Συνηθίζουμε να περιφρονούμε και να καταδικάζουμε τον φαρισαίο. Φαίνεται πως το σημερινό Ευαγγέλιο μας δίνει το δικαίωμα για κάτι τέτοιο.Σαν να τον έχει καταδικάσει ο ίδιος ο Χριστός. Ξεχνάμε, όμως, ότι γι αυτή την αλαζονική εντιμότητα πλήρωσαν ο φαρισαιος και όλοι οι όμοιοί του ακριβά. Ήτανε άνθρωποι που είχαν πεποιθήσεις και ήξεραν να αγωνίζονται γι αυτές. Το Ευαγγέλιο λέει τα εξής: νηστεύει δυο φορές την εβδομάδα, δηλαδή, προσφέρει στον Θεό, όχι μόνο ό,τι πρέπει ανάλογα με τον νόμο, μά περισσότερο, υπέρ το μέτρον. Προσφέρει στον Θεό τους κόπους του. Ταυτόχρονα δίνει ένα σηματικό μέρος του εισοδήματός του στους άπορους, δηλαδή, και στους ανθρώπους φέρεται με ένα ιδαίτερο, μολονότι σκληρό, τρόπο ζωής. Γι΄αυτό δεν πρέπει κανείς να τον καταδικάσει εύκολα. Οι Φαρισαίοι ήτανε άνθρωποι που ήτανε πρόθυμοι να αντέξουν όλο το βάρος του αγώνα τους. Δεν άξιζε, όμως, τίποτα μπροστά στο πρόσωπο της αλήθειας του Θεού, γιατί αυτός ο αγώνας τους έκανε να θεωρήσουν τον εαυτό τους ιδιαίτερα έντιμο και δεν τους έμαθε να αγαπούν.
Λοιπόν, μπήκε μέσα στο ναό, χωρίς να σταματήσει στο κατώφλι, χωρίς να θυμηθεί ότι βρίσκεται στο ναό του Θεού του Ζώντος, και ότι δεν υπάρχει κανείς που δεν πρέπει να πέσει μπροστά Του με ευσέβεια, σεβασμό και αγάπη. Μπήκε με σίγουρα βήματα και πήρε τη θέση του στο ναό. Έχει ένα δικαίωμα γι΄αυτή τη θέση, γιατί ζεί άξια, ανάλογα με τους κανόνες του ναού και γι΄αυτό στέκεται εκεί, όπου έχει το δικαίωμα να σταθεί.
Άραγε δεν μοιάζει πολύ με μας? Άραγε δεν είναι τρομερό? Άραγε δεν καταδικάζει αυτό το γεγονός και εμάς? Πόσο συχνά ξέρουμε με σιγουριά ότι έχουμε, μπροστά στον Θεό και ανάμεσά τους ανθρώπους, τη θέση μας. Δεν μιλάω για μια συγκεκριμένη εκκλησία, μα για εκείνη τη μυστηριώδη, αόρατη εκκλησία που είναι ο κόσμος, με ευσέβεια μαζεμένος γύρω από τον Θεό τον Ζώντα. Συχνά σκεφτόμαστε: η δική μου θέση είναι εδώ, και η δική του εκεί ...
Αλλά „εκεί“ στεκόταν ένας άνθρωπος που, κατά την κρίση των ανθρώπων, δεν είχε κανένα δικαίωμα να προχωρήσει μέχρι τις πρώτες σειρές των εντίμων του Κυρίου. Εκείνος μάζευε τους φόρους. (Μα πώς διακρινόταν από τους σύγχρονους!) Ήταν δούλος των Ρωμαίων-κατακτητών που υποδούλωναν το λαό του Ισραήλ. Τον πίεζαν με κάθε τρόπο και έψαχναν τέτοιους ανθρώπους που θα απασχολούνταν μόνο με το να εισπράττουν χρήματα και να μαζεύουν τους φόρους. Και, φυσικά, αυτοί οι άνθρωποι ήτανε μισημένοι από όλους, γιατί νόμος της ζωής τους ήταν ο εκβιασμός, η σκληρότητα, η ωμότητα και η ασπλαχνία.
Κάτι, όμως, - όπως φαίνεται- έμαθε ο τελωνης σ΄αυτή τη τρομερή και σκληρή ζωή που ζούσε ανάμεσα στους όμοιούς του και ανάμεσα στα θύματα της ανθρώπινης σκληρότητας. Έμαθε ότι δεν μπορεί να επιζήσει ένας άνθρωπος σ΄αυτή τη σκληρή ανθρώπινη κοινωνία, αν δεν σταματήσει, τουλάχιστον για μια στιγμή, να λειτουργεί ο νόμος, αν δεν κυριαρχήσει, τουλάχιστον για μια στιγμή, το έλεος και η ευσπλαχνία. Αν όλα λιτουργούν μόνο με το γράμμα του νόμου, αν όλοι κάνουν τα πάντα, όπως τους το λέει ο νόμος, κανείς δεν μπορεί να γίνει ευτυχισμένος.
Και, λοιπόν, στεκόταν, στο κατώφλι του ναού, και ήξερε ότι, κατά τη δικαιοσύνη των ανθρώπων και κατ΄εκείνη του Θεού, αξίζει την ίδια άσπλαχνη σκληρότητα, με την οποία συνεχώς φέρεται ο ίδιος στους ανθρώπους. Και στέκεται εκεί και χτυπάει το στήθος του, επειδή ξέρει ότι δεν αξίζει καμία ευσπλαχνία. Από τη μια, γιατί η ευσπλαχνία δεν κερδίζεται, δεν μπορείς να την αγοράσεις, και από την άλλη, δεν μπορείς να είσαι άξιός της. Το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να ικετεύεις γι αυτήν. Μπορεί να συμβεί μόνο ως θαύμα, σαν κάτι ακατάληπτο, κάτι εντελώς απροσδόκητο, όταν η εντιμότητα υποκλίνεται απέναντι την αμαρτία, οπότε το έλεος ξαφνικά εμφανίζεται εκεί, όπου θα έπρεπε να κυριεύσει η δικαιοσύνη, η υψηλή, ανηλεής αλήθεια. Στέκεται σκεφτόμενος μόνο τις αμαρτίες του, δεν τολμάει να εισέλθει στη σφαίρα της εντιμότητας του Θεού, γιατί δεν υπάρχει συγχώρεση γι΄αυτόν εκεί. Στέκεται στην άκρη του ναού, ελπίζοντας να ξεχειλίσει από την άκρη του ναού, από την άκρη της εντιμότητας, το έλεος, η συμπόνια, η ευσπλαχνία και να συμβεί κάτι αδύνατο που βασικά δεν έχει κερδίσει.
Και, επειδή πιστεύει σε κάτι τέτοιο, γιατί η ζωή τον έχει μάθει ότι μπορεί να συμβεί το αδύνατο και ότι μόνο το αδύνατο κάνει την ανθρώπινη ζωή δυνατή, στέκεται και τον αγγίζει η συγχώρεση του Θεού.
Ο Χριστός μας λέει, ότι ο τελώνης έφυγε για το σπίτι του πιο συμφιλιωμένος με το Θεό παρά ο άλλος. Ο φαρισαίος, απλά, δεν έφυγε καταδικασμένος. Όχι! Μέχρι την ώρα του θανάτου μπορεί κανείς να ελπίζει στη συγχώρεση. Ήταν έντιμος, εργαζόταν σκληρά και δεν απόφευγε κάνενα κόπο του σώματος και της ψυχής του για την εντιμότητά του. Ήτανε, όμως, άκαρπη. Δεν γέννησε ούτε σπινθήρα συμπόνιας και αγάπης, μα ήταν εντιμότητα ...
Ο άλλος, όμως, αν και χωρίς εντιμότητα, συγχωρήθηκε.
Λοιπόν, ας το σκεφτούμε αυτό! Ας σκεφτούμε πρώτα, αν είμαστε τουλάχιστον για λίγο φαρισαίοι! ‘Υπάρχει μέσα μας κάποια εντιμότητα? Κάποια εντιμότητα απέναντι στους ανθρώπους, δηλαδή έχουμε κάποιες αρετές? Κάποια εντιμότητα απέναντι στο Θεό, δηλαδή, Του προσφέρουμε ό,τι πρέπει, αυτό που δικαιούται? Και κατόπιν ας αναρωτηθούμε: Αν δεν υπάρχει μέσα μας μια τέτοια εντιμότητα που την είχε ο φαρισαίος, μήπως είμαστε, εκτός απ΄αυτό, όπως εκείνος, χωρίς αγάπη, άκαρδοι και νεκροί στην ψυχή? Πώς κοιτάζουμε τον πλησίον μας στην εκκλησία, έξω από την εκκλησία, στη ζωή, στην οικογένεια, στη δουλειά, στο δρόμο, στην εφημερίδα, παντού? Τον πλησίον ξεχοριστά και στην ομάδα? Πώς τους κοιτάζουμε, πώς τους κρίνουμε, χωρίς να έχουμε ως βάση εκείνη τη γνήσια,αν και νεκρή, εντιμότητα του φαρισαίου?
Αμήν