Οι αρχές της διδασκαλίας της Ρωσσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας δια την Αξιοπρέπειαν, την ελευθερίαν και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας η κατανόηση του τι είναι ο άνθρωπος επηρέασε ουσιαστικά την ρύθμιση της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι οι επί μέρους πολιτισμοί διαφέρουν ριζικά μεταξύ, τους ορισμένες ιδέες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ανθρώπου υπάρχουν σε κάθε ένα από αυτούς.
Статья

Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας η κατανόηση του τι είναι ο άνθρωπος επηρέασε ουσιαστικά την ρύθμιση της ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων. Παρά το γεγονός ότι οι επί μέρους πολιτισμοί διαφέρουν ριζικά μεταξύ, τους ορισμένες ιδέες για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ανθρώπου υπάρχουν σε κάθε ένα από αυτούς.

Στον σύγχρονο κόσμο έχει ευρέως διαδοθεί η πεποίθηση ότι αυτός καθαυτός ο θεσμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να συμβάλλει με τον καλύτερο τρόπο στην ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας και στην οργάνωση της κοινωνίας. Παρ' όλα ταύτα δια της επικλήσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην πραγματικότητα εφαρμόζονται πολλές φορές ιδέες, οι οποίες ριζικά αντίκεινται στη χριστιανική διδασκαλία. Στην περίπτωση αυτή οι χριστιανοί βρίσκονται σε συνθήκες όταν κοινωνικοί και κρατικοί παράγοντες μπορούν να τους εξαναγκάζουν να σκέφτονται και να πράττουν αντιθέτως προς τις Θείες εντολές, πράγμα το οποίο εμποδίζει την επίτευξη του κυριότερου σκοπού της ανθρώπινης ζωής, δηλαδή την απελευθέρωση από την αμαρτία και την εύρεση της σωτηρίας.

Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία με τη βάση την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση καλείται να υπενθυμίσει τις βασικές θέσεις της χριστιανικής διδασκαλίας περί του ανθρώπου και να αξιολογήσει την θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την υλοποίηση της στην ανθρώπινη ζωή.

I. Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια ως θρησκευτική και ηθική διάσταση.

I.1. Η Βασική έννοια, στην οποία στηρίζεται η θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι η έννοια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Γι' αυτό το λόγο εμφανίζεται η ανάγκη προβολής της εκκλησιαστικής απόψεως σχετικά με την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Σύμφωνα με την βιβλική αποκάλυψη η ανθρώπινη φύση όχι μόνο εκτίσθη από τον Θεό αλλά είναι και προικισμένη με ιδιότητες του κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση Του (πρβλ. Γεν. 1, 26). Μόνο στηριζόμενος πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να ισχυρίζεται κανείς ότι η ανθρώπινη φύση έχει έμφυτη αξιοπρέπεια. Συσχετίζοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια με την πράξη της θείας δημιουργίας ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος έγραφε, ότι ο Θεός: «τό τε τῆς φύσεως ὁμότιμον ἰσότητι τῆς δωρεᾶς τιμῶν, καὶ δεικνὺς τὸν πλοῦτον τῆς ἑαυτοῦ χρηστότητος» (Λόγος 14, «Περί φιλοπτωχίας»).

Με την ενσάρκωση του Θεού Λόγου διαπιστώθηκε το γεγονός  ότι και μετά την πτώση η ανθρώπινη φύση δεν απώλεσε την αξιοπρέπεια της διότι το κατ' εικόνα έμεινε ακατάλυτο και συνεπώς έμεινε η δυνατότητα της αποκαταστάσεως της ανθρώπινης ζωής στην πλήρη αρχική της τελειότητα. Αυτό άλλωστε διατυπώνεται και στα λειτουργικά κείμενα της Ορθοδόξου Εκκλησίας: «Εἰκὼν εἰμι, τῆς ἀρρήτου δόξης σου, εἰ καὶ στίγματα φέρω πταισμάτων... Ὁ πάλαι μέν, ἐκ μὴ ὄντων πλάσας με, καὶ εἰκόνι σου θεία τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δὲ πάλιν μὲ ἐπιστρέψας εἰς γὴν ἐξ ἦς ἐλήφθην, εἰς τὸ καθ' ὁμοίωσιν ἐπανάγαγε, τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμορφώσασθαι» (Ευλογητάρια, Νεκρώσιμη ακολουθία). Η πρόσληψη από τον Κύριο Ιησού Χριστό ολόκληρης της ανθρώπινης φύσεως χωρίς ἁμαρτίας (πρβλ. Εβρ. 4. 15) αποδεικνύει ότι η αξιοπρέπεια δεν συμπεριλαμβάνει τις αλλοιώσεις, οι οποίες προέκυψαν στη φύση αυτή ως αποτέλεσμα της πτώσεως.

I.2. Στην Ορθοδοξία η έμφυτη οντολογική αξιοπρέπεια του κάθε ανθρώπινου προσώπου, η οποία είναι η ύψιστη του αξία αναφέρεται στο κατ' εικόνα ενώ η ανθρώπινη ζωή που αρμόζει στην αξιοπρέπεια αυτή σχετίζεται με το καθ' ομοίωση, το οποίο με την χάρη του Θεού επιτυγχάνεται μέσα από την υπέρβαση της αμαρτίας, την απόκτηση της ηθικής καθαρότητας και των αρετών. Για το λόγο αυτό ο άνθρωπος που έχει μέσα του το κατ' εικόνα δεν πρέπει να υπερηφανεύεται για το υψηλό του αξίωμα, το οποίο δεν αποτελεί αμοιβή για τις προσωπικές του υπηρεσίες, αλλά είναι θείο δώρο. Ακόμη περισσότερο δεν πρέπει διά του δώρου αυτού να δικαιολογεί τις αδυναμίες η τα πάθη του αλλά αντίθετα να συνειδητοποιεί την ευθύνη για την κατεύθυνση και τον τρόπο ζωής που επέλεξε. Είναι προφανές ότι η ιδέα της ευθύνης ενυπάρχει αναπόσπαστα στην ίδια την έννοια της αξιοπρέπειας.

Έτσι στην χριστιανική παράδοση της Ανατολής η έννοια της «αξιοπρέπειας» έχει πρωτίστως ηθική διάσταση ενώ η αντίληψη για το τι είναι άξιο και ανάξιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις ηθικές ή τις ανήθικες πράξεις του ανθρώπου και με την εσωτερική του κατάσταση. Έχοντας υπόψη την διεφθαρμένη λόγω της αμαρτίας κατάσταση της ανθρώπινης φύσεως κρίνεται σημαντική η σαφή διάκριση μεταξύ του αξιοπρεπούς και του αναξιοπρεπούς στην ανθρώπινη ζωή.

I.3. Αξιοπρεπής είναι μια ζωή, η οποία βιώνεται σύμφωνα με την αρχική κλίση που είναι έμφυτη στη φύση του ανθρώπου, πλασμένου για να μετέχει στην αγαθή ζωή του Θεού. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Εἰ γὰρ πλήρωμα μὲν ἀγαθῶν τὸ Θεῖον, ἐκείνου δὲ  τοῦτο εἰκών· ἄρ' ἐν τῷ πλῆρες εἶναι παντὸς ἀγαθοῦ, πρὸς τὸ ἀρχέτυπον ἡ εἰκὼν ἔχει τὴν ὁμοιότητα» («Περί κατασκευής ανθρώπου», κεφ. 16). Γι΄αυτό ο σκοπός της ανθρώπινης ζωής συνίσταται στην «παρομοίωσιν του Θεού εις την αρετή όσον είναι δυνατόν για τον άνθρωπο» («Έκδοσης ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως»), όπως παρατηρεί ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Στην πατερική παράδοση η αποκάλυψη αυτή του κατ' εικόνα ονομάζεται θέωση.

Η θεοδώρητη αξιοπρέπεια επιβεβαιώνεται με την ύπαρξη σε κάθε άνθρωπο του ηθικού στοιχείου, το οποίο εκδηλώνεται ως η φωνή της συνείδησης. Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του γράφει σχετικά: «τὸ ἔργον τοῦ νόμου γραπτὸν ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, συμμαρτυρούσης αὐτῶν τῆς συνειδήσεως καὶ μεταξὺ ἀλλήλων τῶν λογισμῶν κατηγορούντων ἢ καὶ ἀπολογουμένων» (Ρωμ. 2, 15). Ακριβώς για αυτό το λόγο οι ηθικοί κανόνες, οι οποίοι χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη φύση καθώς και οι ηθικοί κανόνες της θείας αποκάλυψης φανερώνουν το σχέδιο του Θεού για τον άνθρωπο και για τον προορισμό του. Τον καθοδηγούν στη θεάρεστη ζωή, η οποία αρμόζει στην θεόκτιστη ανθρώπινη φύση. Το μεγαλύτερο παράδειγμα αυτής της ζωής αποτελεί για όλο τον κόσμο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.

I.4. Η ζωή στην αμαρτία είναι ανάξια για τον άνθρωπο, διότι δεν καταστρέφει μόνο τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά βλάπτει τους άλλους και το περιβάλλον. Η αμαρτία ανατρέπει την ιεραρχία σχέσεων μέσα στην ανθρώπινη φύση. Ευρίσκομενο στην αμαρτία το πνεύμα δεν κυριαρχεί επί του σώματος αλλά υποτάσσεται στη σάρκα. Πάνω σε αυτό το σημείο εστιάζει την προσοχή του ο Ιερός Χρυσόστομος: «Ἀλλ' οὐκ οἶδ' ὅπως ἡμεῖς ἀντεστρέψαμεν τὴν τάξιν, καὶ τοσαύτη γέγονεν ἡ τῆς κακίας ἐπίτασις, ὡς ταύτην ἀναγκάζειν τοῖς τῆς σαρκὸς βουλήμασιν ἐξακολουθεῖν» (Εις γένεσιν Ομιλία ΙΒ΄). Η κατά σάρκα ζωή είναι αντίθετη προς τις θείες εντολές και δεν αντιστοιχεί στην εμφυτευμένη από τον Θεό στην ανθρώπινη φύση ηθική. Υπό την επήρεια της αμαρτίας ο  άνθρωπος συμπεριφέρεται εγωιστικά, στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους ζητώντας να ικανοποιήσει τις ανάγκες του εις βάρος των πλησίον. Μια τέτοια ζωή είναι επικίνδυνη για το ανθρώπινο πρόσωπο, την κοινωνία και το περιβάλλον, διότι διαταράσσει την αρμονία της υπάρξεως και συνοδεύεται από ψυχικές και σωματικές ταλαιπωρίες, ασθένειες ενώ είναι εύτρωτος στις συνέπειες των περιβαλλοντολογικών καταστροφών. Μια ανήθικη ζωή δεν καταστρέφει μόνο οντολογικά τη θεοδώρητη αξιοπρέπεια αλλά την αμαυρώνει στο σημείο ώστε να γίνεται δυσδιάκριτη. Για αυτό και χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια για να διακρίνουμε, πολύ δε περισσότερο να αναγνωρίσουμε σε έναν εγκληματία ή σε έναν τύραννο τη φυσική τους αξιοπρέπεια.

I.5. Για να αποκατασταθεί στον άνθρωπο η αντιστοιχία της αξιοπρέπειάς του ιδιαίτερη σημασία έχει η μετάνοια που βασίζεται στην συναίσθηση των αμαρτιών και στην επιθυμία να αλλάξει η ζωή. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί αναγνωρίζει τη δυσαρμονία μεταξύ των λογισμών, των λόγων ή των πράξεων του και της θεοδώρητης αξιοπρέπειας και επιβεβαιώνει την αναξιότητά του ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας. Η μετάνοια δεν ταπεινώνει τον άνθρωπο αλλά τουναντίον του προσφέρει ένα ισχυρό κίνητρο για τον πνευματικό του αγώνα, για μια δημιουργική αλλαγή της ζωής του, για τη διατήρηση της καθαρότητας της θεοδώρητης αξιοπρέπειας και της αναπτύξεως σε αυτή.

Ακριβώς για το λόγο αυτό η πατερική και ασκητική σκέψη καθώς και η λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας ομιλούν περισσότερο για την καθοριζόμενη από την αμαρτία αναξιότητα του ανθρώπου παρά για την αξιοπρέπεια του. Έτσι στην προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου η οποία αναγιγνώσκεται από τους ορθοδόξους χριστιανούς προ της Θείας Μεταλήψεως αναφέρεται συγκεκριμένα: «Διὸ κἀγώ, εἰ καὶ ἀνάξιός εἰμι τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς καὶ αὐτῆς τῆς προσκαίρου ζωῆς, ὅλον ἐμαυτὸν ὑποτάξας τῃ ἁμαρτίᾳ, καὶ ταῖς ἡδοναῖς δουλώσας, καὶ τὴν Σὴν ἀχρειώσας Εἰκόνα, ἀλλὰ ποίημα καὶ πλάσμα Σὸν γεγονώς, οὐκ ἀπογινώσκω τὴν ἐμαυτοῦ σωτηρίαν ὁ ἄθλιος. Τῆ δὲ Σῆ ἀμετρήτω εὐσπλαχνίᾳ θαρρήσας προσέρχομαι».

Σύμφωνα με την ορθόδοξη παράδοση η διατήρηση από τον άνθρωπο της θεοδώρητης αξιοπρέπειας και η ανάπτυξη σε αυτή καθορίζεται από τη ζωή σύμφωνα με τους ηθικούς κανόνες, διότι αυτοί εκφράζουν την πρωτογενή, δηλαδή την αληθινή φύση του ανθρώπου που δεν αμαυρώθηκε από την αμαρτία. Για αυτό το λόγο ανάμεσα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην ηθική υφίσταται μια άμεση σχέση. Εκτός αυτού, η αναγνώριση της αξιοπρέπειας του προσώπου σημαίνει την επιβεβαίωση της ηθικής του ευθύνης.

II. Ελευθερία επιλογής και ελευθερία από το κακό

II.1. Ανάλογα με τον αυτοπροσδιορισμό της ελεύθερης προσωπικότητας η εικόνα Θεού στον άνθρωπο μπορεί είτε να αμαυρώνεται είτε να φανερώνεται με μεγαλύτερη ένταση. Μάλιστα δε η φυσιολογική αξιοπρέπεια γίνεται εμφανέστερη στη ζωή της ξεχωριστής προσωπικότητας είτε απαλείφεται από αυτήν δια της αμαρτίας. Το αποτέλεσμα εξαρτάται άμεσα από τον αυτοπροσδιορισμό της προσωπικότητας.

Η ελευθερία αποτελεί μια από τις εκδηλώσεις της εικόνας του Θεού μέσα στην ανθρώπινη φύση. Σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «άνθρωπος έγινε θεοειδής και ευτυχής με το να έχει τιμηθεί δια του (αὐτεξουσίου)» («Λόγος περί των κεκοιμημένων»). Σε αυτή τη βάση, στην ποιμαντική και πνευματική της πρακτική η Εκκλησία προσεγγίζει με προσοχή τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου καθώς και την ελευθερία του της επιλογής. Η μεθοδευμένη ή βίαιη υποταγή της ανθρώπινης θέλησης σε μια εξωτερική αυθεντία θεωρείται ως παράβαση της καθιερωμένης από το Θεό τάξεως.

Ταυτόχρονα η ελευθερία επιλογής δεν είναι μια απόλυτη και τελική αξία. Ετέθη από το Θεό στην υπηρεσία του καλού των ανθρώπων. Εφαρμόζοντας την ο άνθρωπος δεν πρέπει να προξενεί κακό ούτε στον εαυτό του αλλά ούτε και στους γύρω του. Όμως, λόγω της εξουσίας της αμαρτίας, η οποία χαρακτηρίζει την πεπτωκυία ανθρώπινη φύση, καμία ανθρώπινη προσπάθεια δεν αρκεί για την επίτευξη του πραγματικού καλού. Ο Απόστολος Παύλος επιβεβαιώνει με το προσωπικό του παράδειγμα τα χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου: «οὐ γὰρ ὃ θέλω τοῦτο πράσσω, ἀλλ' ὃ μισῶ τοῦτο ποιῶ...νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ, ἀλλ' ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία» (Ρωμ. 7, 15-17). Επομένως ο άνθρωπος δεν μπορεί να παρακάμψει τη βοήθεια του Θεού και τη στενή συνεργασία μαζί Του, διότι μόνο Αυτός αποτελεί την πηγή παντός καλού.

Απορρίπτοντας τον Θεό και στηριζόμενοι μόνο στον εαυτό τους οι πρώτοι άνθρωποι βρέθηκαν υπό την εξουσία των καταστροφικών δυνάμεων του κακού και του θανάτου και μεταβίβασαν την εξάρτηση αυτή στους απογόνους τους. Καταχρώμενος την ελευθερία επιλογής ο άνθρωπος στερήθηκε ταυτόχρονα και μια άλλη ελευθερία, την ελευθερία να ζει στο καλό την οποία απολάμβανε στην προπτωτική του κατάσταση. Την ελευθερία αυτή επιστρέφει στον άνθρωπο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός: «ἐὰν οὖν ὁ υἱὸς ὑμᾶς ἐλευθερώσῃ ὄντως ἐλεύθεροι ἔσεσθε» (Ιων. 8, 36). Η απόκτηση της ελευθερίας είναι αδύνατη χωρίς τη μυστηριακή συνένωση του ανθρώπου με τη μεταμορφωμένη φύση του Χριστού, η οποία επιτυγχάνεται στο Μυστήριο του Βαπτίσματος (Ρωμ. 6, 3-6; Κολ. 3, 10) και εμπεδώνεται διά της ζωής στην Εκκλησία, δηλαδή στο Σώμα Χριστού (Коλ. 1, 24).

Η Αγία Γραφή αναφέρεται και στην ανάγκη να καταβάλει και ο ίδιος ο άνθρωπος προσπάθειες για να λυτρωθεί από την αμαρτία: «Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. 5, 1). Αυτό μαρτυράει εμπράκτως και ένα μεγάλο νέφος αγίων ανδρών και γυναικών, οι οποίοι με τον πνευματικό τους άθλο επιβεβαιώνουν την δυνατότητα της μεταμορφώσεως της ζωής κάθε ανθρώπου. Όμως οι καρποί των πνευματικών αγώνων του ανθρώπου θα αποκαλυφθούν πλήρως μόνο κατά την Δευτέρα Παρουσία, όταν «τὸ σῶμα τῆς ταπεινώσεως ἡμῶν» θα μετασχηματίσει  «εἰς τὸ γενέσθαι αὐτὸ σύμμορφον τῷ σώματι τῆς δόξης αὐτοῦ» (Фλπ. 3, 21).

II.2. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας λέγει: «καὶ γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς... πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστι τῆς ἁμαρτίας» (Ιω. 8, 32, 34). Αυτό σημαίνει ότι πραγματικά ελεύθερος είναι αυτός που πορεύεται την οδό της δικαιοσύνης και αναζητεί  την επικοινωνία με τον Θεό, την πηγή της απόλυτης αλήθειας. Αντιθέτως η κατάχρηση της ελευθερίας, η επιλογή ενός λανθασμένου ανήθικου τρόπου ζωής τελικώς καταστρέφει την ίδια την ελευθερία επιλογής, διότι υποδουλώνει τη βούληση στην αμαρτία. Μόνο ο Θεός, όντας η πηγή της ελευθερίας, μπορεί να τη στηρίζει στον άθρωπο. Όσοι δεν θέλουν να απομακρυνθούν από την αμαρτία προσφέρουν την ελευθερία τους στον διάβολο, τον αντίπαλο του Θεού, πατέρα του κακού και της ανελευθερίας. Αναγνωρίζοντας την αξία της ελευθερίας της επιλογής η Εκκλησία υποστηρίζει ότι αυτή αναπόφευκτα εξαφανίζεται με την επιλογή του κακού. Το κακό και η ελευθερία είναι ασυμβίβαστοι.

Στην ανθρώπινη ιστορία η επιλογή του κακού από τους ανθρώπους και τις κοινωνίες οδηγούσε στην απώλεια της ελευθερίας και σε τεράστια ανθρώπινα θύματα. Και σήμερα η ανθρωπότητα μπορεί να σταθεί στον ίδιο δρόμο εάν αυτά τα αναμφίβολα φαινόμενα διαφθοράς όπως η έκτρωση, η αυτοκτονία, η ακολασία, οι διαστρεβλώσεις, η διάλυση της οικογένειας, η λατρεία της σκληρότητας και της βίας θα παύσουν να αξιολογούνται ηθικώς και θα δικαιολογούνται με βάση την διαστρεβλωμένη αντίληψη της ανθρώπινης ελευθερίας.

Η αδυναμία του θεσμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνίσταται στο ότι αυτός, υπερασπίζοντας την ελευθερία του αυτεξούσιου λαμβάνει όλο και λιγότερο υπόψη την ηθική διάσταση της ζωής και την ελευθερία από την αμαρτία. Η κοινωνική δομή πρέπει να προσανατολίζεται στις δυο ελευθερίες, εναρμονίζοντας την εφαρμογή τους στον τομέα του δημόσιου βίου. Δεν επιτρέπεται να υπερασπιζόμαστε μια ελευθερία και να λησμονούμε την άλλη. Η ελεύθερη εμμονή στο καλό και στην αλήθεια είναι αδύνατη χωρίς την ελευθερία επιλογής. Εξ ίσου και η ελεύθερη επιλογή στερείται την αξία και το νόημα της εάν στρέφεται προς το κακό.

III. Τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χριστιανική κοσμοαντίληψη και στη ζωή της κοινωνίας.

III.1. Κάθε άνθρωπος είναι προικισμένος από τον Θεό με αξιοπρέπεια και ελευθερία. Όμως η χρήση της ελευθθ ερίας για το κακό οδηγεί αναπόφευκτα στην ταπείνωση της αξιοπρέπειας του ίδιου του ανθρώπου και των συνανθρώπων του. Η κοινωνία πρέπει να δημιουργεί μηχανισμούς, οι οποίοι θα αποκαταστήσουν την αρμονία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας. Στην κοινωνική ζωή η θεώρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η ηθική μπορούν και πρέπει να υπηρετούν αυτό το σκοπό. Μάλιστα δε συνδέονται μεταξύ τους και από το γεγονός ότι η ηθική, δηλαδή η αντίληψη της αμαρτίας και της αρετής, προηγείται πάντοτε του νόμου, ο οποίος προέκυψε από τις ιδέες αυτές. Ιδού λοιπόν γιατί η διάβρωση της ηθικής τελικώς πάντα οδηγεί στην καταστροφή της νομιμότητας.

Οι αντιλήψεις περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν διέλθει μια μεγάλη ιστορική ανάπτυξη και λόγω αυτού δεν μπορούν να απολυτοποιηθούν με τη σημερινή τους ερμηνεία. Είναι αναγκαίο να καθοριστούν σαφώς οι χριστιανικές αξίες, με τις οποίες πρέπει να εναρμονιστούν  τα ανθρώπινα δικαιώματα.

III.2. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να υπερτερούν των αξιών του πνευματικού κόσμου. Ο χριστιανός θέτει την πίστη του στον Θεό και την επικοινωνία του με Αυτόν υπεράνω της γήινης ζωής του. Για το λόγο αυτό είναι ανεπίτρεπτη και επικίνδυνη η ερμηνεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως υπέρτατης και οικουμενικής βάσης της κοινωνικής ζωής, στην οποία θα πρέπει να υπόκεινται οι θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές. Ουδεμία αναφορά στην ελευθερία του λόγου και της δημιουργίας μπορεί να δικαιολογήσει τον δημόσιο ευτελισμό αντικειμένων, συμβόλων η εννοιών που ευλαβούνται οι πιστοί.

Ως θεσμοί μη θεϊκής προελεύσεως τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να συγκρούονται με την Θεία Αποκάλυψη. Για το μεγαλύτερο μέρος του χριστιανικού κόσμου εκτός από την ιδέα της προσωπικής ελευθερίας είναι εξίσου σημαντική η κατηγορία της δογματικής και ηθικής παραδόσεως, η οποία πρέπει να αποτελεί γνώμονα για την ανθρώπινη ελευθερία. Για πολλούς ανθρώπους που κατοικούν σε διάφορες χώρες του κόσμου το υψηλότερο κύρος για τη κοινωνική τους ζωή και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις διαθέτουν όχι τόσο τα εκκοσμικευμένα πρότυπα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όσο η διδασκαλία της πίστεως και η παράδοση.

Κανένας ανθρώπινος θεσμός, συμπεριλαμβανομένων και των μορφών και μηχανισμών της κοινωνικής και πολιτικής δομής, δεν είναι από μόνος του σε θέση να καταστήσει την ανθρώπινη ζωή ηθικότερη και τελειότερη ούτε να εκριζώσει το κακό και τις δυστυχίες. Έχει σημασία να μη λησμονούμε ότι οι κρατικές και οι κοινωνικές δυνάμεις είναι πράγματι ικανές και καλούνται να καταστέλλουν το κακό στις κοινωνικές του εκφάνσεις αλλά δεν μπορούν να νικήσουν την αιτία του κακού, δηλαδή την αμαρτωλότητα. Ο οντολογικός αγώνας εναντίον του κακού διεξάγεται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής και μπορεί να επιτύχει μόνο στην πορεία του θρησκευτικού βίου της προσωπικότητας: «οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις» (Еφ. 6, 12).

Στην Ορθοδοξία υπάρχει η αναλλοίωτη πεποίθηση ότι η κοινωνία, κατά την οργάνωση της ζωής επί της γης πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τα ανθρώπινα συμφέροντα και επιθυμίες αλλά και την αλήθεια του Θεού, τον δοθέντα από τον Δημιουργό αιώνιο ηθικό νόμο, ο οποίος ενεργεί στον κόσμο ανεξάρτητα από τη βούληση ορισμένων ανθρώπων ή ανθρώπινων κοινωνιών. Ο νόμος αυτός, διατυπωμένος στην Αγία Γραφή, για κάθε ορθόδοξο χριστιανό ευρίσκεται υπεράνω οποιωνδήποτε θεσπισμάτων, διότι σύμφωνα με αυτόν το νόμο ο Θεός θα κρίνει τους ανθρώπους και τους λαούς ενώπιον του Θρόνου Του  (πρβλ. Αποκ. 20, 12).

III.3. Η εκπόνηση και η εφαρμογή της θεωρίας περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να συντονίζονται με τους ηθικούς κανόνες και με την ηθική αρχή με τους οποίους ο Θεός προίκισε την ανθρώπινη φύση και αναγνωρίζεται στη φωνή της συνειδήσεως.

Τα ανθρώπινα δικαιώματα δε μπορούν να αποτελέσουν τη βάση επί της οποίας οι χριστιανοί θα εξαναγκασθούν να παραβιάσουν τις Θείες εντολές. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί απαράδεκτες τις προσπάθειες να υποταγεί η άποψη των πιστών για θέματα σχετικά με τον άνθρωπο, την οικογένεια, τον κοινοτικό βίο και την εκκλησιαστική πρακτική στη μη θρησκευτική αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ακολουθώντας τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη οι χριστιανοί πρέπει να απαντήσουν σε αυτό: «εἰ δίκαιόν ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὑμῶν ἀκούειν μᾶλλον ἢ τοῦ Θεοῦ;» (Πράξεις 4, 19).

Είναι απαράδεκτο να εισάγονται στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θέσμια, τα οποία αποδυναμώνουν ή και ακυρώνουν τόσο την ευαγγελική όσο και τη φυσική ηθική. Η Εκκλησία διαβλέπει ένα μεγάλο κίνδυνο στην νομοθετική και κοινωνική υποστήριξη κάθε είδους κακού, λ.χ. της σεξουαλικής ακολασίας και διαστροφής, της λατρείας της κερδοσκοπίας και της βίας. Εξίσου απαράδεκτη είναι και η νομιμοποίηση ανήθικων και απάνθρωπων πράξεων όπως π.χ. των αμβλώσεων, της ευθανασίας, της χρήσεως των ανθρωπίνων εμβρύων στην ιατρική, των πειραμάτων που αλλοιώνουν την ανθρώπινη φύση κλπ.

Δυστυχώς στην κοινωνία εμφανίζονται νομοθετήματα και πολιτικές πρακτικές που όχι μόνο επιτρέπουν παρόμοιες ενέργειες αλλά και δημιουργούν τις προϋποθέσεις επιβολής αυτών στην κοινωνία μέσω των ΜΜΕ, του εκπαιδευτικού συστήματος και του συστήματος υγείας, της διαφήμισης, του εμπορικού τομέα και των διάφορων υπηρεσιών. Επί πλέον οι πιστοί, οι οποίοι θεωρούν τα φαινόμενα αυτά αμαρτωλά πιέζονται είτε να αναγνωρίσουν την αποδοχή της αμαρτίας είτε, στην αντίθετη περίπτωση, υπόκεινται σε διακρίσεις και διώξεις.

Οι νόμοι πολλών χωρών τιμωρούν τις πράξεις, οι οποίες προκαλούν ζημία στον άλλο. Όμως η εμπειρία της ζωής αποδεικνύει ότι οι ζημίες που προκαλεί ο άνθρωπος στον εαυτό του επεκτείνονται επίσης και στους γύρω του, σε όσους συνδέονται με αυτόν με δεσμούς συγγενικούς, φιλικούς, γειτονικούς, εμπλέκονται σε κοινές δραστηριότητες, έχουν κοινή ιθαγένεια. Ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη για τις συνέπειες της αμαρτίας, διότι η επιλογή του υπέρ του κακού επιδρά καταστρεπτικά όχι μόνο στους πλησίον αλλά και σε ολόκληρη τη Θεία Δημιουργία.

Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου τον καλεί να πράττει έργα αγαθά. Οφείλει να μεριμνά για το περιβάλλον και τους συνανθρώπους του. Την επιδίωξη της ζωής του πρέπει να αποτελέσει η πράξη και η διδασκαλία του καλού και όχι του κακού: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ' ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Мατθ. 5, 19).

III.4. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν πρέπει να έρχονται σε αντίθεση με την αγάπη προς την Πατρίδα και τους πλησίον. Ο δημιουργός προίκισε την ανθρώπινη φύση με την ανάγκη της επικοινωνίας και της ενότητας μεταξύ των ανθρώπων, για το οποίο είπε: «οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον·» (Γέν. 2, 18). Η αγάπη για την οικογένεια και των πλησίον του δεν μπορεί παρά να επεκτείνεται και στον λαό και στη χώρα όπου διαμένει ο άνθρωπος. Δεν είναι τυχαίο ότι η ορθόδοξη παράδοση βλέπει τη ρίζα του πατριωτισμού στα λόγια του  Ίδιου του Χριστού: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ιω. 15, 13).

Η αναγνώριση των δικαιωμάτων του ατόμου πρέπει να ισορροπείται από την επιβεβαίωση της ευθύνης των ανθρώπων του ενός απέναντι στον άλλο. Οι ακρότητες του ατομικισμού και του κολεκτιβισμού δεν εξυπηρετούν την αρμονική οργάνωση του κοινωνικού βίου. Οδηγούν στην κατάπτωση του προσώπου, τον ηθικό και νομικό μηδενισμό, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην απώλεια της συμμετοχής στα κοινά και στην αμοιβαία αποξένωση των ανθρώπων.

Όμως η πνευματική εμπειρία της Εκκλησίας μαρτυράει ότι η ένταση μεταξύ των προσωπικών και κοινωνικών συμφερόντων μπορεί να ξεπερασθεί μόνο όταν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες του ανθρώπου εναρμονίζονται με τις ηθικές αξίες και κυρίως όταν η ζωή του ανθρώπου και της κοινωνίας ζωοποιείται από την αγάπη. Η αγάπη είναι εκείνη η οποία άρει όλες τις αντιθέσεις μεταξύ του προσώπου και των γύρω του, καθιστώντας τον άνθρωπο ικανό να εφαρμόσει πλήρως την ελευθερία του και ταυτόχρονα να μεριμνά για τους πλησίον και την Πατρίδα.

Οι ενέργειες που αποβλέπουν στην τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην τελειοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και θεσμών δεν θα στεφθούν με πραγματική επιτυχία εάν θα αγνοούνται οι πνευματικές και οι πολιτισμικές παραδόσεις των χωρών και των λαών.

Με τη δικαιολογία της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ένας πολιτισμός δεν πρέπει να επιβάλει τον τρόπο ζωής του στους άλλους. Το έργο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να υπηρετεί τα πολιτικά συμφέροντα κάποιων χωρών. Ο αγώνας για τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορεί να αποβεί καρποφόρος μόνο όταν υπηρετεί το πνευματικό και υλικό καλό του προσώπου και της κοινωνίας.

III.5. Η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να οδηγεί στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και στην εξάντληση των φυσικών πόρων. Η απόρριψη των φανερωθέντων δια της Θείας αποκαλύψεως προσανατολισμών της ζωής του ανθρώπου και της κοινωνίας δεν οδηγεί μόνο στη διατάραξη των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων αλλά και στην καταστροφική σύγκρουση του ανθρώπου με τη φύση, η οποία δόθηκε στην κατοχή του ανθρώπου από τον Δημιουργό. (Γεν. 1, 28). Η απεριόριστη επιδίωξη ικανοποίησης των υλικών αναγκών, ιδιαίτερα των περιττών και τεχνητών αναγκών, είναι κατ' ουσία αμαρτωλή, διότι οδηγεί στην πτώχευση και της ανθρώπινης ψυχής και της φύσεως. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι τα φυσικά πλούτη της γης δεν είναι μόνο η ανθρώπινη κληρονομία αλλά πρώτα από όλα η δημιουργία του Θεού: «Του Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ» (Ψαλ. 23, 1). Η αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να σπαταλά τους φυσικούς πόρους εξυπηρετώντας τα εγωιστικά του συμφέροντα. Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι αναπόσπαστη από την κλίση του να μεριμνά για τον κόσμο του Θεού (πρβλ. Γεν. 2, 15), να είναι εγκρατής στην ικανοποίηση των αναγκών του, να διαφυλάσσει επιμελώς τον πλούτο, την ποικιλία και την ομορφιά της φύσεως. Αυτές οι αλήθειες πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από την κοινωνία και το κράτος κατά τον καθορισμό των κύριων στόχων της κοινωνικοοικονομικής και υλικοτεχνικής  ανάπτυξης. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όχι μόνο οι σημερινές γενιές αλλά και οι ερχόμενες έχουν το δικαίωμα της χρήσεως των φυσικών αγαθών που δόθηκαν από το Κτίστη.

Από την άποψη της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο πολιτικός και νομικός θεσμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να υπηρετεί τους καλούς σκοπούς της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να συμβάλλει στην πνευματική και ηθική ανάπτυξη του προσώπου. Για αυτόν το λόγο η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να είναι αντίθετη με τους νομοθετημένους από το Θεό ηθικούς κανόνες και τη στηριζόμενη σε αυτούς παραδοσιακή ηθική. Τα ατομικά δικαιώματα του ανθρώπου δεν μπορούν να αντιταχθούν στις αξίες και στα συμφέροντα της πατρίδας, της κοινότητας και της οικογένειας. Η εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν πρέπει να αποτελεί τη δικαιολογία για την καταπάτηση των ιερών τόπων, των πολιτισμικών αξιών και της ταυτότητας του λαού. Τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν μπορούν να αποτελούν την αφορμή για την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς της φυσικής κληρονομίας.

IV. Η αξιοπρέπεια και η ελευθερία στο σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

IV.1. Υπάρχουν διάφορες ερμηνευτικές παραδόσεις και εθνικές ιδιαιτερότητες σχετικά με την εφαρμογή του συνόλου των δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το σύγχρονο σύστημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διακρίνεται για τον πολυκλαδικό του χαρακτήρα και την τάση για μεγαλύτερη συγκεκριμενοποίηση. Σήμερα δεν υπάρχει στον κόσμο μια κοινώς αποδεκτή ταξινόμηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών. Οι διάφορες σχολές δικαίου τις κατατάσσουν σε ομάδες με βάση διάφορα κριτήρια. Σύμφωνα με τη βασική της κλίση η Εκκλησία προτείνει να εξετασθούν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες υπό το φως του πιθανού τους ρόλου στη δημιουργία των ευνοϊκών εξωτερικών συνθηκών για την τελειοποίηση του προσώπου στην πορεία της σωτηρίας.

IV.2. Το δικαίωμα στη ζωή. Η ζωή είναι δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ευαγγελίζεται: «ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσι καὶ περισσὸν ἔχωσιν» (Ιω. 10, 10). Η εντολή «ου φονεύσεις» ήταν μεταξύ εκείνων που δόθηκαν από τον Θεό στον Προφήτη Μωυσή. Η Ορθοδοξία δεν αποδέχεται και καταδικάζει την τρομοκρατία, την ένοπλη επίθεση, την εγκληματική βία όπως επίσης και όλες τις άλλες μορφές της εγκληματικής αφαίρεσης της ανθρώπινης ζωής.

Όμως η ζωή δεν περιορίζεται από τα γήινα πλαίσια, στα οποία αντιλαμβάνεται τον άνθρωπο η κοσμική κοσμοθεωρία και το συνδεδεμένο με αυτή νομικό σύστημα. Ο Χριστιανισμός επιβεβαιώνει ότι η επίγεια ζωή, η οποία είναι πράγματι πολύτιμη, αποκτά την πληρότητα και το απόλυτο νόημα της μέσα στην προοπτική της αιωνίου ζωής. Για τον λόγο αυτό πρέπει να κατέχει την πρώτη θέση όχι η ίδια η επιθυμία να διατηρήσουμε με οποιοδήποτε τρόπο την επίγεια ζωή μας, αλλά η επιδίωξη να τη διαμορφώσουμε κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο άνθρωπος σε συνεργασία με τον Θεό να μπορέσει να προετοιμάζει την ψυχή του για την αιωνιότητα.

Ο λόγος του Θεού διδάσκει ότι η απώλεια της ψυχής υπέρ του Χριστού και του Ευαγγελίου (πρβλ. Μκ. 8, 35) και υπέρ των συνανθρώπων δεν βλάπτει τη σωτηρία του ανθρώπου, αλλά αντίθετα τον οδηγεί στην Βασιλεία των Ουρανών (πρβλ. Ιω. 15, 13). Η Εκκλησία τιμά τους αγώνες των μαρτύρων, που διακόνησαν μέχρι θανάτου τον Χριστό, και των ομολογητών που δεν Τον αρνήθηκαν μπροστά στους διωγμούς και τις απειλές. Οι ορθόδοξοι χριστιανοί τιμούν επίσης τον ηρωισμό όσων θυσίασαν τις ζωές τους για την Πατρίδα και τους πλησίον τους στα πεδία των μαχών.

Ταυτόχρονα η Εκκλησία καταδικάζει την αυτοκτονία, επειδή ο αυτόχειρας δεν θυσιάζει τη ζωή του αλλά απορρίπτει τη ζωή ως δώρο Θεού. Υπό το φως των ανωτέρω είναι απαράδεκτη η νομιμοποίηση της λεγόμενης ευθανασίας, δηλαδή της σύμπραξης στην αναχώρηση από τη ζωή, στην οποία συνδυάζονται ο φόνος και η αυτοκτονία.

Το δικαίωμα στη ζωή πρέπει να προϋποθέτει την προστασία της ανθρώπινης ζωής  από τη στιγμή της συλλήψεως. Οποιαδήποτε επιβουλή εναντίον της διαμορφούμενης ανθρώπινης προσωπικότητας αποτελεί παραβίαση αυτού του δικαιώματος. Η ζωή και τα δικαιώματα του παιδιού, του ενηλίκου και του ηλικιωμένου προστατεύονται από τις σύγχρονες διεθνείς και εθνικές νομοθετικές πράξεις. Με αυτήν τη λογική η προστασία της ανθρώπινης ζωής πρέπει να καλύπτει και το διάστημα από τη στιγμή της σύλληψης μέχρι και τη γέννηση. Η βιβλική αντίληψη για τη θεοδώρητη αξία της ανθρώπινης ζωής από τη στιγμή της σύλληψης εκφράζεται συγκεκριμένα στα λόγια του Βασιλέως Δαβίδ: «ὅτι σὺ ἐκτήσω τοὺς νεφρούς μου, Κύριε, ἀντελάβου μου ἐκ γαστρὸς μητρός μου... οὐκ ἐκρύβη τὸ ὀστοῦν μου ἀπὸ σοῦ, ὃ ἐποίησας ἐν κρυφῇ, καὶ ἡ ὑπόστασίς μου ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς· τὸ ἀκατέργαστόν μου εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, καὶ ἐπὶ τὸ βιβλίον σου πάντες γραφήσονται· ἡμέρας πλασθήσονται καὶ οὐθεὶς ἐν αὐτοῖς» (Ψαλ. 138, 13,15-16).

Αναγνωρίζοντας ότι η θανατική ποινή ήταν αποδεκτή στην εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, ενώ δεν έχουμε υποδείξεις για την ανάγκη της κατάργησής της «ούτε στην Καινή Διαθήκη, ούτε στην Παράδοση και την ιστορική κληρονομιά της Ορθόδοξης Εκκλησίας», δε μπορούμε να μη θυμηθούμε ότι «η Εκκλησία συχνά αναλάμβανε το καθήκον της μεσολάβησης για τους καταδικασμένους σε θάνατο, ζητώντας για αυτούς το έλεος και τη μετρίαση ποινής» (Οι αρχές του κοινωνικού Δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, IX.3). Προστατεύοντας την ανθρώπινη ζωή η Εκκλησία, ανεξάρτητα από τη στάση της κοινωνίας απέναντι στη θανατική ποινή, καλείται να ασκεί το καθήκον της μεσολάβησης.

IV.3. Η ελευθερία της συνείδησης. Το δώρο της ελευθερίας της επιλογής εκδηλώνεται πρωτίστως στην δυνατότητα επιλογής από τον άνθρωπο των κοσμοθεωρητικών προσανατολισμών της ζωής του. Όπως γράφει ο άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου,  «Ο Θεός εδημιούργησε αυτόν (τον άνθρωπο) ελεύθερον, έχοντα την εξουσία του <...> να εκπληρώνει εκουσίως το θέλημα του Θεού και όχι με εξαναγκασμό από τον Θεό» («Κατά αιρέσεων», κεφ. XXXVI, 1,4). Η αρχή της ελευθερίας της συνείδησης εναρμονίζεται με το θέλημα του Θεού εάν προστατεύει τον άνθρωπο από τις αυθαιρεσίες απέναντι στον εσωτερικό του κόσμο, από την βίαια επιβολή αυτών η των άλλων πεποιθήσεων. Για αυτό και σωστά στις Αρχές του κοινωνικού Δόγματος της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας αναγνωρίζεται η ανάγκη «διατηρήσεως για τον άνθρωπο ενός αυτονόμου τομέα όπου η συνείδηση του θα παραμένει «αυτεξούσιος» κυρίαρχος διότι από την ελεύθερη έκφραση της βούλησης τελικά εξαρτώνται είτε η σωτηρία είτε η απώλεια, ο δρόμος  προς το Χριστό ή ο δρόμος από τον Χριστό» (οι Αρχές του κοινωνικού Δόγματος, IV, 6). Στις συνθήκες του κοσμικού κράτους η ελευθερία της συνείδησης, η οποία ανακηρύχθηκε και θεσπίστηκε από το νόμο, επιτρέπει στην Εκκλησία να διατηρεί την ιδιαιτερότητα και την ανεξαρτησία της από ανθρώπους άλλων πεποιθήσεων, προσφέρει τη νομική βάση τόσο για την ακεραιότητα της εσωτερικής της ζωής, όσο και για τη δημόσια μαρτυρία της Αλήθειας. Ταυτόχρονα «η επικράτηση της νομικής αρχής της ελευθερίας της συνείδησης επιβεβαιώνει την απώλεια από την κοινωνία των θρησκευτικών στόχων και αξιών» (οι Αρχές..., III, 6).

Ενίοτε η ελευθερία της συνείδησης ερμηνεύεται ως απαίτηση θρησκευτικής ουδετερότητας ή αδιαφορίας του κράτους και της κοινωνίας. Ορισμένες ιδεολογικές ερμηνείες της θρησκευτικής ελευθερίας επιμένουν στο να αναγνωρισθούν ως σχετικές ή «εξίσου γνήσιες» όλες οι θρησκείες. Αυτό είναι απαράδεκτο για την Εκκλησία, η οποία, σεβόμενη την ελευθερία επιλογής, καλείται να μαρτυρεί περί της φυλασσόμενης από αυτήν αλήθειας και να αποκαλύπτει τις πλάνες (πρβλ. Α Τιμ. 3, 15).

Η κοινωνία έχει το δικαίωμα του ελεύθερου καθορισμού του περιεχομένου και του μεγέθους της συνεργασίας του κράτους με τις διάφορες θρησκευτικές κοινότητες ανάλογα με τον αριθμό των πιστών τους, με το κατά πόσον είναι παραδοσιακές για τη χώρα ή την περιοχή, με τη συμβολή τους στην ιστορία και την πολιτειακή τους θέση. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να τηρείται η ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντι στη θρησκεία. Η αρχή της ελευθερίας της συνείδησης δεν αποτελεί εμπόδιο για τη συνεργασία Εκκλησίας - Κράτους στην κοινωνική, φιλανθρωπική, εκπαιδευτική και άλλη σημαντική κοινωνική δραστηριότητα.

Δεν επιτρέπεται επικαλούμενοι την ελευθερία της συνείδησης, διαστρεβλώνοντας την ίδια την ουσία αυτής της αρχής, να εγκαθίσταται ένας ολοκληρωτικός έλεγχος της ζωής και των πεποιθήσεων του ανθρώπου, να καταστρέφεται η ιδιωτική, οικογενειακή και δημόσια ηθική, να προσβάλλονται τα θρησκευτικά συναισθήματα, να επιβουλεύονται τα ιερά και τα όσια, να ζημιώνεται η πνευματική και πολιτιστική ιδιομορφία του λαού.

IV.4. Η ελευθερία του λόγου. Η ελευθερία έκφρασης των σκέψεων και συναισθημάτων, η οποία προϋποθέτει τη δυνατότητα διάδοσης της πληροφορίας, είναι η φυσική συνέχεια της ελευθερίας επιλογής της κοσμοθεωρίας. Ο λόγος λειτουργεί ως βασικό μέσο επικοινωνίας των ανθρώπων με το Θεό και μεταξύ τους.  Το περιεχόμενο της επικοινωνίας ασκεί σοβαρή επίδραση στην ευημερία του ανθρώπου και στις διαπροσωπικές σχέσεις στην κοινωνία. Ο άνθρωπος φέρει ιδιαίτερη ευθύνη για τα λόγια του. «Ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ», - λέει η Αγία Γραφεί (Ματθ. 12, 37). Οι δημόσιες ομιλίες και δηλώσεις δεν πρέπει να συνεισφέρουν στην διάδοση της αμαρτίας, ούτε να γεννούν διχόνοιες και αταξίες στην κοινωνία. Ο λόγος πρέπει να οικοδομεί και να στηρίζει το καλό. Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η προσβολή των θρησκευτικών και εθνικών συναισθημάτων, η διαστρέβλωση των πληροφοριών για τη ζωή των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων, λαών, κοινωνικών ομάδων, και προσώπων. Η ευθύνη του λόγου αυξάνεται πολλαπλώς στο σύγχρονο κόσμο, ο οποίος βιώνει τη ραγδαία εξέλιξη των τεχνολογιών της αποθηκεύσεως και διαδόσεως της πληροφορίας.

IV.5. Η ελευθερία της δημιουργίας. Οι δημιουργικές ικανότητες αποτελούν τις εκφάνσεις της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο. Η Εκκλησία ευλογεί τη δημιουργία, η οποία ανοίγει καινούργιους ορίζοντες για την πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου και για τη γνώση του κτιστού κόσμου. Η δημιουργία, η οποία καλείται να αναδείξει το δημιουργικό δυναμικό του προσώπου, δεν πρέπει να δικαιολογεί την μηδενιστική στάση απέναντι στον πολιτισμό, τη θρησκεία και την ηθική. Το δικαίωμα της έκφρασης από ένα πρόσωπο ή μια ομάδα ανθρώπων του εαυτού τους δεν πρέπει να πραγματοποιείται με μορφές, οι οποίες προσβάλλουν τις πεποιθήσεις και τον τρόπο ζωής των άλλων μελών της κοινωνίας. Ταυτόχρονα πρέπει να τηρείται μία από τις βασικές αρχές του κοινοτικού βίου - ο αμοιβαίος σεβασμός των ομάδων με διαφορετικές κοσμοθεωρίες.

Η βεβήλωση των ιερών δεν μπορεί να δικαιωθεί με την επίκληση των δικαιωμάτων του ζωγράφου, του συγγραφέα και του δημοσιογράφου. Η σύγχρονη νομοθεσία προστατεύει συνήθως όχι μόνο τη ζωή και την περιουσία των ανθρώπων αλλά και τις συμβολικές αξίες, όπως η μνήμη των νεκρών, οι τόποι ταφής, τα μνημεία της ιστορίας και του πολιτισμού, τα κρατικά σύμβολα. Αυτή η προστασία πρέπει να καλύπτει και την πίστη και τα ιερά τα οποία είναι πολύτιμα για τους θρησκευόμενους.

IV.6. Το δικαίωμα στην παιδεία. Η μίμηση του Θεού στην αρετή αποτελεί τον σκοπό της ζωής του ανθρώπου στη γη. Η παιδεία δεν είναι μόνο ένα μέσο για την απόκτηση γνώσεων και την ένταξη του ανθρώπου στην κοινωνική ζωή αλλά και η ανατροφή του προσώπου σύμφωνα με το σχέδιο του Κτίστη. Το δικαίωμα στην παιδεία προϋποθέτει την απόκτηση γνώσεων λαμβάνοντας υπόψη τις πολιτισμικές παραδόσεις της κοινωνίας και την κοσμοθεωρητική βάση της οικογένειας και του προσώπου. Στη βάση των περισσότερων πολιτισμών του κόσμου βρίσκεται η θρησκεία και για το λόγο αυτό η ολόπλευρη παιδεία και η αγωγή του ανθρώπου πρέπει να συμπεριλαμβάνει την παροχή γνώσεων για τη θρησκεία, η οποία δημιούργησε τον πολιτισμό μέσα στον οποίο ζει ο άνθρωπος. Ταυτόχρονα πρέπει να γίνεται σεβαστή η ελευθερία της συνείδησης.

IV.7. Τα αστικά και τα πολιτικά δικαιώματα. Από την Αγία Γραφή οι πιστοί διδάσκονται να εκπληρώνουν τις οικογενειακές και τις σημαντικές κοινωνικές υποχρεώσεις τους ως υπακοή στο Χριστό (πρβλ. Λκ. 3, 10-14; Εφ. 5, 23-33; Τιτ. 3, 1). Ο Απόστολος Παύλος επικαλούταν επανειλημμένος τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη για να κηρύττει απρόσκοπτα το θείο λόγο. Τα αστικά και τα πολιτικά δικαιώματα προσφέρουν στον άνθρωπο ευρείες δυνατότητες της έμπρακτης διακονίας του πλησίον. Χρησιμοποιώντας αυτό το όργανο ο πολίτης μπορεί να ασκεί επιρροή στη ζωή της κοινωνίας και να συμμετέχει στην διαχείριση των υποθέσεων του κράτους. Ανάλογα με το πως ο άνθρωπος μεταχειρίζεται το δικαίωμα να εκλέγει και να εκλέγεται, την ελευθερία των συνεταιρισμών και των ενώσεων, την ελευθερία του λόγου και των πεποιθήσεων, εξαρτάται η ευημερία της κοινωνίας.

Η χρήση των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να οδηγεί στις διχόνοιες και στην έχθρα. Η Ορθόδοξη παράδοση της καθολικότητας προϋποθέτει την διατήρηση της κοινωνικής συνοχής με βάση τις διαχρονικές ηθικές αξίες. Η Εκκλησία καλεί τους ανθρώπους να συγκρατούν τις εγωιστικές τους απαιτήσεις για χάρη του κοινού καλού. Στην ιστορία των λαών, οι οποίοι διαποιμαίνονται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, έχει διαμορφωθεί η καρποφόρα αντίληψη για την ανάγκη της συνεργασίας του κράτους και της κοινωνίας. Τα πολιτικά δικαιώματα μπορούν να υπηρετούν πλήρως μια τέτοια αρχή των σχέσεων Κοινωνίας και Κράτους. Για αυτό είναι απαραίτητη η πραγματική εκπροσώπηση των συμφερόντων των πολιτών στα διαφορετικά επίπεδα της εξουσίας και η εξασφάλιση της δυνατότητας ανάληψης πολιτικών δράσεων.

Η ιδιωτική ζωή, η κοσμοθεωρία και το θέλημα των ανθρώπων δεν πρέπει να γίνουν αντικείμενο ολοκληρωτικού ελέγχου. Για την κοινωνία καθίστανται επικίνδυνοι οι χειρισμοί των επιλογών των ανθρώπων και της συνειδήσεως τους από τις αρχές, τις πολιτικές δυνάμεις, τις οικονομικές και τις πληροφοριακές ελίτ. Είναι επίσης απαράδεκτη η συλλογή, η συγκέντρωση και η χρήση πληροφοριών για οποιαδήποτε πλευρά της ζωής των ανθρώπων χωρίς τη συγκατάθεση τους. Στις περιπτώσεις όπου αυτό απαιτείται για την προστασία της Πατρίδας, τη διατήρηση της ηθικής, την προστασία της υγείας, των δικαιωμάτων και των νομίμων συμφερόντων των πολιτών καθώς επίσης και από την αποτροπή ή την αποκάλυψη εγκλημάτων και την εφαρμογή της δικαιοσύνης, η συλλογή πληροφοριών για το άτομο μπορεί να πραγματοποιείται και χωρίς τη συγκατάθεση του. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις η λήψη και η χρήση των πληροφοριών πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τους δηλωμένους σκοπούς και με τη τήρηση της νομιμότητας. Οι μέθοδοι συλλογής και επεξεργασίας της πληροφορίας για τους ανθρώπους δεν πρέπει να εξευτελίζουν την αξιοπρέπεια τους, να περιορίζουν την ελευθερία τους και να μετατρέπουν τον άνθρωπο από υποκείμενο των κοινωνικών σχέσεων σε αντικείμενο μηχανικής διαχείρισης. Ακόμη πιο επικίνδυνη για την ανθρώπινη ελευθερία θα καταστεί η χρήση των τεχνικών μέσων, τα οποία θα συνοδεύουν συνεχώς τον άνθρωπο ή θα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του σώματός του, εάν θα γίνει δυνατή η χρήση του για τον έλεγχο του προσώπου και τη διαχείρισή του.

IV.8. Τα κοινωνικοοικονομικά δικαιώματα. Η επίγεια ζωή δε νοείται χωρίς την ικανοποίηση των υλικών αναγκών του ανθρώπου. Στις Πράξεις των Αποστόλων γίνεται λόγος για την πρωτοχριστιανική κοινότητα, στην οποία η υλική φροντίδα για τα μέλη της κατείχε μια υψηλή θέση (πρβλ. Πραξ. 4, 32-37; 6, 1-6). Μια σωστή χρήση των υλικών αγαθών δεν είναι άσχετη με το έργο της σωτηρίας. Για αυτό πρέπει να προσδοθεί μια σαφής ηθική διάσταση σε τέτοια δικαιώματα και ελευθερίες, όπως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, της εργασίας, της προστασίας από την αυθαιρεσία του εργοδότη, η ελευθερία της επιχειρηματικότητας και το δικαίωμα για ένα αντάξιο επίπεδο ζωής.

Η εφαρμογή των οικονομικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να οδηγήσει στην συγκρότηση μιας τέτοιας κοινωνίας, στην οποία η χρήση των υλικών αγαθών μετατρέπεται σε κυρίαρχο ή ακόμη και σε μοναδικό σκοπό της υπάρξεως της κοινωνίας. Μια από τις αποστολές των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων συνίσταται στην αποτροπή της συγκρουσιακής διαστρωματώσεως. Αυτή η διαστρωμάτωση είναι αντίθετη με την αγάπη προς το πλησίον. Δημιουργεί συνθήκες για την ηθική κατάπτωση της κοινωνίας και του προσώπου, γεννά την αποξένωση μεταξύ των ανθρώπων και παραβιάζει την αρχή της δικαιοσύνης.

Μια από τις σημαντικές ευθύνες της κοινωνίας είναι η μέριμνα για τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ανίκανοι να ικανοποιήσουν τις υλικές τους ανάγκες. Η πρόσβαση στην παιδεία και στη ζωτικά απαραίτητη ιατρική περίθαλψη δεν πρέπει να εξαρτάται από την κοινωνική και οικονομική θέση του ανθρώπου.

IV.9. Τα συλλογικά δικαιώματα. Τα δικαιώματα ενός προσώπου δεν πρέπει να αποβαίνουν καταστρεπτικά για το μοναδικό τρόπο ζωής και τις οικογενειακές  παραδόσεις καθώς επίσης και για τις διάφορες θρησκευτικές, εθνικές και κοινωνικές κοινότητες. Ο Θεός προίκισε την ανθρώπινη φύση με την τάση να έλκει το άτομο προς τον κοινοτικό βίο (πρβλ. Γεν. 2, 18). Σημαντικό ρόλο στην πορεία της εφαρμογής του θείου θελήματος για την ενότητα του ανθρώπινου γένους διαδραματίζουν οι διάφοροι τρόποι του κοινοτικού βίου που πραγματοποιούνται στα εθνικά, κρατικά και κοινωνικά σωματεία. Η Εκκλησία, ο θεανθρώπινος οργανισμός, είναι εκείνη η οποία εφαρμόζει πλήρως τις θείες εντολές για την αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον (πρβλ. Ματθ. 22, 37-39).

Την αρχή του κοινοτικού βίου αποτελεί η οικογένεια. Δεν είναι τυχαία αυτά που λέει ο Απόστολος Παύλος σχετικά με τη συμμετοχή της οικογένειας στο Μυστήριο της Εκκλησίας (πρβλ. Εφ. 5, 23-33). Ο άνθρωπος αποκτά στην οικογένεια την εμπειρία της αγάπης προς το Θεό και τον πλησίον. Μέσα από την οικογένεια μεταδίδονται οι θρησκευτικές παραδόσεις, ο κοινωνικός τρόπος ζωής και ο εθνικός πολιτισμός της κοινωνίας. Το σύγχρονο δίκαιο πρέπει να εξετάζει την οικογένεια ως το νόμιμο δεσμό του άνδρα και της γυναίκας, στον οποίο δημιουργούνται οι φυσικές συνθήκες για την ομαλή αγωγή των παιδιών. Ο νόμος καλείται επίσης να σεβαστεί την οικογένεια ως έναν ακέραιο οργανισμό και να τον προστατεύσει από την καταστροφή που προκαλεί η πτώση των ηθών. Περιφρουρώντας τα δικαιώματα του παιδιού το νομικό σύστημα δεν πρέπει να αρνηθεί τον ιδιαίτερο ρόλο των γονέων στην αγωγή του, ο οποίος είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της κοσμοθεωρητικής και θρησκευτικής εμπειρίας.

Είναι αναγκαίο να γίνουν σεβαστά και άλλα συλλογικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην ειρήνη, στο περιβάλλον, στη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των εσωτερικών κανονισμών που ρυθμίζουν τη ζωή των διάφορων κοινοτήτων.

Η ενότητα και το αλληλένδετο των αστικών και πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών, ιδιωτικών και συλλογικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορούν να συνεισφέρουν στην αρμονική οργάνωση της κοινωνικής ζωής τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η κοινωνική αξία και η αποτελεσματικότητα ολόκληρου του συστήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξαρτώνται από το κατά πόσο αυτή δημιουργεί συνθήκες για την ανάπτυξη του προσώπου στη θεοδώρητη αξιοπρέπεια και συνδυάζεται με την ευθύνη του ανθρώπου για της πράξεις του ενώπιον του Θεού και των πλησίον του.

V. Οι αρχές και οι κατευθύνσεις της δραστηριότητας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

V.1. Από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία μεσολαβεί ενώπιον του κράτους υπέρ των άδικα καταδικασμένων, ταπεινωμένων, δυστυχισμένων, εκμεταλλευομένων. Η φιλεύσπλαχνη μεσολάβηση της Εκκλησίας καλύπτει και όσους τιμωρήθηκαν δικαίως για τα εγκλήματα τους. Η Εκκλησία επανειλημμένως καλούσε να καταπαύσει η βία και να απαλυνθούν τα ήθη όταν ξεκινούσαν συγκρούσεις, στη διάρκεια των οποίων καταπατούνταν τα δικαιώματα του ανθρώπου στη ζωή, στην υγεία, στην ελευθερία και στην αξιοπρέπεια. Τέλος, στα χρόνια των αθεϊστικών διωγμών οι ορθόδοξοι ιεράρχες, κληρικοί και λαϊκοί  απευθύνονταν στις αρχές και στην κοινωνία υπερασπιζόμενοι την ελευθερία της ομολογίας της πίστεως και το δικαίωμα των θρησκευτικών κοινοτήτων στη διευρυμένη συμμετοχή στη ζωή του λαού.

V.2. Έτσι ακριβώς και εμείς καλούμαστε σήμερα με ζήλο, όχι μόνο με λόγια αλλά και στην πράξη να φροντίζουμε για τη διατήρηση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας τους ανθρώπου. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε ότι στο σύγχρονο κόσμο τα ανθρώπινα δικαιώματα ενίοτε παραβιάζονται και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου καταπατείται όχι μόνο από τις κρατικές αρχές, αλλά και από υπερεθνικές και οικονομικές δομές, από τις  ψευδο-θρησκευτικές ομάδες, τις τρομοκρατικές και άλλες εγκληματικές συμμορίες. Ολοένα και περισσότερο εμφανίζεται η ανάγκη να προστατευθούν τα δικαιώματα και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου από την καταστρεπτική πληροφοριακή επίθεση.

Για τους αγώνες μας στο χώρο της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων πρέπει να ξεχωρίσουμε ιδιαιτέρως τους εξής τομείς:

- η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ανθρώπων στην ελεύθερη ομολογία της πίστεως, στην προσευχή και στην τέλεση ακολουθιών, στη διατήρηση των πνευματικών και ηθικών παραδόσεων, στην τήρηση των θρησκευτικών αρχών τόσο στην προσωπική ζωή, όσο και στο χώρο της κοινωνικής δράσεως.

- η αντίσταση στα εγκλήματα με αφετηρία την εθνική και θρησκευτική έχθρα.

- η προστασία του προσώπου από την αυθαιρεσία ανθρώπων περιβεβλημένων με εξουσία και των εργοδοτών όπως επίσης και από τη βία και την ταπείνωση εντός και εκτός της οικογένειας.

- η προστασία της ζωής, της ελεύθερης επιλογής και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από τις διεθνικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συρράξεις.

- η ποιμαντική μέριμνα για τους στρατιώτες, για τη διατήρηση των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας τους σε συνθήκες πολεμικών επιχειρήσεων και της στρατιωτικής τους θητείας σε καιρό ειρήνης.

- η μέριμνα για το σεβασμό των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ανθρώπων που βρίσκονται στα κοινωνικά και σωφρονιστικά ιδρύματα με ιδιαίτερη προσοχή στα προβλήματα των ανάπηρων, των ορφανών, των ηλικιωμένων και άλλων αδύναμων συνανθρώπων μας.

- η προστασία των δικαιωμάτων των εθνών και των εθνικών μειονοτήτων στη θρησκεία, στη γλώσσα και στον πολιτισμό τους.

- η μέριμνα για εκείνους, των οποίων τα δικαιώματα, οι ελευθερίες και η υγεία θίγονται ως αποτέλεσμα των ενεργειών των καταστρεπτικών σεκτών.

- η υποστήριξη της παραδοσιακής οικογένειας, της πατρότητας, της μητρότητας της και παιδικής ηλικίας.

- η αντίδραση στην προσέλκυση των ανθρώπων στη διαφθορά και στα άλλα είδη της εγκληματικότητας όπως η πορνεία, τα ναρκωτικά και η μανία στα ηλεκτρονικά παιγνίδια.

- η φροντίδα για μια δίκαιη οικονομική και κοινωνική οργάνωση της κοινωνίας.

- η απόρριψη του ολοκληρωτικού ελέγχου της ανθρώπινης προσωπικότητας, της κοσμοθεωρητικής επιλογής και ιδιωτικής της ζωής μέσα από τη χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών και πολιτικών χειρισμών.

- η καλλιέργεια του σεβασμού στη νομιμότητα, προώθηση της θετικής εμπειρίας στην εφαρμογή και προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

- η εμπειρογνωμοσύνη των νομικών πράξεων, των νομοθετικών πρωτοβουλιών και ενεργειών των οργάνων της εξουσίας με σκοπό την αποτροπή της καταπάτησης των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου και της επιδεινώσεως της ηθικής καταστάσεως στην κοινωνία.

- η συμμετοχή στο δημόσιο έλεγχο της εφαρμογής της νομοθεσίας και συγκεκριμένα  αυτής που ρυθμίζει τις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους όπως επίσης και της εφαρμογής των δίκαιων δικαστικών αποφάσεων.

V.3. Η δραστηριότητα των τέκνων της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί να πραγματοποιείται με την ευλογία της Ιεραρχίας τόσο σε επίπεδο όλης της Εκκλησίας, όσο και στο επίπεδο της συγκροτήσεως από τους λαϊκούς κοινωνικών συλλόγων, πολλοί από τους οποίους ήδη δραστηριοποιούνται με επιτυχία στο χώρο της προστασίας των δικαιωμάτων. Με το έργο της, το οποίο αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, η Εκκλησία επιδιώκει την συνεργασία με το κράτος και τις κοινωνικές δυνάμεις. Επιλέγοντας τους κοινωνικούς της εταίρους η Εκκλησία θυμάται τα λόγια του Σωτήρος Χριστού προς τους Αποστόλους: «ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ' ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐστιν» (Μκ. 9, 40).

V.4. Βασιζόμενοι σε αυτή την εκκλησιαστική διδασκαλία για την αξιοπρέπεια, την ελευθερία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι χριστιανοί καλούνται σε μια ηθικώς προσδιορισμένη κοινωνική δραστηριότητα. Αυτή μπορεί να εκδηλώνεται με διάφορες μορφές, π.χ. μαρτυρία ενώπιον της εξουσίας, πνευματικά προγράμματα, διεξαγωγή εκδηλώσεων υπέρ διάφορων κατηγοριών ανθρώπων ή των δικαιωμάτων τους. Χωρίς να επιδιώκουν την επαναστατική αλλαγή του κόσμου και αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των άλλων κοινωνικών ομάδων να συμμετέχουν στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις με βάση την κοσμοθεωρητική τους επιλογή, οι ορθόδοξοι χριστιανοί επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους το δικαίωμα να συμμετέχουν σε μια τέτοια κοινωνική αλλαγή, η οποία δε θα συγκρούεται με την πίστη και τις ηθικές τους αρχές. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία είναι έτοιμη να υπερασπιστεί αυτές τις αρχές μέσα από το διάλογο με την παγκόσμια κοινότητα και σε συνεργασία με τους πιστούς των άλλων παραδοσιακών ομολογιών και θρησκειών.

________________

Το παρόν έγγραφο εγκρίθηκε από την Σύνοδο της Ιεραρχίας της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για την ανάπτυξη των αρχών της κοινωνικής της αντιλήψεως. Οι κανονικές διαρθρώσεις, οι κληρικοί και οι λαϊκοί υποχρεούνται να έχουν το έγγραφο αυτό ως γνώμονα για τις δικές τους σημαντικές κοινωνικές εισηγήσεις και πράξεις. Το εν λόγω κείμενο θα αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας στις θεολογικές σχολές του Πατριαρχείου Μόσχας. Το κείμενο παραδίδεται στη φιλάδελφη κρίση των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών με την ελπίδα ότι θα συνεισφέρει στην αύξηση της ομογνωμοσύνης και θα βοηθήσει στο συντονισμό των πρακτικών ενεργειών. Οι λοιπές χριστιανικές εκκλησίες και σωματεία, άλλες θρησκευτικές κοινότητες, κρατικά όργανα και κοινωνικοί κύκλοι διάφορων χωρών, διεθνείς οργανισμοί προσκαλούνται να μελετήσουν και να συζητήσουν το παρόν κείμενοι.

2008, Υπηρεσία Τύπου της Συνόδου της Ιεραρχίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας

Комментарии ():
Написать комментарий:

Другие публикации на портале:

Еще 9