καί τήν ἀ­θε­ΐ­α. Αὐ­τός ὁ κίν­δυ­νος πα­ρα­τη­ρή­θη­κε τήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη στήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη καί τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη.

Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας με­γά­λος θε­ο­λό­γος, γι­α­τί εἶ­δε τόν Θε­ό καί γνώ­ρι­σε τήν δό­ξα Του καί μέ αὐ­τές τίς πνευ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἀ­ντι­με­τώ­πι­σε τήν αἵ­ρε­ση τοῦ Βαρ­λα­άμ.

Ὁ ἅ­γι­ος Φι­λό­θε­ος ὁ Κόκ­κι­νος στήν βι­ο­γρα­φί­α πού συ­νέ­τα­ξε γι­ά τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ γι­ά ὅ­λη τήν ἡ­συ­χα­στι­κή του ζω­ή ἀ­πό τήν μι­κρή του ἡ­λι­κί­α, μέ­σα στά ἀ­νά­κτο­ρα πού ζοῦ­σε, ἀλ­λά καί κα­τά τήν ἄ­σκη­σή του στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος. Ἰ­δί­ως στό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος στήν ἀρ­χή τῆς μο­να­χι­κῆς του ζω­ῆς προ­σευ­χό­ταν συ­νε­χῶς μέ τήν προ­σευ­χή «φώ­τι­σόν μου τό σκό­τος»[14]. Ζοῦ­σε τήν ἄ­σκη­ση καί τήν νο­ε­ρά ἡ­συ­χί­α «με­θ' ὑ­περ­βο­λῆς»[15]. Προ­σέ­φε­ρε στά κρυ­φά τήν ἀ­δι­ά­λει­πτη προ­σευ­χή τοῦ νοῦ ἐν πνεύ­μα­τι καί τήν λα­τρεί­α σέ Αὐ­τόν πού βλέ­πει στά κρυ­πτά καί ἀ­ξι­ώ­θη­κε πολ­λῶν δω­ρε­ῶν[16]. Δέ­χθη­κε πολ­λές ἀ­πο­κα­λύ­ψεις, ὅ­πως τίς ἐμ­φα­νί­σεις τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Θε­ο­λό­γου, τῆς Θε­ο­μή­το­ρος, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ὅ­μως εἶ­δε πολ­λές φο­ρές τό ἄ­κτι­στο Φῶς, τήν Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἡ ἐ­πο­ψί­α εἶ­ναι ἄ­με­ση ἕ­νω­ση, ἔλ­λαμ­ψη καί θέ­ω­ση, καί ὅ­σοι φθά­νουν ἐ­κεῖ ἀ­πο­κτοῦν τήν ἀ­κρο­τά­τη ἀ­γά­πη καί τήν θεί­α κα­θ' ὁ­μοί­ω­ση καί μά­λι­στα «καί τήν ὑ­ψη­λήν τε καί ἄ­πται­στον θε­ο­λο­γί­αν, δι' εὐ­χῆς ἀ­δι­α­λεί­πτου καί νο­ε­ρᾶς ἡ­συ­χί­ας καί τα­πει­νώ­σε­ως καί πέν­θους»[17]. Ἐ­δῶ ἡ ἐ­πο­ψί­α συν­δέ­ε­ται μέ τήν θέ­ω­ση καί τήν «ὑ­ψη­λήν καί ἄ­πται­στον θε­ο­λο­γί­αν». Ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ἔ­βλε­πε συ­χνά τό θεῖ­ο Φῶς[18]. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λό­γος γι­ά τόν ὁ­ποῖ­ο συ­νε­χῶς στά κεί­με­νά του κά­νει λό­γο γι­ά τό ἄ­κτι­στο Φῶς τῆς θε­ό­τη­τος.

Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ἕ­να ὅ­ρα­μα πού εἶ­δε καί δι­η­γή­θη­κε ὁ ἴ­δι­ος ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος στόν φί­λο καί μα­θη­τή του Δω­ρό­θε­ο καί τό κα­τα­γρά­φει ὁ ἅ­γι­ος Φι­λό­θε­ος.

Εὑ­ρι­σκό­με­νος σέ ἱ­ε­ρά ἡ­συ­χί­α καί προ­σευ­χή μέ­σα σέ μι­ά σκι­ά ὕ­πνου, εἶ­δε ὅ­τι κρα­τοῦ­σε ἕ­να σκεῦ­ος στά χέ­ρι­α του γε­μά­το γά­λα πού ἄρ­χι­ζε νά χύ­νε­ται ἔ­ξω ἀ­πό τό σκεῦ­ος, νά με­τα­βάλ­λε­ται σέ κάλ­λι­στο καί εὐ­ω­δι­α­στό οἶ­νο πού κα­τέ­βρε­χε τά ἐν­δύ­μα­τα καί τά χέ­ρι­α του, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά τά γε­μί­ζη ὅ­λα μέ εὐ­ω­δί­α. Τό­τε ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἕ­νας ἐ­πι­φα­νής ἄν­δρας, πλή­ρης φω­τός, καί τοῦ ὑ­πέ­δει­ξε νά με­τα­δί­δη καί στούς ἄλ­λους αὐ­τό τό πο­τό καί νά μή τό ἀ­φή­ση νά χύ­νε­ται μά­ται­α. Ἀ­σφα­λῶς πρό­κει­ται γι­ά τήν με­τα­τρο­πή τοῦ ἠ­θι­κοῦ λό­γου σέ θε­ο­λο­γι­κό καί δεί­χνει ὅ­τι ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ἔ­λα­βε τό χά­ρι­σμα τῆς θε­ο­λο­γί­ας. Ὅ­ταν ὁ Ἅ­γι­ος προ­έ­βα­λε τήν ἀ­δυ­να­μί­α του νά κά­νη αὐ­τό τό ἔρ­γο, γι­α­τί δέν ὑ­πῆρ­χαν ἄν­θρω­ποι πού ἀ­γα­ποῦν τέ­τοι­ους θε­ο­λο­γι­κούς λό­γους, ὁ θεῖ­ος ἐ­κεῖ­νος ἄν­δρας τόν προ­έ­τρε­ψε νά τό κά­νη καί νά ἀ­φή­ση τόν Θε­ό νά ἐ­νερ­γῆ κα­τάλ­λη­λα. Με­τά πού ἔ­φυ­γε ὁ λα­μπρός ἐ­κεῖ­νος ἄν­δρας, δι­η­γεῖ­ται ὁ ἴ­δι­ος ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς: «ἐ­γώ δέ καί τήν σκι­άν ἐ­κτι­να­ξά­με­νος ἐ­κεί­νην τοῦ ὕ­πνου, τήν τε νύ­κτα πᾶ­σαν ὁ­μοῦ καί τῆς ἡ­μέ­ρας τό πλεῖ­στον ἐ­κα­θή­μην ἐ­κεῖ, τῷ θεί­ῳ φω­τί πλου­σί­ως ὅ­λος πε­ρι­λα­μπό­με­νος»[19].

Αὐ­τή ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α εἶ­ναι ση­μα­ντι­κή, γι­α­τί δεί­χνει ὅ­τι ὁ θε­ό­πτης μπο­ρεῖ νά βρί­σκε­ται γι­ά πολ­λή ὥ­ρα μέ­σα στό Φῶς καί νά πε­ρι­λά­μπε­ται ἀ­πό αὐ­τό. Τέ­τοι­α πνευ­μα­τι­κή ἐ­μπει­ρί­α με­τα­τρέ­πει τόν ἠ­θι­κό λό­γο σέ θε­ο­λο­γι­κό. Πράγ­μα­τι, με­τά ἀ­πό αὐ­τήν τήν ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κή ἐ­μπει­ρί­α ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ἔ­γρα­ψε τόν πρῶ­το λό­γο του πού ἀ­να­φε­ρό­ταν στόν ὅ­σι­ο Πέ­τρο τόν Ἀ­θω­νί­τη, στόν ὁ­ποῖ­ο πα­ρου­σι­ά­ζει τήν ἀ­ξί­α τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του μο­να­χοῦ, καί ἔ­πει­τα ἔ­γρα­ψε τήν ὁ­μι­λί­α του στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου, πού πα­ρου­σι­ά­ζει τήν Θε­ο­τό­κο ὡς ὑ­πό­δειγ­μα ἡ­συ­χα­στοῦ καί κατ΄ ἐ­ξο­χήν θε­ο­λό­γου.

Σέ ἕ­να κεί­με­νό του ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς, ὁμι­λώ­ντας γι­ά τήν θε­ο­λο­γί­α, τήν ταυ­τί­ζει μέ τήν θε­ω­ρί­α τοῦ Θε­οῦ. Γρά­φει: «Ἔ­στι γάρ καί ἡ πε­ρί Θε­οῦ καί τῶν κα­τ' αὐ­τόν δογ­μά­των γνῶ­σις, θε­ω­ρί­α, ὅ θε­ο­λο­γί­αν ὀ­νο­μά­ζο­μεν»[20]. Ταυ­τί­ζε­ται ἡ γνώ­ση τῶν δογ­μά­των μέ τήν θε­ω­ρί­α τοῦ Θε­οῦ καί τήν θε­ο­λο­γί­α. Θε­ό­σο­φοι θε­ο­λό­γοι εἶ­ναι οἱ «ὑ­πέρ νοῦν τοῖς ὑ­πέρ νοῦν ὡ­μι­λη­κό­τες» μέ τόν Θε­ό, καί ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι «θε­ο­χα­ρί­στως τε ἐ­δι­δά­χθη­σαν καί θε­ο­μι­μή­τως ἡ­μᾶς ἐ­δί­δα­ξαν»[21].

Ἀλ­λοῦ κα­τα­γρά­φει τήν δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ θε­ο­λό­γων πού εἶ­ναι θε­ό­πτες καί θε­ο­λό­γων πού θε­ο­λο­γοῦν ἐξ ἀ­φαι­ρέ­σε­ως. «Οἱ ἐξ ἀ­φαι­ρέ­σε­ως θε­ο­λο­γοῦ­ντες» θε­ο­λο­γοῦν «ἀ­πό τοῦ μή ὁ­ρᾶν», ἀλ­λά οἱ Ἅ­γι­οι θε­ο­λο­γοῦν ἀ­πό τό ὅ­τι γνω­ρί­ζουν «αὐ­τῇ τῇ ὁ­ρά­σει τό ὑ­πέρ ὅ­ρα­σιν», «πά­σχο­ντες οἷ­ον τήν ἀ­φαί­ρε­σιν, ἀλ­λά οὐ δι­α­νο­ού­με­νοι»[22]. Κά­νο­ντας λό­γο γι­ά τόν Γρη­γο­ρᾶ, φί­λο καί ὀ­πα­δό τοῦ Βαρ­λα­άμ, πού πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ὡς θε­ο­λό­γος, χω­ρίς ὅ­μως νά ἔ­χη προ­σω­πι­κή ἐ­μπει­ρί­α τοῦ Θε­οῦ, γρά­φει ὅ­τι ἔ­χει χει­ρο­το­νη­θῆ ἀ­πό τήν δι­κή του γρα­φί­δα «καί αὐ­τό­πλα­στός ἐ­στι δι­δά­σκα­λος, δι­ό καί ψευ­δο­δι­δά­σκα­λος μᾶλ­λον ἤ δι­δά­σκα­λος»[23]. Θε­ο­λό­γοι εἶ­ναι ὅ­σοι βλέ­πουν τόν Θε­ό ἐν τῷ Φω­τί καί αὐ­τό­πλα­στοι δι­δά­σκα­λοι ὅ­σοι ὁ­μι­λοῦν ἀ­πό τό μυ­α­λό τους καί τήν φα­ντα­σί­α τους.

Εἶ­ναι ση­μα­ντι­κό ὅ­τι ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς δι­δά­σκει ὅ­τι ὅ­σοι δέν ἔ­χουν τήν πραγ­μα­τι­κή γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ ἐξ ἐ­μπει­ρί­ας, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι ἄ­θε­οι. Αὐ­τό λέ­γε­ται μέ τήν ἔν­νοι­α ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί στο­χά­ζο­νται καί ὁ­μι­λοῦν γι­ά ἕ­ναν Θε­ό πού δέν ὑ­πάρ­χει. Ἔ­τσι, δέν ἔ­χουν γνώ­ση τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, ἀλ­λά τοῦ θε­οῦ τοῦ στο­χα­σμοῦ καί τῆς φα­ντα­σί­ας, πού εἶ­ναι ἀ­νύ­παρ­κτος.

 Σέ ἐ­πι­στο­λή του πρός τόν Μο­να­χό Δι­ο­νύ­σι­ο κα­τα­γρά­φει τά τρί­α γέ­νη τῆς ἀ­θε­ΐ­ας. Τό πρῶ­το γέ­νος ἀ­θε­ΐ­ας εἶ­ναι «ἡ πο­λυ­ει­δής πλά­νη τῶν ἑλ­λη­νι­ζό­ντων» ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ἔ­λα­βε ὁ Βαρ­λα­άμ τίς ἰ­δέ­ες καί τίς με­τέ­δω­σε στόν Ἀ­κίν­δυ­νο, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νος ὅ­τι δέν δι­α­φέ­ρει ἡ ἐ­νέρ­γει­α τοῦ Θε­οῦ ἀ­πό τήν οὐ­σί­α Του. Τό δεύ­τε­ρο εἶ­δος ἀ­θε­ΐ­ας εἶ­ναι «ἡ πο­λυ­σχε­δής καί πο­λύ­μορ­φος ἀ­πά­τη τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν» πού δέν δι­α­φέ­ρουν ἀ­πό τούς ἀ­θέ­ους, ἀ­φοῦ ἔ­χουν πε­πλα­νη­μέ­νη ἰ­δέ­α γι­ά τόν Θε­ό, στούς ὁ­ποί­ους ἀ­νή­κουν καί ὁ Βαρ­λα­άμ καί ὁ Ἀ­κίν­δυ­νος, ἀ­φοῦ τόν ἕ­να Θε­ό κα­τα­τέ­μνουν σέ κτι­στά καί ἄ­κτι­στα. Τό τρί­το γέ­νος ἀ­θε­ΐ­ας εἶ­ναι τό νά μήν ἀ­να­φέ­ρη κα­νείς τά δόγ­μα­τα πε­ρί τοῦ Θε­οῦ, λό­γῳ ἀ­νευ­λα­βοῦς εὐ­λα­βεί­ας, νά μή θέ­λη νά ὑ­μνῆ τόν Θε­ό μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο, δι­ό­τι ὑ­περ­βαί­νουν τήν δι­ά­νοι­α τῶν πολ­λῶν καί νά μήν ἐ­ξη­γῆ στούς μή γνω­ρί­ζο­ντες τίς θε­ο­λο­γί­ες τῶν ἱ­ε­ρῶν Πα­τέ­ρων, ἀλ­λά νά τίς ἀ­πορ­ρί­πτη καί νά τίς ἀ­θε­τῆ, προ­φα­σι­ζό­με­νος τό με­γα­λό­νουν καί τό ὑ­ψη­γό­ρον πού δέ εἶ­ναι εὔ­λη­πτο στούς πολ­λούς οὔ­τε εἶ­ναι ἐ­φι­κτό σέ ὅ­λους ἀ­κό­πως καί εὐ­κό­λως[24]).

Καί οἱ τέσ­σε­ρεις αὐ­τοί Ἅ­γι­οι, ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής καί Θε­ο­λό­γος, ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος, ἅ­γι­ος Συ­με­ών ὁ νέ­ος Θε­ο­λό­γος καί ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς καί τέ­ταρ­τος Θε­ο­λό­γος, εἶ­ναι θε­ό­πτες καί γι' αὐ­τό χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὡς Θε­ο­λό­γοι.

 

Τό συ­μπέ­ρα­σμα ὅ­λων τῶν ἀ­νω­τέ­ρω εἶ­ναι ὅ­τι ἡ θε­ο­λο­γί­α λει­τουρ­γεῖ καί ὡς ἐ­πι­στή­μη καί ὡς χά­ρι­σμα-ἐ­μπει­ρί­α.

Ἡ εἰ­κό­να τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου δεί­χνει αὐ­τόν τόν διτ­τό τρό­πο τῆς θε­ο­λο­γί­ας. Σέ κά­θε νο­σο­κο­μεῖ­ο ὑ­πάρ­χουν ἰ­α­τροί καί νο­ση­λευ­τι­κό προ­σω­πι­κό πού ἐν­δι­α­φέ­ρο­νται γι­ά τήν ὑ­γεί­α τῶν ἀρ­ρώ­στων, ἀλ­λά ὑ­πάρ­χουν καί τά δι­οι­κη­τι­κά ὄρ­γα­να, ἤ­τοι δι­ευ­θυ­ντές, συμ­βού­λι­α, λο­γι­στές, γραμ­μα­τεῖς καί ἄλλοι πού ἐρ­γά­ζο­νται ἐ­πι­στη­μο­νι­κά γι­ά τήν κα­λή δι­οι­κη­τι­κή ὀρ­γά­νω­ση τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου. Ἡ δι­οι­κη­τι­κή δι­άρ­θρω­ση τοῦ νο­σο­κο­μεί­ου δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πο­κα­τα­στή­ση τό θε­ρα­πευ­τι­κό του ἔρ­γο, ἀλ­λά καί ἡ ἰ­α­τρι­κή-θε­ρα­πευ­τι­κή του προ­σφο­ρά δέν μπο­ρεῖ νά λει­τουρ­γή­ση ἀ­πο­δο­τι­κά χω­ρίς τήν ὑ­λι­κή, οἰ­κο­νο­μι­κή καί δι­ορ­γα­νω­τι­κή ὑ­πο­δο­μή.

Ἡ εἰ­κό­να αὐ­τή δεί­χνει καί τήν σχέ­ση με­τα­ξύ τῆς θε­ο­λο­γί­ας ὡς χά­ρι­σμα πού θε­ρα­πεύ­ει τόν ἄρ­ρω­στο πνευ­μα­τι­κά ἄν­θρω­πο στό πνευ­μα­τι­κό νο­σο­κο­μεῖ­ο πού εἶ­ναι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, καί τῆς θε­ο­λο­γί­ας ὡς ἐ­πι­στή­μη πού δι­ε­ρευ­νᾶ τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά στοι­χεῖ­α τῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς ζω­ῆς.

Ἡ κα­τ' ἐ­ξο­χήν θε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι ἡ πνευ­μα­τι­κή γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ μέ­σα στό Φῶς, εἶ­ναι ἡ συμ­με­το­χή «εἰς τήν με­ρί­δα τοῦ κλή­ρου τῶν ἁ­γί­ων ἐν τῷ φω­τί» (Κολ. β΄ 12). Μι­ά τέ­τοι­α θε­ο­λο­γί­α προ­σφέ­ρει τήν ἀ­πλα­νῆ γνώ­ση τοῦ Θε­οῦ καί βο­η­θᾶ τούς ἀν­θρώ­πους, πού δι­ψοῦν καί πει­νοῦν γι­ά Θε­ό, νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν αὐ­τόν τόν πό­θο τους. Ἔ­τσι, ἡ χα­ρι­σμα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α λει­τουρ­γεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ὡς ποι­μα­ντι­κή καί, φυ­σι­κά, ἡ ποι­μα­ντι­κή ἀ­πο­βλέ­πει στήν πο­ρεί­α τοῦ ἀν­θρώ­που ἀ­πό τό κα­τ' εἰ­κό­να στό καθ΄ ὁ­μοί­ω­ση, ἀ­πό τό εἶ­ναι στό εὖ εἶ­ναι, ἀ­πό τήν ἀν­θρω­πο­κε­ντρι­κή θε­ώ­ρη­ση τῆς ζω­ῆς, στήν θε­ο­κε­ντρι­κή θε­ώ­ρη­σή της, ἀ­πό τήν κά­θαρ­ση στόν φω­τι­σμό καί τήν θέ­ω­ση. Μι­ά τέ­τοι­α θε­ο­λο­γί­α ἀ­να­πτυσ­σό­ταν στά Μο­να­στή­ρι­α καί οἱ πραγ­μα­τι­κοί κα­θη­γη­τές εἶ­ναι οἱ κα­θη­γη­τές τῆς ἐ­ρή­μου, οἱ μο­να­χοί ἐ­κεῖ­νοι, Κλη­ρι­κοί καί Ἐ­πί­σκο­ποι, πού γνώ­ρι­σαν προ­σω­πι­κά καί ἐ­μπει­ρι­κά τόν Θε­ό.

Ἐ­πί­σης, ἡ θε­ο­λο­γί­α λει­τουρ­γεῖ καί ὡς ἐ­πι­στή­μη πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τήν πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στήν ἱ­στο­ρί­α καί τόν χρό­νο, μέ τόν πο­λι­τι­σμό πού καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­πό τά μέ­λη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, μέ τίς ἐ­ξου­σι­α­στι­κές καί ἐ­θνο­φυ­λε­τι­κές τά­σεις τους μέ τήν δι­ορ­γά­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­νά­λυ­ση καί ἑρ­μη­νεί­α τῶν κα­τα­στά­σε­ων αὐ­τῶν καλ­λι­ερ­γεῖ­ται καί δι­δά­σκε­ται στίς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές καί Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές, καί Κα­θη­γη­τές εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νοι πού σπου­δά­ζουν καί γνω­ρί­ζουν ὅ­λα αὐ­τά τά προ­βλή­μα­τα πού ἀ­να­φύ­ο­νται στήν ἱ­στο­ρι­κή πο­ρεί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Αὐ­τή ἡ θε­ο­λο­γί­α πρέ­πει νά βο­η­θᾶ τήν Ἐκ­κλη­σί­α στόν σκο­πό της πού εἶ­ναι ἡ κα­θο­δή­γη­ση τῶν Χρι­στι­α­νῶν πρός τήν θέ­ω­ση. Ἄν, ὅ­μως, μι­ά τέ­τοι­α ἐ­πι­στη­μο­νι­κή, ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κή θε­ο­λο­γί­α δέν ἐ­μπνέ­ε­ται ἀ­πό τήν χα­ρι­σμα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α, δέν ἔ­χει ἰ­δι­αί­τε­ρη δι­α­χρο­νι­κή καί σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κή ἀ­ξί­α, γι­α­τί κά­πο­τε, ὅ­πως λέ­γει ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος, τά πά­ντα θά κα­ταρ­γη­θοῦν καί αὐ­τή ἡ γνώ­ση καί ἐ­κεῖ­νο πού θά πα­ρα­μεί­νη εἶ­ναι ἡ ἀ­γά­πη, ὡς κοι­νω­νί­α μέ τόν Θε­ό (Α' Κορ. ιγ΄, 8-12).

Ἐ­γώ τοὐ­λά­χι­στον βο­η­θή­θη­κα ἀ­πό τούς Πνευ­μα­τι­κούς μου Πα­τέ­ρες καί ἀ­πό τούς Κα­θη­γη­τές τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς πού μέ ὁ­δή­γη­σαν στήν με­λέ­τη τῶν ἁ­γι­ο­γρα­φι­κῶν καί πα­τε­ρι­κῶν κει­μέ­νων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί μοῦ ἄ­νοι­ξαν τόν δρό­μο γι­ά τό Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος ὅ­που συ­νά­ντη­σα πε­πει­ρα­μέ­νους ἀ­σκη­τές, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἔ­βλε­παν τόν Θε­ό ὡς Φῶς καί οἱ ὁ­ποῖ­οι μοῦ ὑ­πέ­δει­ξαν αὐ­τόν τόν δρό­μο τῆς ἐ­μπει­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας. Ἔ­τσι, στήν ζω­ή μου εἶ­δα πῶς μπο­ρεῖ νά συ­νερ­γα­σθοῦν ἁρ­μο­νι­κά ἡ θε­ο­λο­γί­α ὡς ἐ­πι­στή­μη καί ἡ θε­ο­λο­γί­α ὡς χά­ρι­σμα-ἐ­μπει­ρί­α, πῶς μπο­ροῦν νά συν­δε­θοῦν οἱ Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές μέ τήν ἡ­συ­χα­στι­κή καί θε­ο­πτι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

 Εἶ­μαι εὐ­γνώ­μων στόν Θε­ό πού μοῦ ἔ­δει­ξε αὐ­τήν τήν ὁ­δό καί εὐ­χα­ρι­στῶ καί ἐ­σᾶς πού εἴ­χα­τε τήν ὑ­πο­μο­νή νά μέ ἀ­κού­σε­τε.


 


[1] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, ἔρ­γα 3, Ε­ΠΕ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1983 σελ. 498

[2] Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, ἔρ­γα 4, Ε­ΠΕ, σελ. 14

[3] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 14-16

[4] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 16

[5] Ἔνθ. ἀ­νωτ. τόμ. 2, Ε­ΠΕ. σελ. 38 κ.ἑξ.­

[6] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 52-54

[7] Ἔνθ. ἀ­νωτ. τό­μος 4, σελ. 38

[8] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 26

[9] SC, 51, σελ. 71, α

[10] SC 122, σελ. 110-112

[11] SC 156 σελ. 234

[12] SC 156, σελ. 158

[13] SC 129, σελ. 234

[14] Φι­λο­θέ­ου Κοκ­κί­νου, Βί­ος Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, Ε­ΠΕ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 1984, σελ. 80-82

[15] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 86

[16] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 90

[17] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 122

[18] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ. 138

[19] Ἔνθ. ἀ­νωτ. σελ.142-144

[20] Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, Ε­ΠΕ τόμ. 2ος, σελ. 182

[21] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, Συγ­γράμ­μα­τα, Χρή­στου Α΄, 258

[22] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, Ε­ΠΕ ἔρ­γα 2, σελ. 458-460

[23] Γρη­γο­ρί­ου Πα­λα­μᾶ, Συγ­γράμ­μα­τα, τόμ. Δ΄, Χρη­στου, σελ. 275

[24] Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ, ἔρ­γα 4 Ε­ΠΕ, σελ. 404 κ.ἑξ.

Комментарии ():
Написать комментарий:

Другие публикации на портале:

Еще 9