Τα θέματα του σύγχρονου διορθοδόξου διαλόγου που έχει η ημερήσια διάταξη της μελλοντικής Πανορθοδόξου Συνόδου, μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα ενός χεριού: το κανονικό καθεστώς της Ορθόδοξης Διασποράς (το ζήτημα της δικαιοδοσίας της), η διαδικασία χορήγησης αυτονομίας και αυτοκεφαλίας, ο τόπος των τοπικών εκκλησιών στα δίπτυχα. Αυτά τα αλληλένδετα ζητήματα οξύνθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: η μαζική ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ των κρατών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησε στο φαινόμενο της Ορθόδοξης Διασποράς - ένα προηγούμενο που δεν είχε ανάλογο στο παρελθόν -και,ως εκ τούτου, στην αναγκη για σταθερή σαφή κανονική λύση. Ο σχηματισμός των νέων κρατών μετά το Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο και αργότερα έθεσε το ζήτημα της δικαιοδοσίας των ενοριών και επισκοπών (ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ), που βρέθηκαν σε άλλα κράτη, εκτός του παραδοσιακού κανονικού εδάφους τους. Επιπλέον, ο κατάλογος των Ορθοδόξων Τοπικών Εκκλησιών, το αξίωμα τιμής μιας ή άλλης Εκκλησίας (δίπτυχο), ποικίλλει, επίσης, σε διάφορες τοπικές Εκκλησίες και απαιτεί ομοιομορφία, ειδικά επειδή δεν σχηματίστηκε κατά την ίδια αρχή (κριτήρια διπτύχου: ιστορική σημασία των πόλεων, όπου έχει έδρα ο Προκαθήμενος της Τοπικής Εκκλησίας, η Αρχαιότητα της Εκκλησίας και ο χρόνος χορήγησης της αυτοκεφαλίας). Αυτή η διαφορά στο αξίωμα υπάρχει μαζί με την ισοτιμία και ανεξαρτησία όλων των δεκαπέντε ορθόδοξων Εκκλησιών με επικεφαλής τον «πρώτον μεταξύ ίσων» - Οικουμενικό Πατριάρχη, οι αποφάσεις του οποίου είναι σημαντικές για όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Ο τρόπος για την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων,βρισκεται σε αντίφαση με την παράδοση και τις κανονικές αποφάσεις, οι οποίες πρέπει να αλλάξουν σήμερα. Η κάθε Εκκλησία προσφέρει τον δικό της τρόπο λύσης των προβλημάτων του κανονικού καθεστώτος της Ορθόδοξης Διασποράς, της διαδικασίας χορήγησης της αυτοκεφαλίας και αυτονομίας, καθώς και της τοποθεσίας των Εκκλησιών στα δίπτυχα, ενοποίησης διπτύχων. Μερικές φορές γι αυτό είναι απαραίτητο να αλλαχτούν οι καθιερωμένες κανονικές νόρμες, οι οποίες δοκιμάστηκαν από το χρόνο και ορίστηκαν συνοδικά. Η λύση, όμως, πάνω σ’ένα ή άλλο συγκεκριμένο θέμα πρέπει να ψηφιστεί ομόφωνα. Η έλλειψη ομοφωνίας μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών, η οποία παρατηρείται σήμερα, δείχνει το λανθασμένο τρόπο λύσης του ζητήματος ή μονόπλευρη απόφαση.
Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η επιθυμία της Εκκλησίας της Κύπρου που εκφράστηκε στη διορθόδοξη προσυνοδική προπαρασκευαστική συνεδρίαση (Φεβρουάριος 2011) κατά τη συζήτηση του ζητήματος του διπτύχου, να λάβει την πέμπτη θέση, δίπλα στα τέσσερα αρχαία Πατριαρχεία και να αλλάξει το καθεστώς του Προκαθημένου του, από Αρχιεπίσκοπο σε Πατριάρχη. Αυτή η μετατόπιση δεν επηρεάζει μόνο τα πρώτα τέσσερα Πατριαρχεία (Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων), αλλά αφορά όλες τις άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι Προκαθήμενοι των οποίων δεν υποστήριξαν «την επιθυμία της Κύπρου». Επιπλέον, σε μία άλλη σύγκρουση οδήγησε η επιθυμία της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Γεωργίας που εξέφρασε ο Προκαθήμενός της, Πατριάρχης και Καθολικός, Ηλίας Β’ – να λάβει την έκτη θέση στα δίπτυχα, μετά τη ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Η απουσία μιας ικανοποιητικής, για όλους τους συμμετέχοντες στη Συνέλευση, λύσης οδήγησε στην αναβολη του ψηφίσματος της απόφασης, επειδή σύμφωνα με τον Κανονισμό των Πανορθόδοξων Διασκέψεων, οι αποφάσεις πρέπει να ψηφίζονται ομόφωνα.
Λόγοι για την «Κυπριακή επιθυμία» σαφώς εκδηλώθηκαν κατά τη σύνοδο κορυφής των Προκαθημένων των Αρχαίων Ορθόδοξων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου, που πραγματοποιήθηκε 1 - 3 Σεπτεβρίου 2011 στην κατοικία του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης στο Φανάρι ( Κωνσταντινούπολη, Τουρκία). Τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης είναι γνωστά από το «Μήνυμα των Προκαθημένων της συνεδρίασης, των Μακαριωτάτων Προκαθημένων των αρχαίων Ορθόδοξων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας Κύπρου» και το «Ανακοινωθέν της Συνάντησης των Προκαθημένων των Αρχαίων Ορθόδοξων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας Κύπρου». Στο «Μήνυμα ...», γραμμένο με ένα συγκαταβατικό τόνο, εκτίθενται οι λόγοι και η ατμόσφαιρα της σύγκλησης της Συνάντησης – «απευθυνόμενοι, λοιπόν, προς τους εν τη Μέση Ανατολή και τους ανά τον κόσμον πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτας, τους καλούμεν εις την εκπόνησιν αρχών και δεσμεύσεων ειρηνικής συμβιώσεως των πιστών των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων, και δηλώνομεν αλληλέγγυοι προς όσους υφίστανται διακρίσεις, βίαν και διωγμούς». Υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης δήλωσε την «1 Σεπτεμβρίου, Ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος και της δημιουργίας»[1], μπορεί κανείς να καταλάβει την ακόλουθη απόφαση της Συνάντησης: «να υιοθετήσωμεν την πρότασιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπως προετοιμάσωμεν και πραγματοποιήσωμεν συντόμως συνάντησιν θρησκευτικών ηγετών της περιοχής, κατά την οποίαν θα συμφωνηθή και θα διακηρυχθή εν είδος οικολογικής «Χάρτας της Μεσογείου»».Τι θα πει «Χάρτας της Μεσογείου»; Ο μεταφραστής στην υποσημείωση εξηγεί ότι αυτό είναι «σχεδιασμένο, από μια ομάδα διεθνών εμπειρογνωμόνων, έγγραφο σχετικά με τον ορισμό των θεμελιωδών αρχών της σύγχρονης διεθνούς συνεργασίας σ’αυτην την περιοχή του κόσμου». Μην ξεχνάτε ότι η Κύπρος είναι μια υπεράκτια ζώνη και παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην περιοχή της Μεσογείου και στο διεθνές εμπόριο. Αυτό δεν μπορεί να μην επηρεάσει τόσο την θέση της Εκκλησίας της Κύπρου μέσα στο κράτος, όσο και το διεκκλησιαστικό χώρο. Ο ίδιος ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β ' συμμετέχει, επίσης, στην οικονομική ζωή της χώρας του. Είναι σαφές ότι η πολιτική ενότητα της περιοχής μπορεί να συμπληρωθεί πλήρως απ’ τη θρησκευτική ενότητα που υπάρχει στην πραγματικότητα.
Περαιτέρω, η ανάγκη για τις ελληνικές Εκκλησίες να είναι μαζί, όχι μόνο πολιτικά και θρησκευτικά, αλλά σε τάξη μνημονεύσεων στα δίπτυχα, εκφράζεται με περισσότερη σαφήνεια στο ανακοινωθέν της Συνάντησης, όπου εκτέθηκε ένα πρόγραμμα υλοποίησης των καθηκόντων στον κοινωνικό τομέα,που έχει ανατεθεί στους επικεφαλής των αρχαίων Πατριαρχείων, μαζί με τον επικεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου . Μεταξύ αυτών: η βοήθεια σε ασθενείς με AIDS και HIV με την κατασκευή νοσοκομείων, η βοήθεια προς τους νέους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σε μια ξεχωριστή παράγραφο, με αναφορά στη «σύγκρουση του Φεβρουαρίου», εκφράστηκε η επιθυμία να επανεξεταστεί η διαδικασία της έκδοσης Συνοδικών αποφάσεων για την επιτάχυνση συγκλήσεως της Πανορθόδοξης Συνόδου. Αυτή η επανεξέταση, σύμφωνα με το υποβεβλημένο, κατά τη Συνάντηση, συμβουλευτικό σημείωμα θα πρέπει να πραγματοποιηθεί από το Συμβούλιο των Μακαριωτάτων Πατριαρχών και Προκαθημένων των Ορθόδοξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών με πρωτοβουλία του Οικουμενικού Πατριάρχη. Στην τελευταία παράγραφο του ανακοινωθέντος υπάρχει μια έκκληση: «...πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι σέβωνται και τηρούν αυστηρώς τα γεωγραφικά όρια της δικαιοδοσίας εκάστης, ως ταύτα καθωρίσθησαν υπό των Ιερών Κανόνων και των Ιδρυτικών αυτών Τόμων». Αυτή η παράγραφος αφορά την εισβολή του Πατριαρχείου της Ρουμανίας στο κανονικό έδαφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, καθώς και την ίδρυση, το 2007, της Επισκοπής Βεσσαραβίας στο κανονικό έδαφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας.
Έτσι, υπό το πρίσμα της συνάντησης του Φεβρουαρίου και του Σεπτεμβρίου βλέπουμε μια ορισμένη λογική για την περιοχή της Μέσης Ανατολής, να αλλαχτεί η κατάσταση της Εκκλησίας της Κύπρου – επειδή είναι περικλεισμένη στο πεδίο εφαρμογής της πολιτιστικής, πολιτικής και θρησκευτικής ζωής των αρχαίων Πατριαρχείων: Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.
Πόσο αναγκαία είναι τέτοια αλλαγή και ποιες είναι οι συνέπειές της;
Για τις συνέπειες μπορούμε αμέσως να πούμε ότι θα είναι ευχάριστες για τα Αρχαία Ανατολικά Πατριαρχεία και την Εκκλησία της Κύπρου,απ όλες τις πλευρές, μέχρι και την εφαρμογή της «ελληνικής ένωσης» στην Πανορθόδοξη Σύνοδο, όπως συνέβη με την επίλυση του κανονικού καθεστώτος της Ορθόδοξης Διασποράς, όταν οι τοπικές Εκκλησίες χώρισαν σε δύο στρατόπεδα: οι φιλελληνικές Εκκλησίες και όλες οι υπόλοιπες.
Άλλες τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες, θα αισθανθούν την εξάρτησή τους από την Πενταρχία των Αρχαίων Ορθόδοξων Πατριαρχείων, με όλες τις συνέπειες που προκύπτουν απ’εδώ, γεγονός το οποίο απολύτως παραβιάζει την ισότητα των τοπικών Εκκλησιών.
Ας αναλύσουμε την «Κυπριακή επιθυμία» καθώς και το «Μήνυμα ...» και το Ανακοινωθέν της Συνέλευσης υπό το φως της ιστορίας της Εκκλησίας, κανόνων και τρέχουσας γεωπολιτικής κατάστασης στην περιοχή της Μεσογείου.
Η νομιμότητα της «Κυπριακής επιθυμίας». Εκθέτοντας τα επιχειρήματα της Εκκλησίας της Κύπρου τα οποία υπέβαλε υπέρ της απόκτησης της 5ης θέσης στα δίπτυχα,θα βασιζόμαστε στο μήνυμα «ServiceOrthodoxedepresse» (SOP) 359 juin-juillet 2011 Pp. 4-5 συνοψίζοντας το παρόν κείμενο.
1) «Οι Ρώσοι δέχτηκαν την Ορθοδοξία το δέκατο αιώνα, εμείς – κατά τον Α’ αιώνα. Η Εκκλησία μας είναι αρχαιότερη της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας για χίλια χρόνια. Ζητούμε να μας φέρονται με σεβασμό. Πιστεύουμε ότι πρέπει να πάρουμε την πέμπτη θέση»[2]. Η απαίτηση αυτή παραβιάζει τη σειρά στα δίπτυχα των Αρχαίων Πατριαρχείων και το καθεστώς της Εκκλησίας της Κύπρου αυξάνεται σε δύο επίπεδα απ’ αυτό που θέλουν. Αν στη βάση της ακολουθίας στα δίπτυχα θέσουμε το χρόνο του εκχριστιανισμού της περιοχής, που έγινε η τοπική Εκκλησία, θα έχουμε την ακόλουθη σειρά: η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ[3], η Εκκλησία της Κύπρου[4], η Εκκλησία της Αντιοχείας[5], η Εκκλησία της Αλεξανδρείας[6], η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Ας κάνουμε μια παρέκβαση, για να εξετάσουμε την προέλευση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, γιατί ακριβώς ο Προκαθήμενός της είναι «πρώτος μεταξύ ίσων» μεταξύ των Επικεφαλής των άλλων τοπικών Εκκλησιών, και παίζει ένα σημαντικό και μερικές φορές βασικό ρόλο στο διεθνή εκκλησιαστικό χώρο, συχνά υποβάλλοντας στο προηγούμενο της προέλευσής του.
Η Κωνσταντινούπολη ήταν ουσιαστικά ανεξάρτητη πόλη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτή η πόλη ήταν χτισμένη στη θέση της αρχαίας ελληνικής αλιευτικής αποικίας Βυζαντίου και έγινε χριστιανική πρωτεύουσα - Νέα Ρώμη. «Η μετάβαση του αυτοκράτορα σ’ αυτήν την πόλη έχει νομιμοποιήσει την ήδη σημαντική θέση της νέας πρωτεύουσας. Η εξαιρετική θέση της Κωνσταντινούπολης είχε την επίδρασή της και στην εκκλησιαστική οργάνωση. Αξιόπιστα στοιχεία για την εμφάνιση του χριστιανισμού στην Κωνσταντινούπολη λείπουν. Το γεγονός ότι απ’αυτή την πόλη στις αρχές του Β’ αιώνα ήρθε στη Ρώμη ο αιρετικός Θεόδωρος Βυρσοδέψης,(Δερματουργός) δηλώνει την παρουσία της χριστιανικής κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη»[7]. Ο ισχυρισμός για τη δημιουργία αυτής της κοινότητας από τον Άγιο Ανδρέα τον Πρωτόκλητο και για τον Προκαθήμενό της, Επίσκοπο Στάχυο «παρουσιάζει το μεταγενέστερο μύθο»[8].
«Αργότερα (μετά την παραλαβή από την Κωνσταντινούπολη του καθεστώτος της Νέας Ρώμης» -σχόλιο του Α.Ε.) έχουν διαδοθεί ιστορίες ότι η Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης ιδρύθηκε από τον Άγιο Ανδρέα πρωτόκλητο και ο πρώτος Επίσκοπός της ήταν ο Απόστολος απ’ Εβδομήντα Στάχυος»[9]. Υπάρχει και μια άλλη γνώμη που αφορά την ίδρυση της Εκκλησίας από τον Απόστολο Ανδρέα: «στον Απόστολο Ανδρέα αποδόθηκε μεγάλη σημασία στη βάση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως ... Κατά τα 330-451 συζητιόταν η κατάσταση της Κωνσταντινούπολης με στόχο την ιδιαίτερη θέση της ως πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, εδώ χρησιμοποιούνταν η αρχή της προσαρμογής της πολιτικής ηγεσίας, και στη συνέχεια η αρχή του Αποστολικού θρόνου»[10]. Όπως βλέπουμε, η ιδέα της αποστολικής φώτισης του Βυζαντίου είναι ένα παράγωγο του πολιτικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης. Και στον εικοστό αιώνα μερικοί ερευνητές εξέφρασαν την άποψη ότι «ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης έχει Αποστολική προέλευση ... επειδή είναι ο επικεφαλής της Νέας Ρώμης, αυτή η αποστολική διαδοχή έχει παραληφθεί μέσω της παραμονής του Αγίου Ανδρέα στην Κωνσταντινούπολη ... αδελφού του Αποστόλου Πέτρου, του επικεφαλής μεταξύ των Αποστόλων»[11]. Μερικοί σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς ( μέλη του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης), εξακολουθούν να πιστεύουν ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με την παράδοση, ιδρύθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα»[12]. «Η αποστολικότητα της Εκκλησίας του Βυζαντίου, μιας πόλης που επιλέχθηκε από τον Κωνσταντίνο, προκειμένου να δημιουργηθεί μια νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, αναφερόταν στη συριακή μετάφραση του αρχαίου χριστιανικού κειμένου Doctrinaapostolorum. Αυτό το έγγραφο αναφέρει τους Αποστόλους Λουκά, Ιωάννη και Ανδρέα,ως υπεύθυνους για τον εκχριστιανισμό της περιοχής. Η παράδοση της αποστολικότητας του θρόνου της Κωνσταντινούπολης, ιδιαίτερα αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του σχίσματος του Ακακίου (484-519) .. Επίσης, έχει διεισδύσει και στην κρατική νομοθεσία δίκαιο,στην οδηγία 24 του αυτοκράτορα Ηράκλειου, η οποία ονομάζει τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως «Αποστολικό»[13].
Στο πλαίσιο αυτό, η Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως είναι κατώτερη από τις Εκκλησίες που ιδρύθηκαν από τους ίδιους τους Αποστόλους: της Ρώμης (απ. Πέτρου), της Αλεξάνδρειας (απ. Μάρκος), της Ιερουσαλήμ (απ. Ιάκωβος). «Το δούλεμα της ιδέας για την προέλευση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως από τον Απόστολο Ανδρέα είναι, προφανώς, μια επιθυμία να της προσδωσουν κύρος (ως έχουσα προέλευση απ’ τον Απόστολο) και αρχαιότητα μαζί με τις παραπάνω εκκλησίες. Αυτή η ιδέα δεν έχει επαρκείς λόγους για να την πάρουν στα σοβαρά. Ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, εξελέγη από τους επισκόπους, οι οποίοι, για διάφορους λόγους,έρχονταν στην Κωνσταντινούπολη. Ενέκρινε και ενθρόνιζε τον Επίσκοπο (αργότερα τον Πατριάρχη) της Κωνσταντινούπολης μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα, ο Μητροπολίτης του Ηρακλείου μαζί με τοπικούς επισκόπους»[14]. Σταδιακά, στην εκλογή του Επισκόπου συμμετείχε ο αυτοκράτορας[15](για παράδειγμα, από τη βούληση του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, το 338, ο Επίσκοπος Ευσέβιος μετατοπίσηκε απ’τη Νικομήδεια στην Κωνσταντινούπολη).
Η ανάπτυξη και η άνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως είναι συνέπεια και αποτέλεσμα της πολιτικής εξουσίας της Κωνσταντινούπολης,πράγμα το οποίο δεν οφείλεται σε ειδικό ιστορικό ρόλο ή στην προέλευσή της, γεγονός το οποίο δεν της επέτρεπε να υπερηφανεύεται μπροστά σε άλλες Εκκλησίες, όπως στην Εκκλησία της Ρώμης, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Η εμφάνιση των τελευταίων οφείλεται στο κήρυγμα των Αποστόλων, και η ανάπτυξη έλαβε χώρα με τη μικρότερη εξάρτηση από το κράτος.
Ο Χριστιανισμός στη Ρωσία ήταν γνωστός από τον πρώτον πρίγκιπα του Κιέβου Ασκόλντ / Oσκόλντ[16](882) Και αν μετράμε τον καιρό της φώτισης των Ρως απ’ τον καιρό του Αποστόλου Ανδρέα του πρωτοκλήτου, σ’αυτην την περίπτωση τα επιχειρήματα των Κυπρίων θα χάσουν την έννοια και τη σημασία τους: οι δύο Εκκλησίες (η Ρωσική και της Κύπρου) θα έχουν ίσες ευκαιρίες. Ωστόσο, η κίνηση του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης από την πρώτη θέση στην πέμπτη, είναι ανέφικτο: είναι αδύνατο «ο πρώτος μεταξύ ίσων» να γίνει «όχι πρώτος αλλά πέμπτος».
Αν στη βάση της ακολουθίας στα δίπτυχα βάλουμε την νομιμοποίηση του Χριστιανισμού σ’ ένα ή σ’άλλο κράτος, στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται η τοπική Εκκλησία, μ’αυτό θα δείξουμε ότι για την Εκκλησία δεν είναι σημαντική η ταυτότητά της, αλλά ο βαθμός υποδοχής της από τα κράτη, το μέτρο της σχέσης των οποίων έχει ληφθεί ως η αφετηρία μέσα στα δίπτυχα. Τα κράτη είναι λιγότερο ανθεκτικά από τη μια ή την άλλη τοπική Εκκλησία, και ως εκ τούτου το καθεστώς που δίνεται από το κράτος σε τοπική εκκλησία δεν μπορεί να γίνει κριτήριο για την θέση των Εκκλησιών στα δίπτυχα.
2) "Εμείς (η Εκκλησία της Κύπρου στο πρόσωπο του Προκαθημένου της, Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου Β’ Φεβρουάριος 2011 -. Σχόλιο του Ου.Α.) ήμαστε πρόθυμοι να παραχωρήσουμε τη θέση μας στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, επειδή το Πατριαρχείο Μόσχας έχει την πέμπτη θέση στα δίπτυχα ήδη για αρκετούς αιώνες, ενώ τα άλλα Πατριαρχεία εμφανίστηκαν μόνο στον εικοστό αιώνα. Αλλά νομίζω ότι ήταν λάθος εκ μέρους μας. Η Εκκλησία της Κύπρου πρέπει να αναλάβει την πέμπτη θέση, αμέσως μετά τα πιο αρχαία Πατριαρχεία, μετά από την Ιερουσαλήμ. Παρά το γεγονός ότι δεν είμαστε μεγάλη Εκκλησία, αλλά έχουμε σημαντική κληρονομιά »[17].
Η επίμονη απαίτηση της Εκκλησίας της Κύπρου, αιτιολογημένη στη βάση της αρχαιότητάς της, volens-nolens θέτει το ερώτημα: Γιατί από το κήρυγμα των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου στην Κύπρο, (ή ακόμα και από τον καιρό του καθορισμού του αυτοκεφαλικού καθεστώτος της από τον όγδοο κανόνα της Γ’Οικουμενικής Συνόδου), όλο αυτό το διάστημα η Κυπριακή Εκκλησία ειρήνευε με τη θέση που της χορηγόταν στα δίπτυχα για τόσους πολλούς αιώνες, και μόνο τώρα απαιτεί αλλαγή στα δίπτυχα και στο καθεστώς του Προκαθημένου της;
Κατ 'αρχάς, ας δούμε τις συνθήκες της παροχής στην Εκκλησία της Κύπρου του αυτοκέφαλου. Λίγο πριν από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο πέθανε ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κύπρου, Επίσκοπος Θεόδωρος. «... Ο κλήρος της Αντιοχείας, εκμεταλλευόμενος προς το κακό το θάνατό του, ήθελε με βία να κατακτήσει και να υποτάξει τους αγίους επισκόπους του νησιού ... παρακίνησε τον περίφημο στρατηλάτη Διονύσιο να γράψει εντολές στον επικεφαλής της επαρχίας και στον ιερό κλήρο της εκκλησίας της Κωνσταντίας»[18] -για να εξασφαλίσει την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας και να πείσει την Σύνοδο να πάρει επικερδή, γι αυτούς, απόφαση - να εισαγάγει την Κυπριακή Εκκλησία υπό τη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Αντιοχείας, « να αφαιρέσει απ’ αυτήν εκείνα τα παλαιά της προνόμια που πάντα χρησιμοποιούσε και με βάση τα οποία η Σύνοδος των επισκόπων της Κύπρου είχε το δικαίωμα να χειροτονεί ανεξάρτητα τους επισκόπους της»[19]. Οι βάσεις είναι η αρχαία συνήθεια (ο 5ος[20] και ο 6ος[21] κανόνας της Α’ Οικουμενικής Συνόδου), σύμφωνα με την οποία οι Επίσκοποι της Κύπρου χειροτονούνταν στην Κύπρο[22] καθώς και η οδηγία να μην εκτελούν τις χειροτονίες οι επίσκοποι, πέρα από τις επισκοπές τους, αλλιώς θα διωχτούν απ’ το αξίωμά τους και οι ιερές τελετές τους χάνουν τη δύναμή τους (ο 35ος[23] Αποστολικός κανόνας και ο 3ος[24] κανόνας της Συνόδου της Αντιοχείας).
Η Αντιόχεια παραπλανήθηκε με το καθεστώς της Κύπρου, η οποία, όντας ανεξάρτητη από άποψη θρησκείας, υποτασσόταν στον νομάρχη της Αντιοχείας από πολιτική άποψη[25]. Ο Ζωναράς ερμηνεύοντας τον 8ο κανόνα της Οικουμενικής Συνόδου, στην οποία εξετάστηκε το παρόν περιστατικό,γράφει: «Πριν το χωρισμό της Μεγάλης Αντιοχείας απ’τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο αυτοκράτορας έστειλε σ’αυτήν τον ηγεμόνα, και αυτός έστειλε τον στρατηγό στο νησί της Κύπρου, ως υποταγμένο στην Αντιόχεια»[26] .
Από την «Εκθέση» των τριών επισκόπων Κύπρου (του Ριγήν της Κωνσταντίας, του Ζήνωνα της Κουρίας και του Ευάγριου της Σολίας) στη Σύνοδο της Εφέσου, μαθαίνουμε για τους διωγμούς και τις προσπάθειες να θιχτούν τα δικαιώματα των Κυπρίων για την ανεξαρτησία τους.Αναμφίβολα, οι απαιτήσεις αυτές απουσίαζαν πρίν από την πλευρά των Αντιοχέων: "Νωρίτερα ακομα, ο Άγιος Πατέρας μας και πρώην επίσκοπος Τρωίλος (της Κωνσταντίας – σχόλιο του A.Ου) έπασχε πολύ από τον κλήρο της Αντιόχειας,και ο ευσεβής Επίσκοπος Θεόδωρος υπέφερε έκτακτο βιασμό,ανεπίτρεπτο, απερίσκεπτο και άνομο, ακόμα και χτυπήματα, τα οποία δεν θα πρέπει να κάνουν ούτε σε δυσφημισμένους ανθρώπους. Και όταν πέθανε (από άλλη αιτία,πράγματι), και έφτασε σε μακάρια τελευτή, τότε (ο κλήρος της Αντιόχειας), εκμεταλλεύτηκε για κακό το θάνατό του ...»[27].
Όπως βλέπουμε, οι επιθέσεις που συνέβησαν στο παρελθόν, έδειχναν την ανεξαρτησία των επισκόπων της Κύπρου, διαφορετικά, από την Αντιόχεια, δεν θα υπήρχαν τέτοιες «δυναμικές επέμβασεις». Έτσι, «οι επίσκοποι της Αντιοχείας προσπαθούσαν να υιοθετήσουν σε όλη την επισκοπή της Ανατολής το δικαίωμά τους να ελέγχουν την εκλογή των μητροπολιτών. Ήταν η εφαρμογή αρχής της προσαρμογής της εκκλησιαστικής διαίρεσης σε αστική και διοικητική. Η Κύπρος εν τω μεταξύ ήταν μέρος της διοίκησης της Ανατολής»[28] και η ανεξαρτησία της Κύπρου όσον αφορά τη θρησκεία παρέχει άλλο ένα επιχείρημα υπέρ του γεγονότος ότι τα κανονικά σύνορα της εκκλησιαστικής οργάνωσης δεν συνδέονται με την κρατική εδαφική διαίρεση. Η σύμπτωση αυτών των ορίων, καθώς και η έλλειψη σύμπτωσης δεν είναι ούτε νόρμα ούτε η παραβίαση της.
Τελικά, λόγω της απουσίας των αδιαμφισβήτητων επιχειρημάτων και από δύο πλευρές[29] «Η Σύνοδος της Εφέσου έκανε μια συνετή απόφαση(ο 8ος κανόνας της Γ’Οικουμενικής Συνόδου[30] σχόλιο του Α.Ου) - σύμφωνα με την οποία η περιοχή της Κύπρου θα πρέπει και στο μέλλον να έχει προηγουμένως ιδιάζον, σ’αυτήν, καθεστώς·με άλλα λόγια, έπρεπε να διατηρείται η αυτοκεφαλία της, εκτός εάν αποδειχθεί ότι κάποτε υπάκουε στην Αντιόχεια όσον αφορά την χειροτονία των επισκόπων»[31]. Εκατό χρόνια αργότερα, το περιστατικό επαναλήφθηκε, αλλά αυτή τη φορά από την Αντιόχεια μίλησε ο Πατριάρχης- μονοφυσίτης Πέτρος Γναφεύς, υποστηρίζοντας τον ισχυρισμό του με το γεγονός ότι η Κύπρος υιοθέτησε τον Χριστιανισμό από την Αντιόχεια. Όμως, με την εύρεση στην Κύπρο των λειψάνων του Αποστόλου Βαρνάβα διαπιστώθηκε ότι «η Εκκλησία της Κύπρου ... είχε αποστολική καταγωγή,γι αυτό το δικαίωμά της σε αυτοκεφαλία είχε πλήρως αποκατασταθεί»[32].
Η Συνοδική απόφαση απαγορεύει, επίσης, την παράνομη προσπάθεια να στερεωθεί η εξουσία του ενός στο έδαφος του άλλου: «Ας μην παραβαίνουν τους κανόνες των πατέρων, να μην μπαίνει, υπό το πρόσχημα της ιερουργίας, η αλαζονεία της κοσμικής εξουσίας ...»[33] Σ’αυτήν την κανονική νόρμα, επί τη ευκαιρία, αντιτείνει η απαίτηση του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης σε δικαιοδοσία της Ορθόδοξης Διασποράς.
Κατά τη διάρκεια της Αραβικής εισβολής, με το αυτοκρατορικό διάταγμα του Ιουστινιανού Α’, οι Κύπριοι, υπό την ηγεσία του Προκαθημένου τους μετατοπίστηκαν στον Ελλήσποντο. Ο Ελλήσποντος,προσωρινά για την περίοδο της μετεγκατάστασης των Κυπρίων, βγήκε από την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη και υπάκουγε στον Προκαθήμενο της Κύπρου. Το θέμα αλλαγής στη δικαιοδοσία τέθηκε απ’τον αυτοκράτορα στην ημερήσια διάταξη της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου και καταγράφηκε στον 53 κανόνα[34] που διατηρεί τα πρώην δικαιώματα της Κύπρου(8 κανόνας της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου) και εφαρμόζει την αρχή η οποία ορίζεται στον κανόνα 37 της ΣΤ’ Οικουμενικής Συνόδου[35], «στον επίσκοπο, η πόλη ή περιοχή του οποίου υποδουλώθηκε απ’τους απίστους, έτσι ώστε δεν μπορεί να πάρει το θρόνο του και να στερεωθεί σ’αυτον και αναγκάζεται να ζει σε οποιαδήποτε άλλη πόλη - χορηγούνται όλα τα δικαιώματα που ανήκουν σ’ αυτόν το θρόνο, δηλαδή, να χειροτονεί ιερείς, να έχει μεταξύ των επισκόπων την αντίστοιχη θέση σύμφωνα με την σημασία της καθέδρας του και όλες οι διοικητικές του εντολές αναγνωρίζονται ως νόμιμες και πραγματικές, σαν να κατείχε την καθέδρα του»[36]. Έτσι σώθηκαν τα προνόμια του Κύπριου Προκαθημένου και η ενότητα διοίκησης της ορισμένης περιοχής.
Έτσι, το ιστορικό προηγούμενο επιβεβαίωσε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου και το στερέωσε με τη Συνοδική απόφαση,πράγμα που επιβεβαιώθηκε αργότερα με ιστορικά γεγονότα (π.χ., η περίπτωση με τον Πέτρο Γναφέα). «Παρ 'όλες τις αντιξοότητες της ιστορίας, η Εκκλησία της Κύπρου μπόρεσε να διατηρήσει το αυτοκέφαλο της μέχρι τώρα»[37].
Το προηγούμενο που εξετάστηκε μπορούσε να συμβεί με οποιαδήποτε άλλη Εκκλησία, όπου «υπό το πρόσχημα της ιερουργίας» φάνηκε «η αλαζονεία της εγκόσμιας εξουσίας»[38].
Η αρχή του εκκλησιαστικού αυτοκεφάλου χρονολογείται από τον ισχυρισμό του ιερομάρτυρα Ιγνατίου της Αντιοχείας: «Όπου θα είναι ο επίσκοπος, εκεί πρέπει να υπάρχει και ο λαός,όπως και όπου ο Χριστός, εκεί υπάρχει και η Καθολική Εκκλησία»[39]. Με άλλα λόγια, ο κάθε επίσκοπος είναι «αυτοκέφαλος», ευαγγελιζόμενος στα«πρόβατα του ποιμνίου του», « το ίδιο όπως και οι απόστολοι, αφού μοίρασαν περιοχές για το κήρυγμα του Ευαγγελίου, δεν κήρυσσαν εκεί, όπου έφερνε ήδη το φως του Ευαγγελίου του Χριστού άλλος απόστολος, που γνώριζε τις ανάγκες του ποιμνίου του. Η Συνοδική απόφαση για το αυτοκέφαλο μιας ή άλλης Εκκλησίας, είναι μια διαπίστωση του απαραβίαστού της, μια προστασία από τις καταπατήσεις των άλλων επισκόπων, σύμφωνα με τον 5ο και τον 6ο κανόνα της Α’ 'Οικουμενικής Συνόδου, τον 35ο αποστολικό κανόνα και τον 3ο κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, οι οποίοι υποστηρίζουν την καθιερωμένη συνήθεια. Στην καρδιά της αυτοκεφαλικής ενότητας των Εκκλησιών δεν είναι η ανωτερότητα μιας Εκκλησίας μπροστά σε άλλη, ανάλογα με την εποχή κατά την οποία της δόθηκε το αυτοκέφαλο, αλλά η αποστολική ενότητα με τον Χριστό, όπου αυτός που είναι πρώτος, ας είναι υπηρέτης.
Ο βαθμός της αυτοκεφαλίας είναι αδύνατο να μετρηθεί, ούτε με εδαφικούς περιορισμούς, ούτε με την εμπειρία του αυτοκεφάλου της, γεγονός που φέρει ο Προκαθήμενος της Κυπριακής Εκκλησίας,ως επιχείρημα. Το αυτοκέφαλο προϋποθέτει τη δυνατότητα και την ικανότητα της Εκκλησίας να διεκπεραιώσει ανεξάρτητα την εκκλησιαστική διακονία, η οποία είναι αδύνατη χωρίς την προσευχητική υποστήριξη των άλλων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Και μέσα από το πρίσμα αυτής της προσευχητικής, διαχρονικής και διεδαφικής ενότητας οι Εκκλησίες πρέπει να λύνουν τα ζωτικά, κατεπείγοντα, χρονοεξαρτώμενα ζητήματα, και όχι το αντίστροφο,ώστε με τα τελευταία να διορθωθεί η ζώη όλης της Εκκλησιίας, η σχέση της με άλλες τοπικές Εκκλησίες, η ανωτερότητά της μπροστά στις άλλες Εκκλησίες και το πρωτείο στην ενότητα.
3) Με την άνοδο στα δίπτυχα της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Προκαθήμενός της εξέφρασε την επιθυμία του να αυξήσει την κατάστασή του από Αρχιεπίσκοπο σε Πατριάρχη: «Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του Πατριάρχη της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας και του Αρχιεπισκόπου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας; Οποιοσδήποτε από αυτούς θα είναι επικεφαλής μιας ανεξάρτητης εδαφικής Εκκλησίας »[40].
Αυτή η επιθυμία προέρχεται από την πρώτη απαίτηση, αντανακλά την αρχαιότητα και τα ιστορικά γεγονότα στα οποία η Κυπριακή Εκκλησία έλαβε το αυτοκέφαλο: η«πατριαρχία» εισήχθη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, και αφορούσε τις πόλεις, που είχαν απώτερη πολιτιστική, οικονομική, πολιτική και θρησκευτική σημασία. Αυτή την αξία αυτές οι πόλεις είχαν και πρίν. Αλλά τον ΣΤ’ αιώνα έχουν γίνει «πυλώνες» διάφορων άκρων της αυτοκρατορίας, στερεώνοντας το «κράτος του Κωνσταντίνου», η ενότητα και η διεύρυνση ορίων του οποίου ήταν η προγραμματική δραστηριότητα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Η συμβολική σημασία των Πατριαρχείων στο πλαίσιο της αυτοκρατορίας - πέντε – ίσχυε κατ αναλογία των πέντε αισθήσεων του ανθρώπου,και εμπόδιζε την αύξηση του αριθμού των Πατριαρχείων, αλλά δεν μείωνε το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου, ο Προκαθήμενος της οποίας αν και είχε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, όμως ήταν ο επικεφαλής μιας τοπικής Εκκλησίας.
4) Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β΄ παραπονιέται για την επικράτηση του εθνικού παράγοντα στις τοπική Εκκλησίες πάνω από το αίσθημα του εξαρτήματος σε ενιαία ορθοδοξία: «Κάναμε ένα τραγικό λάθος. Γίναμε εθνικές Εκκλησίες. Η εκκλησία μας, πρώτα είναι Ελληνικές, και μετά Ορθόδοξες· πρώτα Αραβικές,μετά Ορθόδοξες, πρώτα Ρωσικές μετά ορθόδοξες. Αυτό είναι αδύνατον! Πρέπει πρώτα να είμαστε ορθόδοξοι, πρέπει να συνδεόμαστε με την Ορθοδοξία, αντί να χωρίζομαστε ανάλογα με τα εθνικά ή κρατικά κριτήρια»[41]. Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Β' υποστήριξε επίσης ότι « είχε «το θάρρος» να πει με πλήρη ευθύνη στον Πατριάρχη Μόσχας ότι «δεν πρέπει να συμπεριφέρεστε με αυτόν τον τρόπο σαν να ήμαστε εθνικές Εκκλησίες »[42].
Δυστυχώς, η σύγχρονη διεκκλησιαστική εμπειρία των διαλόγων δείχνει ότι η παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου Β’, σχετικά με την επικράτηση της εθνικότητας πάνω απ’την πίστη σε ορισμένες τοπικές Εκκλησίες αφορά, πρώτα απ 'όλα, τις εκκλησίες που ορίζουν τον εαυτό τους ως ελληνόφωνες, τουλάχιστον στην περίπτωση κατα την οποια το έργο κάθε μιας απ’ αυτές τις Εκκλησίες – είναι έργο άλλων ελληνόφωνων Εκκλησιών. Τέτοια ένωση δεν βρίσκουμε μεταξύ των Σλαβικών Εκκλησιών, γεγονός απ’ το οποίο είναι σαφές ότι την εθνική αλληλεγγύη δεν θέτουν στο επίκεντρο των διαθρησκειακών σχέσεων.
Η Συνάντηση,1 έως 3 Σεπτεμβρίου 2011,των Αρχαίων Πατριαρχείων στο Φανάρι, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αποσαφηνίζει την εικόνα. Ο σκοπός και η ατμόσφαιρα της Συγκέντρωσης που εκφράστηκε στο «Το μήνυμα των Προκαθημένων μετά τη Σύναξη στο Φανάρι»[43]: « Συνήλθομεν ενταύθα επί το αυτό οι έχοντες την ευθύνην της ηγεσίας και διαποιμάνσεως των παλαιφάτων και ιστορικών Εκκλησιών, τας οποίας ίδρυσαν οι Απόστολοι του Χριστού και ανεκήρυξαν αυτοκεφάλους αι Οικουμενικαί Σύνοδοι της μιας αδιαιρέτου Εκκλησίας, εις αναβίωσιν έθους παλαιού, και προς ανταλλαγήν σκέψεων και αντίδοσιν αγάπης και στηριγμού εξ αφορμής όσων συμβαίνουν κατ’αυτάς εις τον ιστορικόν χώρον της γεωγραφικής περιοχής, εις την οποίαν η πρόνοια του Θεού έταξε τας Εκκλησίας μας από αρχαιοτάτων χρόνων»[44].Η δήλωση αυτή αντανακλά την διαρκή επικοινωνία σε όλα τα επίπεδα των επισκόπων και των Εκκλησιών τους που συγκεντρώθηκαν στο Φανάρι – των Εκκλησιών της περιοχής της Μεσογείου. Τα πλεονεκτήματα αυτής της επικοινωνίας απέναντι στην επικοινωνία με άλλες τοπικές Εκκλησίες είναι προφανή και σαφή: η αποστολική καταγωγή,η αρχαία προέλευση αυτοκεφάλων Εκκλησιών της ενωμένης και αδιαίρετης Εκκλησίας, που ξεχωρίζουν (αλλιώς γι αυτές δεν θα γινόταν ιδιαίτερος λόγος) μεταξύ των λοιπών αυτοκεφάλων Εκκλησιών που προέκυψαν μετά το διαχωρισμό της Δυτικής και της Ανατολικής Εκκλησίας (1054). Επίσης, επιστήθηκε η προσοχή στον παραδοσιακό χαρακτήρα της συνάντησης («εις αναβίωσιν έθους παλαιού»). Η παρούσα Συνάντηση δεν είναι πλήρης Συνάντηση της Εκκλησιαστικής πληρότητας (χωρίς τη συμμετοχή άλλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών),πραγματοποιείται όχι για πρώτη φορά και αφορά όχι μόνο τα θρησκευτικά ζητήματα στην περιοχή της Μεσογείου, αλλά και πολιτικά ζητήματα.
Εδώ είναι μερικά παραδείγματα που αποδεικνύουν τη στενή σχέση μεταξύ των τεσσάρων αρχαίων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου:
1) Η μακροχρόνια συνύπαρξη των Εκκλησιών κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μετά το τέλος της οποίας, ορισμένες περιοχές (για παράδειγμα, η Βόρεια Ελλάδα, Δωδεκάνησα), ήταν υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, και μετά της Εκκλησίας της Ελλάδος.
2) Ο Μελέτιος Μεταξάκης με συνέπεια ήταν επικεφαλής τριών αυτοκέφαλων Εκκλησιών: Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου (1910-1918), Μητροπολίτης Αθηνών (1918 -1920), πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης (1921 -1923)[45].
3)Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός (Παπανδρέου) (1941 -1949), όντας Μητροπολίτης Κορίνθου (1922-1938), «εστάλη από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης στις Ηνωμένες Πολιτείες για την οργάνωση της ορθόδοξης ελληνικής κοινότητας και έγραψε γι 'αυτό το θέμα μια καταπληκτική έκθεση»[46].
4) Στην Αθηναϊκή μονή Πετράκη βρίσκεται η Αποστολική Διακονία που ιδρύθηκε το 1936 για το ιεραποστολικό έργο στην Ελλάδα, στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική.Η φιλανθρωπική δραστηριότητα της Ελληνικής Εκκλησίας πραγματοποιείται, επίσης, στα Βαλκάνια.
5) Η χερσόνησος του Αγίου Όρους, βρίσκεται στη διοίκηση της Ελλάδας, η εξουσία της οποίας εκπροσωπείται στο νησί από τον διοικητή, ο οποίος εκτελεί διοικητικά καθήκοντα (105 κεφάλαιο του Ελληνικού Συντάγματος, 1975). Η Εκκλησιαστική δικαιοδοσία επί της χερσονήσου ανήκει στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
6) Οι Αρχιεπίσκοποι της Κύπρου Λεόντιος (1933 -1946) και Μακάριος Β’ (1947 -1950) εξελέγησαν με τη συμμετοχή των εκπροσώπων του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.
7) Στην Αθήνα, βρήκαν καταφύγιο στην εποχή της επανάστασης οι εξορισμένοι Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος Γ’ (1950 -1977) και ο Μητροπολίτης Κερύνειας, Κυπριανός.
8) Το 1973, με τη συμμετοχή εκπροσώπων των Πατριαρχείων της Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων κατορθώθηκε να κατασταλεί η στάση των υποστηρικτών του Ελληνικού καθεστώτος στο νησι - τριών μητροπολίτων της Κύπρου – κατά την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, ο οποίος τάχα δεν έχει δικαίωμα να συνδυάζει πολιτικά καθήκοντα με ιερατική διακονία του ως επικεφαλής της Κυπριακής Εκκλησίας[47].
9) Μετά από συμφωνία με το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, η Κυπριακή Εκκλησία διεξάγει ιεραποστολικό έργο στην Ανατολική Αφρική. Έτσι, το 1982, στο Ναϊρόμπι, με έξοδα της Εκκλησίας της Κύπρου ιδρύθηκε η θεολογική σχολή, και στην περιοχή γύρω της μια εκκλησία και ορθόδοξο λύκειο.
10) Από το 1974,η Εκκλησία της Κύπρου είναι μέλος - ιδρυτής του Συμβουλίου των Εκκλησιών στη Μέση Ανατολή.
11) Κατά την αραβική κατάκτηση από το 702 μέχρι το 742 και τη Λατινική επίδραση από το 1100 μέχρι το 1165, οι Επικεφαλής του Πατριαρχείου Αντιοχείας ήταν στην Κωνσταντινούπολη, στην εξορία.
12) «Από τα μέσα του ΙΣΤ’ αιώνα οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων αναγκάστηκαν να απολαμβάνουν την υποστήριξη του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης και να ζουν στην περιοχή δικαιοδοσίας του, οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων άρχισαν να εκλέγονται μόνο από τους Έλληνες. Μέχρι το 1534 οι Πατριάρχες ήταν αραβικής καταγωγής. Μετά το θάνατο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δωροθέου (1534) στον Πατριαρχικό θρόνο χειροτονήθηκε ο Έλληνας Γερμανός και μετά, όλες οι αρχιερατικές καθέδρες αναλαμβάνονταν από τους Έλληνες. Οι πατριάρχες άρχισαν να προτιμούν να ζουν περισσότερο στην Κωνσταντινούπολη από την Ιερουσαλήμ ... Σ’ αυτήν την περίοδο η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, παρά την αυτοκεφαλία της, ζούσε πολλά χρόνια υπό ισχυρή ελληνική επιρροή, ενώ οι πιστοί και ο κατώτερος κλήρος μιλούσεαν μόνο στα αραβικά»[48].
13) Στα 1991, με την πρωτοβουλία της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως στο πρόσωπο του Προκαθημένου του, Πατριάρχη Δημητρίου, αποκαταστάθηκε η Εκκλησία της Αλβανίας και εξελέγη ο τωρινός επικεφαλής της, ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (Γιαννουλάτος).
Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ορόσημα των σχέσεων των Εκκλησιών, η ανωτερότητα των οποίων βασίζεται στο γεγονός ότι «Εις τον χώρον αυτόν ιδρύθησαν και διέλαμψαν τα πρώτα μεγάλα κέντρα του Χριστιανισμού, αι Εκκλησίαι της Αλεξανδρείας, της Αντιοχείας, των Ιεροσολύμων και της Κύπρου, και εθεμελιώθη το σύστημα της όλης ενιαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας»[49] σύμφωνα με το «Μήνυμα ...» «Εις τον χώρον τούτον έχει βαθείας τας ρίζας της η Εκκλησία του Χριστού, όλως δε ιδιαιτέρως η αγία Ορθόδοξος Εκκλησία. Ο χώρος αυτός καθηγιάσθη με το αίμα των μαρτύρων της Ορθοδόξου πίστεως και τα δάκρυα των οσίων της. Ουδείς έχει το ηθικόν δικαίωμα να παραβλέψη τούτο, και κάθε κοσμική δύναμις υποχρεούται να το σεβασθή»[50].
Στο πλαίσιο της «Κυπριακής επιθυμίας» σ’αυτά λόγια είναι θεατή η επιθυμία μονοπωλίου και πρωταρχικής σημασίας από τις Εκκλησίες της Μέσης Ανατολής μπροστά σε άλλες τοπικές Εκκλησίες, και στο πλαίσιο της μουσουλμανικής απειλής τονίζεται η θρησκευτική και χριστιανική σημασία της περιοχής. «Εις πολλάς περιπτώσεις οι χριστιανοί αντιμετωπίζονται ως πολίται «δευτέρας κατηγορίας». Εις άλλας περιπτώσεις βεβηλώνονται η και καταστρέφονται οι τόποι της λατρείας των, οι οποίοι ενίοτε αποτελούν σπουδαία μνημεία πολιτισμού... Αλλά και δεν παύομεν να αξιώμεν την προστασίαν, την οποίαν δικαιούμεθα από τα κράτη, εις τα οποία διαβιούμεν. Τούτο, πιστεύομεν, είναι η μόνη λύσις των προβλημάτων της πολυπαθούς περιοχής της Μέσης Ανατολής, αλλά και όλου του κόσμου»[51].Κατά συνέπεια, η διατήρηση της θρησκευτικής και εθνικής ταυτότητας των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής είναι ζήτημα των τεσσάρων αρχαίων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου επίσης, επειδή η κανονική τους δικαιοδοσία βρίσκεται στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Μεσογείου. Στη συνέχεια, στο «Μήνυμα...»γίνεται λόγος για τον σύγχρονο διάλογο μεταξύ του Χριστιανισμού, του Ισλάμ και του Ιουδαϊσμού (των θρησκείων αυτής της περιοχής), στο τρέχον ζήτημα, και αναφέρεται μια έκκληση «προς τους πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες της Μέσης Ανατολής και σε όλο τον κόσμο»[52], με το σύνθημα εκπόνησης «αρχών και δεσμεύσεων ειρηνικής συμβιώσεως των πιστών των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων».[53]Η έκκληση τελειώνει με τη δήλωση της αλληλεγγύης «προς όσους υφίστανται διακρίσεις, βίαν και διωγμούς»[54]. Η οικολογική αστάθεια του περιβάλλοντος θεωρείται,επίσης, ως εμπόδιο στην κοινωνική και οικονομική επιτυχία[55].
Στο ανακοινωθέν της Συνέλευσης[56] εκτός από τα παραπάνω καθήκοντα ξεκαθαρίζεται η δραστηριότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής μαζί με την ΕΕ για την«εξυγίανση» της περιοχής: η δημιουργία ξενώνων στα κανονικά όρια των Πατριαρχείων της Ιερουσαλήμ και της Αλεξάνδρειας[57].
Η τελευταία παράγραφος της Συνέλευσης και, κατά συνέπεια, του ανακοινωθέντος, ήταν η έκκληση να τηρηθούν τα κανονικα όρια των τοπικών Εκκλησιών: «Προσέτι, λόγω προσφάτων γεγονότων εν τω χώρω της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η Σύναξις υπεγράμμισε την ανάγκην, όπως πάσαι αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι σέβωνται και τηρούν αυστηρώς τα γεωγραφικά όρια της δικαιοδοσίας εκάστης, ως ταύτα καθωρίσθησαν υπό των Ιερών Κανόνων και των Ιδρυτικών αυτών Τόμων»[58].Ύπο την εννοια των «πρόσφατων γεγονότων» εννοείται η κατασκευή του ναού από την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρουμανίας στην Ιεριχώ[59] χωρίς τη συγκατάθεση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, καθώς και η ίδρυση, το 2007, της Επισκοπής της Βεσσαραβίας[60]. Ως αποτέλεσμα αυτών των δράσεων, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων «καλά και βαθιά εξέτασε το θέμα, ομόφωνα και με λύπη» διέκοψε την ευχαριστιακή κοινωνία με το Ρουμανικό Πατριαρχείο[61]. Η αρνητική αντίδραση συνεχίστηκε και από την πλευρά της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας[62] σε περιοχή της οποίας (χωριό Καμισσόφκα της περιοχής της Οδησσού), στις 16 Ιουλίου του 2011 ο Μητροπολίτης Πέτρος (Peduraru) εγκαινίασε μια εκκλησία αφιερωμένη στους Αγίους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο.
Έτσι, όπως βλέπουμε, υπάρχει μια συμφωνία των ελληνόφωνων αρχαίων ανατολικών Πατριαρχείων της Μεσογείου που υποστηρίζονται από την έννοια της «Πενταρχίας» ως συντομογραφία των πέντε πατριαρχείων του πρώην βυζαντινού κράτους κατά την περίοδο της ύπαρξής του η οποία εξαφανίστηκε με την πτώση του Βυζαντίου. Επίσης, στα παραπάνω παραδείγματα είδαμε ότι η Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία είναι ένας συμμέτοχος εκκλησιαστικών υποθέσεων στη Μέση Ανατολή. Εν ολίγοις, μπορεί να διεκδικήσει και την θέση στα δίπτυχα, η οποία την ενώνει με τα τέσσερα αρχαία Πατριαρχεία (είδαμε παραπάνω ότι η αλλαγή του τόπου στο δίπτυχο δημιουργεί μια σύγκρουση, επειδή την πέμπτη θέση έχει άλλη τοπική Εκκλησία).
Ομως, αυτό δεν σημαίνει ότι η σειρά των Εκκλησιών στα δίπτυχα πρέπει να αντιστοιχεί στην εθνικότητά τους. Αυτό είναι αντίθετο με τη φύση της Εκκλησίας.
Πρώτον, επειδή ο διαχωρισμός στην πίστη με βάση την εθνότητα ήταν ξένος στον Χριστιανισμό,πράγμα που εκφράστηκε από τον Απόστολο των εθνών: «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».(Γαλάτες 3:28).
Δεύτερον, εξετάσαμε παραπάνω, ότι την ανωτερότητα της εθνικότητας μπροστά στην πίστη στο Θεό αρνιέται ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου, Χρυσόστομος Β’. Επιπλέον, η έδρα της Κωνσταντινούπολης το καταδίκασε αυτό ως αίρεση του φυλετισμού το 1872.
Τρίτον, οι ελληνόφωνες Εκκλησίες - δεν είναι οι μόνες Εκκλησίες στη γη, υπάρχουν και άλλες, όπως, για παράδειγμα, οι σλαβικές...Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ιαπωνίας (υπάρχουσα, σωζόμενη, αλλά μη αναγνωριζόμενη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Πώς θα είμαστε με αυτές τις Εκκλησίες; Να τις στερήσουμε από τη σωστή αξιοπρέπεια ή θα επανεξετάσουμε το βαθμό πολλών Εκκλησιών εξαιτίας της μετακίνησης της Εκκλησίας της Κύπρου στην πέμπτη θέση;
Έτσι, κατά τη γνώμη μας είναι ξεκάθαρος ο εκκλησιαστικό-πολιτικός λόγος της «Κυπριακής επιθυμίας»:
Η ιστορία των Αρχαίων Ορθόδοξων Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου αποδεικνύει τη συνεχή υποστήριξη από αυτές τις Εκκλησίες και τη σχέσεη τους. Αυτή η Πενταρχία των Εκκλησιών σφραγισμένη από την ελληνική εθνικότητα των πιστών τους, τη θέση τους στην περιοχή της Μεσογείου, και κοινά πολιτιστικά οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, δεν μοιάζει καθόλου με την έννοια της Πενταρχίας, η οποία εισήχθη στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, και με την οποία έχουν οριστεί πέντε Πατριαρχεία, ευρισκόμενα σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας και που έχουν γίνει οι πυλώνες, μάρτυρες και τα σύμβολα της ενωτικής πολιτικής του Ιουστινιανού. Η Πενταρχία του Ιουστινιανού, αιτιολογημένη από τη συνάφεια των πέντε Εκκλησιών με τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου παρεμπόδιζε τη δημιουργία νέων Πατριαρχείων της Αυτοκρατορίας. Η Πενταρχία έγινε το μόνο μοντέλο της εκκλησιαστικής κυβέρνησης στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Είναι αμφίβολο ότι αυτό το μοντέλο μπορεί να πραγματοποιηθεί στην εποχή μας, όμως, φαίνεται ότι η νέα Πενταρχία θέλει να το αναδημιουργήσει. Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι το αίσθημα της ανωτερότητας των Ανατολικών Πατριαρχείων και της Εκκλησίας της Κύπρου μπροστά σε άλλες τοπικές Εκκλησίες, που εκδηλώνεται στην καθολικότητα τους, που εξαιρεί τις άλλες τοπικές Εκκλησίες από τη σφαίρα της λύσης των προβλημάτων τους, καθώς και η ενότητα των ελληνικών Εκκλησιών στην αντιμετώπιση των διαθρησκειακών θεμάτων.
Οι σύνθετες σχέσεις μεταξύ των Ορθοδόξων Ελλήνων της Κύπρου και των Κυπρίων Τούρκων μουσουλμάνων, που καθιερώθηκαν το 1974 λόγω της παράνομης εισβολής στην Κύπρο των τελευταίων και κατάληψη απ’αυτούς του 37% της Βόρειας Κύπρου, αναγκάζουν την Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία να ζητήσει την υποστήριξη από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Πιο συγκεκριμένα, τρεις εβδομάδες μετά τη Συναντήση στο Φανάρι (1-3 Σεπτέμβριος 2011),ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Χρυσόστομος Β’ απευθύνθηκε στον Πατριάρχη, Καθολικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Γεωργίας, Ηλία Β’ για «την υποστήριξη με κάθε δυνατό τρόπο, χρησιμοποιώντας την επιρροή του στη διεθνή σκηνή»[63], για να σταματήσει το γκρέμισμα 500 ορθόδοξων εκκλησιών οι οποίες βρίσκονται στην τουρκική περιοχή του νησιού που [64]χρησιμοποιούνται από τους Τούρκους ως «τζαμιά, κλαμπ, στρατόπεδα, ακόμη και στάβλοι» Είναι πιθανό ότι η τακτική της τουρκικής «εθνοκάθαρσης» στην Κύπρο θα σταματήσει προσωρινά ή θα παύσει εφόσον η Κυπριακή Ορθόδοξη Εκκλησία θα εισαχθεί στην Πενταρχία. Τουλάχιστον, η καταδίκη της ΕΕ, των πράξεων των Τούρκων στο νησί δεν είχε αποτελέσματα και η Κύπρος πρέπει να αναζητήσει υποστήριξη. Αν υπάρχει κάποια σωτηρία γι αυτήν στην Πενταρχία - είναι σύνθετο ζήτημα.
Η αναβίωση της Πενταρχίας με την ενσωμάτωση σ’αυτήν της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Κύπρου μπορεί να δώσει επιπλέον ώθηση για την εδραίωση των ελληνικών εκκλησιών στην επικείμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο. Εκπρόσωποι των σχισματικών θρησκευτικών ομάδων στην Ουκρανία θεωρούν ότι η Πενταρχία θα γίνει ένας από τους υποκινητές της «θεραπείας» των σχισμάτων. Έτσι η Ουκρανική Αυτοκέφαλη (! – A.Ου) Εκκλησία εκφράζει την ικανοποίησή της για το νέο σύνολο της Πενταρχίας και «το βλέπει ως μια άλλη εποικοδομητική κανονική ώθηση στην επίλυση των προβλημάτων του ουκρανικού εκκλησιαστικού προβλήματος με κοινές προσπάθειες της Οικουμενικής Ορθοδοξίας,του Ουκρανικού Αυτοκέφαλου Κινήματος και του Πατριαρχείου Μόσχας»[65].
Εδώ είναι η απάντηση ορισμένων τοπικών Εκκλησιών στην «επιθυμία της Κύπρου».
Η Βουλγαρική και η Σερβική Εκκλησίες δεν έκαναν κανένα σχόλιο σχετικά με τη δράση των Κυπρίων.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας στην επίσημη ιστοσελίδα της ανέφερε μόνο το γεγονός συνεδρίασης στη 1-3 Σεπτεμβρίου 2011, στο Φανάρι, έκανε την πολωνική μετάφραση του «Μηνύματος ...»
Η Ιαπωνική Ορθόδοξη Εκκλησία που βρίσκεται γεωγραφικά μακριά απ’την Κύπρο, ήταν βυθισμένη σε πιο πραγματικές μέριμνες: η εξάλειψη των συνεπειών του σεισμού στο Σεντάϊ της 11ης Μαρτίου 2011, και το συνδεόμενο μ’αυτό ατύχημα στον πυρηνικό σταθμό: «Φουκουσίμα-1». Η Ιαπωνική Ορθόδοξη Εκκλησία είχε οργανώσει συγκεντρωση πόρων για τα θύματα. Σ’αυτήν τη συγκέντρωση έπαιρναν μέρος η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας στο εξωτερικό, η Πολωνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν εκφράζεται σ’αυτό η καθολικότητα; Το ερώτημα είναι ρητορικό και προφανώς το λύνει η κάθε Εκκλησία με το δικό της τρόπο.Και η ύπαρξη πολλών διαφορετικών λύσεων είναι σε αντίθεση με την ομοφωνία, με την οποία δικαιολογείται η συνοδικότητα των Εκκλησιών στην πορεία τους προς την Πανορθόδοξη Σύνοδο.
[1] Православная Церковь в Восточной Европе. XX век. Под ред. К. Шайо. К.: Дух и литера. 2010. С. 48.
[2] Service Orthodoxe de presse (SOP) 359 juin-juillet 2011 P. 4.
[3] Η Ιερουσαλήμ, ήταν η αρχική θέση του κηρύγματος του Σωτήρος, η Μητέρα των Ορθοδόξων Εκκλησιών – όντας όχι τόσο σημαντικό διοικητικό κέντρο, δεν έλαβε τόση σημασία όπως η Κωνσταντινούπολη. «Η Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδος (451) προσδιόρισε στον επίσκοπο της Ιεράς Πόλης της Ιερουσαλήμ στα δίπτυχα των Εκκλησιών να καταλαμβάνει την τιμητική πέμπτη θέση. Στην ίδια Σύνοδο ο Προκαθήμενος της Ιερουσαλήμ στέφθηκε με τον τίτλο του Πατριάρχη. Οι Πατριάρχες της Ιερουσαλήμ, αρχικά αμφισβητούσαν την ορισμένη πέμπτη θέση, χρησιμοποιώντας το κύρος της Ιερουσαλήμ, ως το λίκνο του Χριστιανισμού, και τόπος της ζωής του Σωτήρα. Αλλά εξαιτίας των πολιτικών διαδικασιών η Ιερουσαλήμ σαν πόλη δεν είχε καμία αξιοσημείωτη επίπτωση στη ζωή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και μάλιστα δεν ήταν ούτε το κέντρο του νομού »(Блохин В. С. История Поместных Православных Церквей: Учебное пособие. Екатеринбург. 2004. С. 81.) «Καθώς το πολιτικό βάρος της Ιερουσαλήμ ήταν μικρότερο από των άλλων πόλεων που είχαν μετατραπεί σε κέντρα των Πατριαρχείων (της Ρώμης,της Κωνσταντινουπόλεως,της Αλεξανδρείας και της Αντιοχείας), η καθέδρα της Ιερουσαλήμ, αν και ήταν από τα αρχαιότερα και πιο σεβάσμια, τοποθετήθηκε στον κατάλογο (δίπτυχο), μετά απ’ αυτά» (Поместные Православные Церкви. М.: Сретенский ставропигиальный мужской монастырь. 2004. С. 46.)
[4] Ιδρύθηκε από ευαγγελικές πράξεις των Αποστόλων Βαρνάβα και Παύλου (Πράξεις 13, 4-13.). Η ανωτερότητα του κηρύγματος του Χριστιανισμού στην Κύπρο και την Αντιόχεια πρέπει να αποφασιστεί, προφανώς, με βάση την μαρτυρία του Αποστόλου Λουκά: «Οἱ μὲν οὖν διασπαρέντες ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. 20 Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν».(Πράξεις 11, 19-20).
[5] Στην Αντιόχεια, τον Χριστιανισμό έφερε ο λαός που άκουγε το κήρυγμα του Χριστού και οι Απόστολοι Βαρνάβας και Παύλος. «Οι μαθητές (του Χριστού -. Σχόλιο του Α.Ου) στην Αντιόχεια κλήθηκαν για πρώτη φορά Χριστιανοί» (Πράξεις 11, 26),και ήταν ένα περιφρονητικό όνομα. «Σύμφωνα με την πιο κοινή άποψη, πρώτα η λέξη «Χριστιανοί» ήταν ένα περιφρονητικό παρατσούκλι που δόθηκε στους υποστηρικτές του νέου δόγματος απ’ έξω. Ορισμένοι πιστεύουν ότι το δημιούργησαν οι ειδωλολάτρες της Αντιόχειας, άλλοι ότι η πατρότητα ονομασίας ανήκει στις ρωμαϊκές αρχές. Πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα αυτό ήταν περιπεκτικό ή ακόμα κοροϊδευτικό ή υπαινίχθηκε την πολιτική αναξιοπιστία »( Левинская И. А. Деяния апостолов. Главы 9–28: Историко-филологический комментарий. СПб.: СПбГУ, 2008. С. 153.).
[6] Στην Αλεξάνδρεια, κήρυξε και μαρτύρησε (65)ο Απόστολος Μάρκος (από 70).
[7] Ухтомский А. А. Православная диаспора: проблема формирования канонического статуса // Церковь и время. М.: ОВЦС МП. № 3 (48) 2009. С. 148.
[8] Петр (Л’юилье), архиеп. Правила первых четырех вселенских соборов. М., 2005. С. 203.
[9] Поместные Православные Церкви. М., 2004. С. 12.
[10]Ökumene Lexikon. Frankfurt am Main. 1987. S. 920.
[11] Kotting B. La nascita dei patriarchi, Roma e Constantinopoli, in Storia ecumenical della Chiesa. Vol. I. Brescia, 1980. P. 172. Цит. по: Solazzo F. I patriarchi nel diritto canonico orientale e occidentale // Incontro fra canoni d’oriente e d’occidente. Atti del Congresso Internationale. T. II. Bari, 1994. P. 246.
[12] Basdekis A. Die Orthodoxe Kirche. Frankfurt am Main. 2002. S. 142.
[13] Кирилл (Говорун), игум. Служить или быть тем, кому служат: Вопросы о порядке и осуществлении власти в Христовой Церкви // http://kiev-orthodox.org/site/theology/1757/.
[14]Ухтомский А. А. Канонический статус православной диаспоры. М. Аспирантура МДА при ОВЦС МП. 2009. С. 6. http://biblioteka.lavra.ua/books/diaspora.pdf
[15] Έτσι «ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.). Ως μόνος ηγεμόνας προσπάθησε να διευθετήσει τις διαφορές γύρω από τη διαμάχη του Αρείου και το χρόνο του γιορτασμού του Πάσχα, δημιουργώντας έτσι τις προϋποθέσεις για μια καθολική αυτοκρατορική πολιτική. Η θέση του αυτοκράτορα στην Εκκλησία εξηγεί την εκτεταμένη πρόθεσή του από τη σύγκληση Συνοδου μέχρι της κυβερνητικής κυρώσεως αποφάσεων, με μια τέτοια εξέταση η σύναξη των επισκόπων θεωρείται ως «CONSILIUM» του ηγεμόνα »( Ökumene Lexikon. Frankfurt am Main. 1987. S. 724). Στο μέλλον τέτοια συνεργασία της Εκκλησίας και του κράτους θα οδηγήσει σε συμφωνία των δύο ηγεμόνων. Ο Αυτοκράτορας θα ονομάζεται «επίσκοπος των εξωτερικών υποθέσεων».
[16] Шумило С. Князь Оскольд и христианизация Руси. К.: Дух и литера. 2010. Сс.. 21–32.
[17] Service Orthodoxe de presse (SOP) 359 juin-juillet 2011 P. 4.
[18] Деяния Вселенских Соборов, изданные в русском переводе при Казанской Духовной Академии. Т. 2. Казань. Типография Казанского университета, 1892. С. 5.
[19] Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. С. 306.
[20] « Για εκείνους, τους οποίους οι επίσκοποι της κάθε επισκοπής αφαίρεσαν από την εκκλησιαστική επικοινωνία, είτε ανήκουν σε κλήρο είτε σε λαϊκούς, πρέπει να παραμείνουν στους κανόνες εκτίμησης η οποία αποφάσισε ότι οι αφορισμένοι από τον έναν δεν ήταν αποδεκτοί από τους άλλους. Όμως, να εξεταστεί για ποιο λόγο υπέπεσαν στον αφορισμό,αν είναι λιγοψυχία ή διχόνοια ή οποιαδήποτε παρόμοια δυσαρέσκεια του Επισκόπου. Και έτσι, για να πραγματοποιηθεί καλή εξέταση, αναγνωρίστηκε ως καλό ότι σε κάθε περιοχή δύο φορές το χρόνο, πρέπει να πραγματοποιούνται Σύνοδοι· για να συγκεντρώνονται όλοι οι επίσκοποι της περιοχής και να ελέγχουν τέτοιες απορίες, και έτσι,αν αξιόπιστα αποδειχθούν άδικες εναντίον του επισκόπου, σταθερά να οριστούν ως ανάξιοι της επικοινωνίας, μέχρι να κρίνει η συνάντηση των επισκόπων και να ορίσει γι αυτούς πιο επιεική απόφαση. Οι Σύνοδοι να είναι: μια πριν από τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, για να προσφέρεται στο Θεό καθαρό δώρο μετά από κάθε δυσαρέσκεια, και η άλλη κοντά στο φθινόπωρο» (Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 191–192).
[21] « Ας διατηρούνται τα παλιά έθιμα, που ορίστηκαν στην Αίγυπτο και στη Λιβύη, και στην Πεντάπολη, διότι ο επίσκοπος της Αλεξάνδρειας έχει την εξουσία πάνω σε όλες αυτές. Αφού και στον Επίσκοπο της Ρώμης αυτό είναι συνηθισμένο. Ομοίως, και στην Αντιόχεια, και σε άλλες περιοχές να διατηρούνται τα πλεονεκτήματα των Εκκλησιών. Σε γενικές γραμμές, να είναι γνωστό το εξής: αν κάποιος, χωρίς την άδεια του Μητροπολίτη, χειροτονηθεί επίσκοπος, γι αυτόν η μεγάλη Σύνοδος αποφάσισε ότι δεν πρέπει να είναι επίσκοπος. Αν η κοινή εκλογή απ’όλους είναι ευλογημένη, σύμφωνη με τον κανόνα της Εκκλησίας, αλλά δύο ή τρεις, σε λογομαχία, φέρουν αντίρρηση σ’αυτη: ας υπερνικά η γνώμη του μεγαλύτερου αριθμού των εκλεγμένων»
(Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 194–195).
[22] Правила святых Вселенских соборов с толкованиями. М.: Издание Московского общества любителей духовного просвещения. 1877. С. 134.
[23] «Ο επίσκοπος να μην τολμήσει έξω από την επισκοπή του να χειροτονήσει σε πόλεις και χωριά,που δεν είναι υποταγμένοι σ’αυτόν. Αν τολμήσει να το κάνει χωρίς τη συγκατάθεση αυτών που έχουν στη δικαιοδοσία τους αυτές τις πόλεις και τα χωριά: ας καθαιρεθεί και ο ίδιος και αυτοί που χειροτονήθηκαν απ’ αυτόν»( Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. С. 101). Σημειώστε ότι ο «κανόνας επιτρέπει τη χειροτονία στην ξένη Επιτροπή μόνο με τη συγκατάθεση του επαρχιακού επισκόπου» (Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. С. 102). Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι αυτό συνέβη στην Κύπρο, από την πλευρά των επισκόπων της Αντιοχείας οι οποίοι « εξασφάλιζαν την υποστήριξη» της κυβέρνησης για να επεκτείνουν την εξουσία τους στην Κύπρο.
[24] «Εάν κάποιος πρεσβύτερος ή διάκονος, ή ακόμη κάποιος από τους κληρικούς, αφήνοντας την επαρχία του, τελικά μετοικήσει και δοκιμάσει να παραμέινει σε ξένη επαρχία για πολύ καιρό: σε τέτοια περίπτωση να μην ιερουργεί, και ιδιαίτερα όταν ο επίσκοπός του τον καλεί και προσπαθεί να πείσει να γυρίσει στην ενορία του, και δεν υπακούει. Αν επιμένει στην ατιμία: τότε εντελώς να καθαιρεθεί από κάθε ιερουργία, χωρίς τη δυνατότητα να επιστρέψει στο προηγούμενο αξίωμα. Αν, καθαιρουμένου γι αυτό το λόγο, αναλάβει ένας άλλος επίσκοπος, τότε και αυτός υπόκειται σε επιτίμιο από την κοινή Σύνοδο, σαν παραβάτης των εκκλησιαστικών αποφάσεων» (Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 2. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 58–59).
[25] Downey G. A History of Antioch in Syria from Seleucus to the Arab Conquest. Princeton. 1961. Pp. 457–458.
[26] Правила святых Вселенских соборов с толкованиями. М.: Издание Московского общества любителей духовного просвещения. 1877. С. 135.
[27] Деяния Вселенских Соборов, изданные в русском переводе при Казанской Духовной Академии. Т. 2. Казань. Типография Казанского университета, 1892. С. 5.
[28] Петр (Л’юилье), архиеп. Правила первых четырех вселенских соборов. М., 2005. С. 268
[29] Петр (Л’юилье), архиеп. Правила первых четырех вселенских соборов. М., 2005. Сс. 267–272.
[30] «Την υπόθεση κατά των αποφάσεων της Εκκλησίας, και των κανόνων των Αγίων Αποστόλων - νεωτερισμό που παραβιάζει την ελευθερία όλων - προανήγγειλε ο φιλόφρονος συνεπίσκοπός μας Ρηγίνος, και οι παρευρισκόμενοι μ’αυτόν σεβάσμιοι επίσκοποι της περιοχής της Κύπρου, Ζήνων και Ευάγριος.Για το λόγο αυτό, εφόσον οι κοινωνικές ασθένειες απαιτούν ισχυρά φάρμακα, επειδή φέρνουν μεγαλύτερο κακό,και πιο πολύ αφού δεν υπήρχε αρχαία συνήθεια να χειροτονεί στην Κύπρο ο επίσκοπος της πόλης της Αντιόχειας, τόσο γραπτά όσο και προφορικά μας ανακοίνωσαν οι ευσεβείς άνδρες, οι οποίοι ήρθαν στην ιερά Σύνοδο:γι αυτό οι επικεφαλής στις άγιες Εκκλησίες της Κύπρου να έχουν την ελευθερία, χωρίς αξιώσεις σ’αυτους, και χωρίς περιορισμό τους, σύμφωνα με τους κανόνες των Αγίων Πατέρων και την αρχαία συνήθεια, να χειροτονούν μόνοι τους ευσεβείς επισκόπους. Το ίδιο να παρατηρείται ακόμη και σε άλλες επαρχίες, και σε όλες τις επισκοπές: έτσι ώστε κανένας από τους θεόφρονες επισκόπους να μην απλώνει την εξουσία του σε άλλη επισκοπή, η οποία από την αρχή δεν ήταν κάτω από το χέρι του ή των προκατόχων του, αλλά αν κάποιος επέκτεινε, και με τη βία υποδούλωσε την επισκοπή,ας τη δώσει. αλλά να την δώσει για να μην παραβιάζονται οι κανόνες των πατέρων, για να μην υπεισέρχεται υπό το πρόσχημα της ιερουργίας, η υπεροψία της κοσμικής εξουσίας, και να μην χάσουμε σιγά, ανεπαίσθητα, εκείνη την ελευθερία που μας έχει δωρίσει με το αίμα Του, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, ο ελευθερωτής όλων των ανθρώπων. Και έτσι η ιερά και Οικουμενική Σύνοδος επιθυμεί να διατηρήσει κάθε επισκοπή καθαρά, και χωρίς δισταγμό,τα εξ αρχής δικαιώματα που ανήκουν σ’ αυτην, σύμφωνα με τη παλια καθορισμένη παράδοση. Ο κάθε μητροπολίτης, για την επιβεβαίωσή του μπορεί ελεύθερα να πάρει το αντίγραφο απ’αυτήν την απόφαση. Αν κάποιος προτείνει απόφαση αντίθετη σ’αυτήν που τώρα ορίστηκε: όλη η ιερά και Οικουμενική Σύνοδος επιθυμεί,να είναι άκυρη» (Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 305–306 ).
[31] Петр (Л’юилье), архиеп. Правила первых четырех вселенских соборов. М., 2005. С. 274.
[32] Петр (Л’юилье), архиеп. Правила первых четырех вселенских соборов. М., 2005. С. 275. Downey G. A History of Antioch in Syria from Seleucus to the Arab Conquest. Princeton. 1961. P. 497.
[33] Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 306.
[34] «Επειδή ο αδελφός και συνλείτουργός μας Ιωάννης, Προκαθήμενος του νησιού της Κύπρου, μαζί με το ποίμνιό του, λόγω των βαρβαρικών επιδρομών, και για να απελευθερωθεί από τη βαρβαρική δουλεία και πιστά να υποτάσσεται στο χριστιανικό σκήπτρο του χριστιανικότατου κράτους, από το παραπάνω νησί μετοικίστηκε στην επαρχία του Ελλησπόντου, με την πρόνοια του φιλανθρώπου Θεού και την επιμέλεια του φιλόχριστου και ευσεβή βασιλιά μας: τότε αποφασίσαμε να παραμείνουν αμετάβλητες οι προτεραιότητες που δόθηκαν στο θρόνο του παραπάνω άνδρα από τους θεοφόρους πατέρες οι οποίοι στην Έφεσο κάποτε μαζευτήκανε, να έχει η νέα Ιουστινιανούπολη τα δικαιώματα της Κωνσταντινούπολης, και ο καθιερωμἐνος σ’αυτήν θεόφρων επίσκοπος να διοικεί όλους τους επισκόπους της επαρχίας του Ελλησπόντου, και να χειροτονηθεί από τους δικούς του επισκόπους, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση. Διότι και οι θεοφόροι πατέρες μας σκέφτηκαν να τηρούνται οι παραδόσεις της κάθε Εκκλησίας και ο Επίσκοπος της πόλης Κυζίκου να υποτάσσεται στον Προκαθήμενο της Ιουστινιανούπολης, ακολουθώντας το παράδειγμα όλων των άλλων επισκόπων υποταγμένων στον παραπάνω λεγόμενο Προκαθήμενο Ιωάννη, από τον οποίο, όταν υπάρχει ανάγκη, και της ίδιας της πόλης της Κυζίκου ο επισκόπος να χειροτονηθεί» (Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 523–524)
[35] « Επειδή σε διάφορα χρόνια έγιναν βαρβαρικές εισβολές, και γι αυτό πολλές πόλεις αιχμαλωτίσθηκαν από άνομους, και για το λόγο αυτό στον Προκαθήμενο τέτοιας πόλης ήταν αδύνατο, μετά από τη χειροτονία του, να αναλάβει το θρόνο του, να στερεωθεί σ’αυτόν στην αρχιερατική θέση, και έτσι,κατά την παράδοση, τις χειροτονίες και όλα ό, τι πρέπει σ’ ένα επίσκοπο να τελεί και να κάνει, γι 'αυτό, τηρώντας την τιμή και το σεβασμό του ιερατείου, και θέλοντας να μην συμβεί υποδούλωση στους ειδωλολάτρες, ενήργησε εις βάρος των θρησκευτικών δικαιωμάτων, αποφασίσαμε, εκείνοι που χειροτονήθηκαν υπό τον παραπάνω λόγο, δεν ανέβηκαν στους θρόνους τους, δεν υπόκεινται σε καταδίκη: γι αυτό ας χειροτονούν τον κλήρο σε διάφορα αξιώματα σύμφωνα με κανόνες, και ας χρησημοποιούν την προτεραιότητα της προεδρίας τους σύμφωνα με τα όριά τους και όλες οι αυθεντικές δράσεις τους πρέπει να αναγνωριστούν ως σταθερές και νόμιμες . Διότι τα όρια της διεύθυνσης δεν πρέπει να περιοριστούν από τις ανάγκες των καιρών και τα εμπόδια στην ακρίβεια της τήρησης» (Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. С. 522)
[36] Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 522–523.
[37] Петр (Л’юилье), архиеп. Правила первых четырех вселенских соборов. М., 2005. С. 276.
[38] Правила Православной Церкви с толкованиями Никодима, епископа Далматино-Истрийского. Т. 1. М.: СТСЛ. 1996. Сс. 306.
[39] Игнатий Антиохийский. Послание к Смирнянам, 8. Цит. по: Иларион (Алфеев), еп. Православие. Т. 1. М. Сретенский монастырь. М. 2008. С. 285.
[40] Service Orthodoxe de presse (SOP) 359 juin-juillet 2011 P. 4.
[41] Service Orthodoxe de presse (SOP) 359 juin-juillet 2011 P. 4.
[42] Service Orthodoxe de presse (SOP) 359 juin-juillet 2011 P. 4.
[43] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[44] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[45] Православная Церковь в Восточной Европе. XX век. Под ред. К. Шайо. К.: Дух и литера. 2010. С. 59. Σταυρίδης Β. Μελέτιος Δ´Βίος. http://www.ec-patr.org/list/index.php?lang=gr&id=319
[46] Православная Церковь в Восточной Европе. XX век. Под ред. К. Шайо. К.: Дух и литера. 2010. С. 63.
[47] Православная Церковь в Восточной Европе. XX век. Под ред. К. Шайо. К.: Дух и литера. 2010. С. 86.
[48] Блохин В. С. История Поместных Православных Церквей: Учебное пособие. Екатеринбург. 2004. С. 83.
[49] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[50] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[51] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[52] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[53] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[54] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[55] http://www.pravmir.ru/poslanie-sobranija-predstoyateley-drevnejshih-patriarhatov/
[56] http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1367&tla=ru
[57] http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1367&tla=ru
[58] http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=1367&tla=ru
[59] Ο Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Ρουμανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, Πατριαρχικός βικάριος, Επίσκοπος του Καμπινεαούλ Κυπριανός (Σπυρίδων) έτσι εξήγησε τη θέση του Πατριαρχείου της Ρουμανίας όσον αφορά το θέμα της κατασκευής του ναού στην Ιεριχώ :«το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων δεν μπορεί να παρέχει κατοικίες και απαραίτητη βοήθεια σε περισσότερους από 3.000 ρουμάνους προσκυνητές που κάθε χρόνο επισκέπτονται τους Αγίους Τόπους. Αυτός είναι ο λόγος για το οποίο συνεχίσαμε την κατασκευή σπιτιού για προσκυνητές συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να φροντίζουμε τους πιστούς μας όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στο εξωτερικό ... Δεν αμφισβητούμε τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, στο Ισραήλ, στην Παλαιστίνη και στην Ιορδανία, αλλά το ίδρυμά μας έχει σχεδιαστεί για τους Ρουμάνους προσκυνητές, και όχι για τους τοπικούς πιστούς, οι οποίοι βρίκονται υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων ». (Румынский Патриархат: «Строительство храма в Иерихоне было обусловлено паломническими традициями румын» // http://www.pravmir.ru/rumynskiq-patriarxat-zayavil-chto-stroitelstvo-xrama-v-ierixone-bylo-obuslovleno-osobymi-tradiciyami-rumynskogo-palomnichestva/).
[60] «Η δημιουργία της λεγόμενης Επισκοπής της Βεσσαραβίας και των δομών της είναι ένα μέρος της επιθετικής πολιτικής της Ρουμανίας κατά του κυρίαρχου μολδαβικού κράτους», - δήλωσε ο πρόεδρος της Μολδαβίας, Βλαντιμίρ Βορόνιν. Με τη σειρά του, ο Πατριάρχης Μόσχας και Πάσης Ρωσίας Αλέξιος Β 'είπε: «Ήταν μια αντικανονική πράξη παρέμβασης στο έδαφος της άλλης τοπικής ορθόδοξης εκκλησίας και δημιουργίας ενοριών εκεί»(Алексий II и Владимир Воронин не согласны с поведением Румынии и Румынской церкви в отношении Молдавии // http://www.interfax-religion.ru/?act=news&div=22446
[61] ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΔΙΕΚΟΨΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΡΟΥΜΑΝΙΑΣ. / / Http: / / www.jp-newsgate.net/gr/2011/05/09/3352/. Η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ καταδικάζει τις ενέργειες της Ρουμανικής Εκκλησίας «ὅτι ἡ πρᾶξις αὕτη ἀποτελεῖ κατάφωρον παραβίασιν τῆς Εὐαγγελικῆς ἀρχῆς, τιθεμένης ὑπό τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου, «φιλοτιμουμένου εὐαγγελίζεσθαι οὐχ ὅπου ὠνομάσθη Χριστός, ἵνα μή ἐπ’ἀλλότριον θεμέλιον οἰκοδομῇ» (Ρωμ. 15, 20), ὡς καί τῶν ἱερῶν Κανόνων, 31ου τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 5ου τῆς Συνόδου Ἀντιοχείας καί 10ου Καρθαγένης...».
[62] Журналы заседания Священного Синода Украинской Православной Церкви от 26 августа 2011 г. Журнал № 63 // http://orthodox.org.ua/uk/node/9831.
[63] Архиепископ Кипра обратио се за помоћ Каталикосу Грузиjе // http://www.spc.rs/sr/arhiepiskop_kipra_hrizostom_se_obratio_za_pomotsh_katalikosupatrijarhu_sve_gruzije
[64] Архиепископ Кипра обратио се за помоћ Каталикосу Грузиjе // http://www.spc.rs/sr/arhiepiskop_kipra_hrizostom_se_obratio_za_pomotsh_katalikosupatrijarhu_sve_gruzije
[65] Офіційна заява Патріархії Української Автокефальної Православної Церкви // http://uaoc.net/2011/09/pentarhia/.