Στο θέμα του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών
Προσφέρουμε στους αναγνώστες μας το άρθρο του ιερέα Τίγκρι Χατσατριάν,που αφιερώνεται στο διάλογο μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, καθώς και τη μετάφραση του συγγραφέα του τελικού μέρους της μονογραφίας του διδασκάλου Έζνικ Πετροσιάν, «Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας», όπου η στάση της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας σε θέματα Χριστολογίας εκφράζεται με άκρα σαφήνεια. Ο ιερέας Τίγκρι Χατσατριάν είναι καθηγητής της Θεολογικής σχολής του Κούρσκ, αρχισυντάκτης του νέου θεολογικού περιοδικού «Μικρόκοσμος», τα κείμενα του οποίου οι αναγνώστες της πύλης είχαν την ευκαιρία να διαβάσουν.  
Статья


Σ'αυτή την εργασία προτείνεται στον αναγνώστη η ρωσική μετάφραση του τελικού μέρους της θεολογικής μονογραφίας του διδασκάλου Έζνικ Πετροσιάν [1] «Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας». Όπως είναι γνωστό, μια νέα φάση του διαλόγου για την εκκλησιαστική ενότητα άρχισε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην Πανορθόδοξη συνάντηση στη Ρόδο, το 1961, αποφασίστηκε να ξεκινήσει μια συζήτηση σχετικά με σημαντικά ζητήματα της χριστιανικής ζωής και της πίστης των Ορθοδόξων και εκτός Συνόδου Χαλκηδόνος Ορθοδόξων Εκκλησιών. Μετά ακολούθησαν επίσημες και ανεπίσημες διαβουλεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των Ορθοδόξων και των Ανατολικών Εκκλησιών, το αποτέλεσμα των οποίων ήταν «Η δεύτερη γενική δήλωση και προτάσεις στις Εκκλησίες" της Μικτής Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο μεταξύ της Ορθόδοξης και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών στο Chambésy (Ελβετία), 23-28 Σεπτεμβρίου 1990. Παρά το γεγονός ότι αυτό το σημαντικό έγγραφο, το οποίο δημιουργήθηκε μετά από τρεις δεκαετίες διαπραγματεύσεων, διαπίστωσε την απουσία δογματικών διαφορών στον τομέα της Χριστολογίας, η Αρχιερατική Σύνοδος της ΡΟΕ το 1997, μετά από ενδελεχή εξέταση του εγγράφου από τη Συνοδική Θεολογική Επιτροπή (1994 - 1997.) χαιρετώντας το "πνεύμα αδελφοσύνης, κατανόησης και κοινής επιθυμίας να είμαστε πιστοί στην αποστολική και πατερική παράδοση, το οποίο εκφράστηκε από την Μικτή Θεολογική Επιτροπή, αποφάσισε ότι η "Δήλωση" δεν πρέπει να θεωρείται ως ένα τελικό έγγραφο, που είναι αρκετό για την αποκατάσταση της πλήρους κοινωνίας μεταξύ της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των Ανατολικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, διότι περιέχει ασάφειες σε μερικές Χριστολογικές διατυπώσεις .
 

Σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στις 30 Μαρτίου του 1999, αποφάσισε την έναρξη του άμεσου διμερούς διαλόγου της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με  τις Αρχαίες Ανατολικές Εκκλησίες. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε από την, Αρχιερατική Σύνοδο του ιωβηλαίου, της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το 2000.  


Στις 6 Ιουλίου 2000, στη Μόσχα, στο Τμήμα Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας,πραγματοποιήθηκαν οι διαπραγματεύσεις του Μητροπολίτη Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ, Κυρίλλου, τότε  προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Εκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, με τον Επίσκοπο Έζνικ, πρόεδρο του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας. Από την πλευρά της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη συνάντηση συμμετείχαν ο τότε Γραμματέας του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων για διαχριστιανικές σχέσεις, Ηγούμενος Ιλαρίωνας (Αλφέεφ) και το μέλος της γραμματείας για τις διαχριστιανικές σχέσεις, Σμάλι.  


Ο σκοπός της συνάντησης ήταν ο προσδιορισμός των πρακτικών μέτρων για την εφαρμογή των συμφωνιών για την άμεση έναρξη του διμερούς διαλόγου μεταξύ της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας,που εγκρίθηκαν στις συνομιλίες του Αγιοτάτου Πατριάρχη Μόσχας και Πάσης Ρωσίας κ. Αλέξιου Β' με τον Πατριάρχη όλων των Αρμενίων Γκαριγκίν Β', κατά την ιστορική επίσκεψη του Προκαθήμενου της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας στη Μόσχα, το 2000. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων,τον Ιούλιο, επιτεύχθηκαν  οι ακόλουθες συμφωνίες:  


1. Τα μέρη ξαναεπιβεβαίωσαν την κοινή τους επιθυμία και ενδιαφέρον για την προώθηση του διαλόγου και της συνεργασίας μεταξύ της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που αντιμετωπίζουν στη ζωή και διακονία τους. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης, αναφέρθηκε ότι σ'αυτή την απόφαση συμβάλλουν σημαντικά οι αδελφικές σχέσεις που δημιουργήθηκαν ιστορικά μεταξύ των λαών και των εκκλησιών της Αρμενίας και της Ρωσίας, γεγονός που  επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, η εξαιρετική θέση και σημασία της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορία και στον πολιτισμό των χωρών τους, καθώς και η ομοιότητα των προβλημάτων που πρέπει σήμερα να λύσουν οι δύο Εκκλησίες.

2. Ο διάλογος μεταξύ της Αρμενικής  Αποστολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας πρέπει να ξεκινήσει από μια κοινή εξέταση του πιο σημαντικού, και για τις δύο Εκκλησίες σήμερα, προβληματισμού των σχέσεων Εκκλησίας -Κοινωνίας,της ποιμαντικής απάντησης  στα προβλήματα και τις προκλήσεις της εποχής μας, συμπεριλαμβανομένου και του τομέα της βιοηθικής.

3. Ωστόσο, από την ημερήσια διάταξη στα πλαίσια του διαλόγου δεν πρέπει να αφαιρεθεί και ο καθαυτό θεολογικός προβληματισμός. Τα μέρη συμφώνησαν ότι ο θεολογικός διάλογος πρέπει να προετοιμαστεί προσεκτικά και  πρέπει να βασίζεται σε μια σοβαρή κοινή ερευνητική μελέτη θεολόγων και επιστημόνων των δύο Εκκλησιών. Ο θεολογικός προβληματισμός του διαλόγου δεν πρέπει να περιορίζεται από μία Χριστολογία. Προτιμότερο θα ήταν η εισαγωγή σ'αυτόν των θεμάτων όπως η Μαριολογία, η εικονολατρία, η αγιολογία, τα πρότυπα και τα ιδανικά της αγιότητας και της πνευματικής ζωής. Μια σημαντική κατεύθυνση στις κοινές θεολογικές αναζητήσεις μπορεί να είναι η μελέτη του θέματος της Παράδοσης και, ιδίως, του τόπου και του ρόλου των Οικουμενικών Συνόδων στην Εκκλησία. Οι πλευρές σημείωσαν την κοινή στάση τους σε σχέση  με τη «Δεύτερη γενική δήλωση και προτάσεις στις Εκκλησίες», που έχει υπογραφεί στο Chambésy το 1990, η οποία, κατά τη γνώμη τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί οριστική.  

4. Με σκοπό το σχεδιασμό και τις παρατηρήσεις για το διάλογο, αποφασίστηκε να δημιουργηθεί  μια ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από τέσσερα άτομα, εκπροσώπους της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

5. Για την πραγματοποίηση του διαλόγου πρέπει να συσταθεί μια θεολογική επιτροπή από δώδεκα άτομα (με έξι εκπροσώπους από κάθε Εκκλησία). Η Επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνει επισκόπους, κληρικούς, θεολόγους, επιστήμονες και ειδικούς των δύο Εκκλησιών.Η ημερομηνία  της πρώτης συνεδρίασης της Επιτροπής ορίστηκε για  το πρώτο εξάμηνο του 2001.

6. Ο διάλογος μεταξύ της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας και της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν πρέπει να περιοριστεί από τις διαπραγματεύσεις στα πλαίσια της Επιτροπής. Ο διάλογος πρέπει να συμβάλει στην αμοιβαία μελέτη των παραδόσεων, της ζωής και της διακονίας των δύο Εκκλησιών (ιδίως, στους τομείς  εκπαίδευση, κοινωνική διακονία, αποστολή). Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης,συστήθηκε η διεξαγωγή, στα πλαίσια του διαλόγου, κοινών θεολογικών και επιστημονικών συνεδρίων, συμποσίων, σεμιναρίων. Επίσης, κρίθηκε σκόπιμη  η επιστημονική και θεολογική συνεργασία των επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων των δύο Εκκλησιών, η ανταλλαγή  αντιπροσωπειών  ακαδημαϊκών, επιστημόνων, ειδικών σε διάφορους τομείς της εκκλησιαστικής διακονίας, φοιτητών των θεολογικών σχολών,καθώς επίσης κρίθηκε σκόπιμο να κληθούν, αμοιβαίως, οι εκπρόσωποι για συμμετοχή σε διάφορες επιστημονικές, πολιτιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες των Εκκλησιών μας. Οι μορφές και τα θέματα αυτής της συνεργασίας στο πλαίσιο του διαλόγου θα καθοριστούν από την ομάδα εργασίας.

7. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, θεωρήθηκε πολύ σημαντικό να εκτελεστεί  η τακτική και ταχεία ανταλλαγή πληροφοριών και δημοσιεύσεων σχετικά με τη ζωή και τη διακονία των δύο Εκκλησιών.

8. Εκτός από τη συζήτηση θεμάτων του διμερούς διαλόγου, οι πλευρές διαπίστωσαν την ομοιότητα των θέσεων για μια σειρά άλλων ζητημάτων, ιδίως, όσον αφορά τις σχέσεις με άλλες Εκκλησίες,τις διεθνείς χριστιανικές οργανώσεις, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης,τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της αμοιβαία επωφελούς ανταλλαγής απόψεων, θεωρήθηκε αναγκαία η κοινή μελέτη αυτών των προβλημάτων.

Στις 27 Νοεμβρίου του 2000 ο τότε πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Σμολένσκ και Καλίνινγκραντ, Κύριλλος,  υποδέχτηκε τον πρόεδρο του Τμήματος Εκκλησιαστικών Εξωτερικών Σχέσεων της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας, επίσκοπο Έζνικ (Πετροσιάν). Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας τους επιτεύχθηκε η συμφωνία για αποστολή στην Αρμενία, το Φεβρουάριο του 2001, αντιπροσωπείας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την παρουσίαση του εγκεκριμένου, από τη Αρχιερατική Σύνοδο της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, εγγράφου «Αρχές της Κοινωνικής Αντίληψης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας» και για τη συζήτηση  θεμάτων που θίγονται στο παρόν έγγραφο.  

Στις 13 Φεβρουαρίου του 2001, στο Ετσμιατζίν, στην Αρμενία, άνοιξε η πρώτη διμερής συζήτηση μεταξύ των αντιπροσωπειών της Ρωσικής Ορθόδοξης και της Αρμενικής Εκκλησίας.

Της αντιπροσωπείας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ηγούνταν ο πρώτος αντιπρόεδρος  του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας, Αρχιεπίσκοπος Καλούγκα,Κλήμης (τώρα πρόεδρος του Εκδοτικού Συμβουλίου της  ΡΟΕ),της  αντιπροσωπείας της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας,ο Πρόεδρος του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων, Επίσκοπος Έζνικ (Πετροσιάν). Οι μετέχοντες  των συζητήσεων, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τις 15 Φεβρουαρίου, ασχολήθηκαν  με  τα θέματα των σχέσεων της Εκκλησίας με το έθνος, το κράτος και την κοσμική κοινωνία, με τον κόσμο της πολιτικής, καθώς και τα προβλήματα της οικονομίας,της οικολογίας,της βιοηθικής,της εκπαίδευσης,των  διεθνών σχέσων. Η βάση για τις συζητήσεις ήταν οι Αρχές της Κοινωνικής Αντίληψης της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Ο Αγιότατος Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας Αλέξιος Β', απέστειλε συγχαρητήριο μήνυμα στους συμμετέχοντες των συζητήσεων, στο οποίο τόνισε την ιστορική σημασία της συνάντησης, γιατί «απ'αυτήν ξεκινά ο άμεσος διμερής διάλογος μεταξύ των αδελφών Εκκλησιών μας».Ο Πατριάρχης τόνισε ότι αυτός ο διάλογος έχει «ζωτική σημασία και αξία, και ως έργο προς όφελος της θεοεντελλούμενης χριστιανικής ενότητας, και ως συμβολή στην ανάπτυξη ιστορικά στενών και αδελφικών σχέσεων μεταξύ των χωρών και των λαών μας».

Στις  20 Μαρτίου του 2001, στη Μόσχα, πραγματοποιήθηκε η 1η  συνεδρίαση της συντονιστικής επιτροπής με τους εκπροσώπους της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και των  Κοπτικής, Συριακής και Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησιών. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης με τους αντιπροσώπους ο Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας, κ.Αλέξιος Β', τόνισε ότι η έναρξη των διμερών συνομιλιών δεν σημαίνει ότι η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αμφισβητεί την αξία του πανορθόδοξου θεολογικού διαλόγου, αλλά πρέπει να δώσει μια νέα ώθηση στην περαιτέρω μελέτη των διαφόρων θεολογικών παραδόσεων, ιδίως στον τομέα της Χριστολογικής ορολογίας. Είναι σημαντικό να καταβάλουμε όλες τις δυνατές προσπάθειες, όχι μόνο για την προστασία των εγγράφων ή φόρμουλων της συμφωνίας,αλλά και για την επίτευξη της ίδιας  της συμφωνίας σε θέματα πίστεως[2].

Εφόσον το σημείο εκκίνησης για το διάλογο μεταξύ της Ρωσικής Ορθόδοξης και της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας είναι η στάση στην κληρονομιά της Συνόδου της Χαλκηδόνας (Δ'Οικουμενική),ο διδάσκαλος Έζνικ Πετροσιάν είχε σκοπό να παρουσιάσει τους ιστορικούς και θεολογικούς λόγους της απόρριψης από την Αρμενική Εκκλησία των αποφάσεων της Συνόδου της Χαλκηδόνας. Αυτό το έργο μπορεί να φανεί ενδιαφέρον για τους ιστορικούς της Εκκλησίας, θεολόγους και όλους τους ενδιαφερόμενους για τα προβλήματα του διαλόγου μεταξύ της Ορθόδοξης και της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.
 
Διδάσκαλος Έζνικ Πετροσιάν
Η Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας.
Αγ. Ετσμιατζίν, 1995

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ [3]

1. Ιστορικές αιτίες και δογματικές πτυχές της απόρριψης των δογματικών ορισμών της Συνόδου της Χαλκηδόνας.

α) ιστορικές αιτίες.

1. Ο Μαθουσάλας στην επιστολή του αναφέρει ότι τη φόρμουλα της  Συνόδου της Χαλκηδόνας, οι Αλεξανδρινοί όχι μόνο δεν την δέχτηκαν, αλλά και ετοίμασαν πολλά αντεπιχειρήματα, και εκείνοι οι Αρμένιοι που στάλθηκαν στην Αλεξάνδρεια και άλλες πόλεις,επίσης, δε δέχτηκαν την  φόρμουλα της Συνόδου της Χαλκηδόνας,τοποθετούμενοι, χωρίς αμφιβολία,  στο αντιχαλκηδονικό  κίνημα.
 

Αυτός είναι ο κύριος λόγος, ο οποίος,  από μόνος του, δείχνει γιατί οι διδάσκαλοι (βαρνταπέτ) της Αρμενικής Εκκλησίας εφάρμοσαν την αντιχαλκηδονική θέση κατά τα πρώτα έτη μετά την Χαλκηδόνα.

2. Η Αρμενική Εκκλησία, όπως φαίνεται, από τα χρόνια των Αγίων Σαάκ και Μεσρόπ, ενέκρινε τους ορισμούς της Γ' Οικουμενικής Συνόδου της Εφέσου και καταδίκασε τον Νεστοριανισμό. Σχεδόν ενάμισυ αιώνα,όμως, οι Νεστοριανοί προκαλούσαν  σοβαρές  ενοχλήσεις  στην Αρμενική Εκκλησία, και σ'αυτούς η Αρμενική Εκκλησία έβλεπε τον πιο επικίνδυνο εχθρό της.

Στις αρχές του Δ' αιώνα, στο  μήνυμα του Πατριάρχη Μπαμπκέν στους Ασσυρίους, ο  Νεστοριανισμός ονομάζεται «αποκατεστημένος στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας» και ότι εκεί στερεώθηκε το «ψέμα του Νεστορίου και των ομοίων του».

Σε μια τέτοια πεποίθηση συνέβαλε το γεγονός ότι οι οπαδοί του Νεστορίου -ο Θεοδώριτος και ο Ίβας - θεωρούνταν βασικοί στη Σύνοδο της Χαλκηδόνας.

3. Ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην απόρριψη της Χαλκηδόνας, ήταν το Ενωτικόν του αυτοκράτορα Ζήνωνα, το οποίο, αν όχι στα τέλη του Ε' αιώνα,δηλαδή κατά τα χρόνια του  Αγίου Ιωάννη Μαντακουνή (478-490), τότε, ήδη στις αρχές του Ε' αιώνα, στην εποχή του Πατριάρχη Μπαμπκέν (490-516), είχε λάβει ευρεία διάδοση και αναγνώριση στην Αρμενία, ως ένας από τους κανόνες της πίστης.

4. Ένας από τους λόγους για την απόρριψη της Συνόδου της Χαλκηδόνας ήταν και το γεγονός ότι από εκείνη την εποχή η Αρμενική Εκκλησία είχε ήδη τη Χριστολογία της, κατά της οποίας άρχισε να διδάσκει ο Τόμος του Λέοντα και  η Σύνοδος της Χαλκηδόνας (η υπογράμμιση του συγγραφέα).  


β) οι δογματικές πτυχές.

Οι δάσκαλοι της Αρμενικής Εκκλησίας απέρριπταν την Χριστολογική φόρμουλα της Συνόδου της Χαλκηδόνας λόγω ορισμένων  θεολογικών θέσεών  τους, από τις οποίες παραθέτουμε τις ακόλουθες:
 
1. Ο όρος «φύση» σημαίνει κοινό, και το «πρόσωπο» - ιδιωτικό. Η μία φύση μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα, όπως  μπορούμε να δουμε στην περίπτωση της ανθρώπινης και της θείας φύσεων. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Αγίας Τριάδος,η μία θεϊκή φύση έχει τρία πρόσωπα: του Πατρός, του Υιού και του Άγιου Πνεύματος. Αλλά το αντίθετο, το να έχει ένα πρόσωπο περισσότερο από μια φύση,είναι αδύνατο.  


2. Μιλώντας για τις δύο φύσεις και ένα πρόσωπο στο Χριστό, πρέπει να διευκρινίσουμε, ποιανού είναι αυτό το πρόσωπο  - του Θεού ή του Ανθρώπου, ή του Θεανθρώπου; Αν είναι το πρόσωπο  του Θεού, όπως καταλαβαίνει η χριστιανική Εκκλησία, τότε η ανθρώπινη φύση μένει απρόσωπη. Και δεδομένου ότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να είναι απρόσωπη, μέχρι μια φύση να γίνει πρόσωπο, δεν μπορεί να έχει την πραγματική και τέλεια ύπαρξη. Αν αποδίδουμε στο Χριστό μια τέλεια ανθρώπινη φύση, πρέπει, επίσης, να ομολογούμε και το ανθρώπινο πρόσωπο,γεγονός με το οποίο αναγκαίως θα έχουμε δύο φύσεις = δύο πρόσωπα. Και αφού η  ομολογία των δύο φύσεων είναι αίρεση, τότε, ομολογώντας ένα πρόσωπο, πρέπει κανείς να ομολογεί και τη μια φύση, που εμφανίστηκε  από την απόρρητη και ασύγχυτη ένωση της τέλειας θεϊκής και της τέλειας ανθρώπινης φύσης.  

3. Μία από τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας είναι ότι μέσα από την ενσάρκωση του Θεού, ο άνθρωπος θεώθηκε. Αυτή η αλήθεια δεν μπορεί να συμβιβαστεί ποτέ με τη διδασκαλία  των δύο φύσεων. Λαμβάνοντας στο Χριστό  τις δύο φύσεις, θα αναγκαστούμε να πρεσβεύουμε ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν θεώθηκε, αλλά παρέμεινε ανθρώπινη (η υπογράμμιση του συγγραφέα).

4. Μία από τις θεμελιώδεις αρχές του χριστιανικού δόγματος έγκειται, επίσης, στο γεγονός ότι ο Λόγος του Θεού ήρθε στη γη για να νικήσει μέσω του θανάτου Του το θάνατο και να σώσει την ανθρωπότητα. Αλλά, όμως, ο Θεός δεν μπορεί να πεθάνει. Για να πεθάνει,έπρεπε να συνδεθεί με το ανθρώπινο σώμα, λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης. Όταν ομολογούμε τις δύο φύσεις του Χριστού (και οι δύο  ενέργειες), αποδεικνύεται ότι αυτός που σταυρώνεται και πεθαίνει γίνεται όχι θεία φύση, αλλα ανθρώπινη. Πώς δε ο θάνατος ένος απλού ανθρώπου μπορεί να σώσει όλη την ανθρωπότητα;
 
5. Η ακόλουθη βασική αρχή του χριστιανικού δόγματος, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την Χριστολογική  ορολογία της Συνόδου της Χαλκηδόνας, είναι ότι ο Χριστός με το σώμα,με το οποίο γεννήθηκε, μεγάλωσε, μαρτύρησε, σταυρώθηκε, πέθανε και αναστήθηκε, ανήλθε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατρός (με την μεταφορική σημασία). Έτσι, λοιπόν,αν στον Χριστό θα πρεσβεύουμε τις δύο φύσεις, « η κάθε μια από τις οποίες διατηρεί τις ιδιότητές τους»(από την ορολογία  της Χαλκηδόνας), στην παρούσα περίπτωση, στη θεία φύση της Αγίας Τριάδος επισυνάπτεται και η ανθρώπινη φύση, και η Αγία Τριάδα μπορεί να γίνει Τετράδα.

2. Διδασκαλία της Αρμενικής Εκκλησίας για τον Ιησού Χριστό, Υιό του Θεού.

Παρουσιάζουμε την περιγραφή της Χριστολογίας της Αρμενικής Εκκλησίας, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνάς μας και τα συγγράμματα του Αγίου Νερσές Σνοραλί (+1173), βασιζόμενοι στην πεποίθηση ότι στον ΙΒ' αιώνα η Αρμενική Χριστολογία τελικά σχηματήστηκε  και ο Άγιος Νερσές την εξέφρασε κατάλληλα στα έργα του.

Το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Υιός του Θεού, από την Παναγία έλαβε την αμαρτωλή και φθαρτή φύση: την ψυχή, το νου και το σώμα, και αναμιγνύοντάς  την συνένωσε με την δική Του αναμάρτητη και άφθαρτη φύση, και έτσι έγινε  ενιαίος και αδιαίρετος, μη αλλάζοντας τη σωματική φύση στην ασώματη αλλά κάνοντας το αμαρτωλό αναμάρτητο, φθαρτό-άφθαρτο,θνητό-αθάνατο. Ο Γεννώμενος από του Πατρός ασώματα, γεννήθηκε από τη Μητέρα κατά σώμα, και ο Υιός του Θεού έγινε Υιος του Ανθρώπου,όχι δυο υιοι-ένας του Θεού και ο άλλος του ανθρώπου, σύμφωνα με την Νεστοριακή ψευδοδοξία, γιατί ο Λόγος όχι απλά κατοίκησε, αλλά πύκνωσε στο σώμα, όχι από αλλαγή αλλά από ένωση, από την Παναγία έλαβε σώμα, από τη φύση της, όχι φανταστικό,όπως μια διέλευση μέσα από ενα σωλήνα.

Πιστεύουμε ότι ο Λόγος,που έχει γίνει, σύμφωνα με τον Ιωάννη, σάρξ δεν αλλάχτηκε στο σώμα, δεν έχασε τη φύση του, αλλά συνδεδεμένο με το σώμα έγινε στ' αλήθεια σώμα και παρέμεινε ασώματο, όπως  ήταν από την αρχή, όχι ο ένας σωματικός, ενώ ο άλλος ασώματος, αλλά ο ένας και ίδιος ο Χριστός είναι σώμα και ασώματος: σώμα, σύμφωνα με την ανθρώπινη ιδιότητά του, που έχει αποκτήσει, και ασώματος, σύμφωνα με τη Θεότητα, την οποία είχε. 
 

Τη διδασκαλία της Αρμενικής Εκκλησίας για το θέμα αυτό βλέπουμε συνοπτικά στις παρακάτω γραμμές του Σνοραλί: «Μία ουσία και μια υπόσταση, από δύο φύσεις ο ένας Χριστός ενώθηκε με  μια  αμετάβλητη  και αδιαίρετη σύνθεση (ενότητα)».

Στη μήτρα της Θεοτόκου ο Θεός  Λόγος συνδέθηκε  με την τέλεια ανθρώπινη φύση αδιαίρετα και ασύγχυτα. Γι αυτό το λόγο, ομολογούμε τον Χριστό ως την Ενιαία φύση. Λέγοντας αυτό, δεν πιστεύουμε ότι η ανθρώπινη φύση απορροφήθηκε από τη θεία ή οι δύο φύσεις αναμείχθηκαν μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη Οτζενέτσι όταν λέμε, «Η ενιαία φύση του Θεού ενσαρκωμένη» δεν νοείται ότι μια  από τις φύσεις αποκλείεται από την άλλη ή  διαλύθηκαν η μια στην άλλη, «τότε δεν θα μείνει καμία φύση». Λέμε δύο φύσεις, για να δείξουμε  από τη  μια πλευρά την αδιαίρετη ενότητα των δύο φύσεων και από την άλλη να τονίσουμε  ότι, λόγω της σύνδεσης με το Θείο Λόγο, η τέλεια ανθρώπινη φύση θεώθηκε(αγιάστηκε). Κατά συνέπεια,μετά από τη σύνδεση πρέπει να πρεσβεύουμε μόνο Μία φύση - θεία, που αποτελείται από την αδιαίρετη ενότητα των δύο φύσεων - της τέλειας Θεϊκής και της τέλειας ανθρώπινης φύσης (η υπογράμμιση του συγγραφέα).
Ακριβώς με αυτή τη φύση ο Χριστός γεννήθηκε, μεγάλωσε, βαφτίστηκε, θαυματούργησε, έπαθε, σταυρώθηκε, θάφτηκε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε.
 

Από το γεγονός της θεοποίησης της ανθρώπινης φύσης του Χριστού δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το σώμα του Χριστού έγινε  ουράνιο, υπερφυσικό, και ο Χριστός υπέστη τα ανθρώπινα πάθη και τις δράσεις φανταστικά. Αν το Σώμα του Χριστού ονομάζεται θεϊκό, ουράνιο, αθάνατο,ζωοποιό, σήμαινε την ενότητα του με το Θείο Λόγο, και για τον ίδιο λόγο,ο Θείος Λόγος ονομαζόταν γήινος, θνητός.Ο Χριστός  υπέστη όλα τα ανθρώπινα πάθη και δράσεις, εκτός από την αμαρτία, σύμφωνα με την θέληση και την βούλησή Του. Τα ανθρώπινα πάθη υπέστη όχι το ανθρώπινο σώμα, αλλά ο ίδιος ο Χριστός, με  όλη την ουσία Του. Στο Σταυρό υπέστη όχι  μόνο το σώμα του Χριστού, αλλά ο ίδιος ο Χριστός.

Μία από τις βασικές θέσεις της χριστιανικής διδασκαλίας είναι ότι ο Θεός δεν μπορεί να υποφέρει και να πεθάνει. Σ'αυτή τη δυσκολία,οι διδάσκαλοι της Αρμενικής Εκκλησίας, έδωσαν την ακόλουθη εξήγηση. Ο Θεός δεν μπορεί να υποφέρει από τη φύση, γι αυτό το λόγο ενώθηκε ασύγχυτα με σώμα  για να μπορεί να πάσχει με το σώμα. Όταν λέμε ότι ο Θεός υπέστη, θεωρούμε όχι το βάσανο της Θείας φύσης, αλλά το βάσανο λόγω της ενότητας με το σώμα. Ο Λόγος είναι άπαθος και εξ αιτίας αυτού έλαβε το ανθρώπινο σώμα για να μπορέσει μέσω του σώματος να φέρει όλα τα ανθρώπινα πάθη. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έπασχε το Σώμα του Χριστού και η θεία φύση αναστήθηκε.

3. Η ανάλυση των χαλκηδονικών απόψεων για  τη Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας.
Ας προσπαθήσουμε να συγκρίνουμε τις καθορισμένες, από τον  Ευθύμιο Ζιγκάμπεν, αντιλήψεις των χαλκηδονικών με τη γνήσια Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας.


Όταν η Αρμενική Εκκλησία λέει ότι η φύση είναι μια, αυτό δεν σημαίνει ότι μια από αυτές (από τις δύο), διαλύθηκε  μέσα στην άλλη, αλλά θεωρεί την ασύγχυτη ενότητα των δύο φύσεων του Χριστού.


Όσον αφορά την φανταστικότητα του σώματος του Χριστού, όπως βλέπουμε, η Αρμενική Εκκλησία όχι μόνο δεν δέχεται  αυτή την την άποψη αλλά και την καταδικάζει (βλέπε τα έργα του Θεόδωρου Krtenavora, του Αγ. Ιωάννη Odznetsi,του  Hosrovik, και άλλων).


Όταν το Σώμα του Χριστού ονομάζεται με ονόματα που αρμόζουν στο Θεό, ή όταν την Θεότητα ονομάζουμε με ονόματα που οφείλονται στην ανθρωπότητα,το  κάνουμε παραπέμποντας στην ασύγχυτη ενότητα των δύο φύσεων του Χριστού. Τα ονόματα των δύο κατηγοριών, και αυτά που προσιδιάζουν στο Θεό, και αυτά που προσιδιάζουν  στον άνθρωπο, δίνονται στον έναν και ίδιον Ιησού Χριστό, και όχι χωριστά σε ανθρώπινη ή σε θεία φύση,  και, επομένως, δεν μπορούμε να ονομάσουμε τους Αρμενίους θεοπασχίτες ή να πουμε ότι, σύμφωνα με την Αρμενική Εκκλησία, το σώμα αλλάχτηκε σε θεία φύση.

Οι οπαδοί του Σαργκίς Μαϊρογκομέτσι,κατά των οποίων αγωνίζονταν οι αντιπρόσωποι της Αρμενικής Εκκλησίας, διέγραψαν από τα Ευαγγέλια την αφήγηση για τα πάθη του Χριστού,και έτσι, είδαμε ότι δεν είναι σωστό να μας κατηγορούν γι'αυτό.

Η Αρμενική Εκκλησία δεν λέει  ότι σταυρώθηκε η θεία φύση. Σύμφωνα με την Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας, σταυρώθηκε ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός. Δεν μπορούμε  να χωρίζουμε  τις φύσεις του Χριστού, τη μια από την άλλη. Ουτε η μια ουτε η αλλή  φύση του Ιησού Χριστού ποτέ δεν ενήργησαν χωριστά. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για την ομολογία της «μίας φύσης». Σταυρώθηκε όχι η ανθρώπινη ή θεία φύση, σταυρώθηκε ο Χριστός.


Τώρα μπορούμε να πούμε ότι, κατά τη διάρκεια πολλών αιώνων, άλλοι είχαν λανθασμένη ιδέα για τη Χριστολογία μας.
Σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να ονομάσουμε την Εκκλησία μας μονοφυσική. Ομολογώντας την «ενιαία φύση», η Αρμενική Εκκλησία δεν είναι «μονοφυσική»με την έννοια με την οποία ήταν κατανοητή μέχρι τώρα. Η Αρμενική Εκκλησία έχει τη δική της Χριστολογία, την οποία γνωρίσαμε καλά στις προηγούμενες σελίδες.


[1] ο Έζνικ Πετροσιάν, Αρχιεπίσκοπος, πρόεδρος του Τμήματος Εκκλησιαστικών Εξωτερικών Σχέσεων της Αρμενικής Αποστολικής Εκκλησίας.

[2] «Πληροφοριακό Δελτίο του Τμήματος Εξωτερικών Εκκλησιαστικών Σχέσεων του Πατριαρχείου Μόσχας», 2001. № 3 - σ. 43-45 αποσπασμα. : E. Π.Γ. η Αρμενική Αποστολική Εκκλησία. / / Ορθόδοξη εγκυκλοπαίδεια. T. III. - Μ., 2001 - σ. 347.

[3] Η ρωσική μετάφραση αυτού του αποσπάσματος  από τη μονογραφία Διδασκάλου Έζνικ Πετροσιάν έγινε από το πρωτότυπο από τον ιερέα Τίγκρι Χατσατριάν. Η πρώτη πηγή: Διδάσκαλος Έζνικ Πετροσιάν. Χριστολογία της Αρμενικής Εκκλησίας. Αγ.Ετσμιατζίν, 1995, σ. 85-92.

Комментарии ():
Написать комментарий:

Другие публикации на портале:

Еще 9