Ο τυφλός άνθρωπος που καθόταν μπροστά στις πύλες της Ιεριχούς ήξερε ότι είναι τυφλός. Και εμείς είμαστε τυφλοί, αλλά δεν το ξέρουμε. Εκείνος το ήξερε, γιατί όλοι γύρω του μπορούσαν να του πουν ό,τι βλέπουν. Μπορούσαν να του περιγράψουν ό,τι βλέπουν και έτσι εκείνος μπορούσε να καταλάβει τί του λείπει.
Και εμείς είμαστε τυφλοί. Αν συγκριθούμε με τους αγίους - δηλαδή με ανθρώπους όπως εμείς που, όμως, έγιναν φώς με όλη την ψυχή τους, που μάθαιναν να βλέπουν με την καρδιά και με το νου τους, τότε γίνεται σαφές, πόσα δεν βλέπουμε. Πολύ άσχημο, όμως, σε αυτή την κατάσταση για μας, είναι το γεγονός, ότι υπάρχουν ανάμεσά μας πολύ λίγοι άνθρωποι που βλέπουν, αλλά ακόμα πιο άσχημο είναι, ότι πιστεύουμε, ότι αυτή η κατάσταση της πλειονότητας των ανθρώπων είναι η κανονική. Και εάν κάποιος – πολύ σπάνια! – βλέπει, ακούει, νιώθει ή καταλαβαίνει κάτι ασυνήθιστο, τότε τον θεωρούμε ανώμαλο. Δεν τον θεωρούμε ως κριτήριο για μας και δεν τον αφήνουμε να κρίνει την τυφλότητα και αναισθησία μας και να μας αποδείξει ότι ζούμε πραγματικά ως νεκροί. Όλες τις εποχές, σε όλες τις χώρες όπου φανερώθηκαν άγιοι, οι άνθρωποι τους φέρονταν όπως φέρθηκαν στο Χριστό. Τους άκουγαν καχύποπτα, περιγελούσαν τα λόγια τους, δεν ακούγανε τις συμβουλές τους και ακολουθούσαν το δρόμο τους. Καμιά φορά θαύμαζαν τα χαρίσματά τους, αλλά τα θεωρούσαν τόσο ασυνήθιστα και αφύσικα, ώστε δεν είχε νόημα να προσπαθεί κανείς να τα αποκτήσει. Έτσι και τώρα είμαστε τυφλοί, δεν βλέπουμε, δεν νιώθουμε. Γι΄αυτό πρέπει να αναρωτηθούμε: Τί δεν βλέπουμε? Τότε, ίσως, θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε και να ακούσουμε πιο προσεκτικά.
Δεν βλέπουμε, ότι ο Θεός είναι ανάμεσά μας, στην εκκλησία, έξω από το ναό. Ο Κύριος είναι παρών παντού. Ζούμε,όμως, λες και δεν υπάρχει. Είναι κοντά μας, αναπνέουμε, κινούμαστε, υπάρχουμε μέσα από Αυτόν. Αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Αποδίδουμε σε μας ζωή, δύναμη, νου, αισθήματα, χαρίσματα και επιτυχία και αφήνουμε έξω Εκείνον που είναι η αιτία όλων αυτών. Σχετικά με αυτό το γεγονός είμαστε τυφλοί: Ο Κύριος είναι ανάμεσά μας, αλλά εμείς απασχολούμαστε με άδειες σκέψεις, ανόητα συναισθήματα και κενές κουβέντες που μας αδειάζουν. Αυτός, όμως, στέκεται σιωπηλός κοντά μας, σαν ένας ζητιάνος μπροστά σε μια πόρτα. Μήπως κάποιος ρίξει μια μάτια σ΄Αυτόν! Μήπως κάποιος Τον προσέξει! Μήπως κάποιος νιώσει την παρουσία Του! Μήπως αλλάξει η παρουσία Του κάτι στην καρδιά, στο νου ή στα λόγια τουλάχιστον ενός από τους ανθρώπους! ...
Δεν βλέπουμε. Και είμαστε τόσο πολλοί, ώστε δεν μας φοβίζει ότι είμαστε τυφλοί. Όλοι είναι τυφλοί, δηλαδή η τυφλότητα είναι η κανονική κατάσταση. Τί φοβερό να κοιτάζουμε γύρω μας και να είμαστε τυφλοί! Κάθε άνθρωπος είναι μια εικόνα του Θεού. Εμείς, όμως, δεν βλέπουμε τίποτα ιδιαίτερο σ΄έναν άνθρωπο. Μάλιστα, η εικόνα είναι παραμορφωμένη. Μα, άραγε, έτσι φερόμαστε σε μια εικόνα χαλασμένη από ανθρώπινη τραχύτητα, όπως φερόμαστε σε έναν άνθρωπο? Αν βρίσκαμε μια τσαλαπατημένη και χαλασμένη εικόνα, με τί ευλάβεια και τί πόνο στην ψυχή θα την παίρναμε, θα την σφίγγαμε στην καρδιά και θα την φέρναμε στο σπίτι μας, όπου θα την καθαρίζαμε και θα την βάζαμε σαν μάρτυρα κοντά στις άλλες εικόνες! Θα θεωρούσαμε τις βλάβες σαν πληγές και θα αισθανόμασταν ευλάβεια μπροστά τους, επειδή σ΄αυτές τις πληγές θα αναγνωρίζαμε τις πληγές του Θεού, όταν έγινε Άνθρωπος, όταν Τον χτύπησαν οι άνθρωποι, Τον κλώτσησαν με τα πόδια τους, Τον έφτυσαν κατάμουτρα, Τον περιγέλασαν και Τον κοροϊδεψαν. Όλα αυτά θα μπορούσαμε να τα βλέπουμε σε μια εικόνα γραμμένα με χρώματα ...
Μα μπροστά μας βρίσκεται μια εικόνα που δεν είναι φτιαγμένη από τα χέρια ενός ανθρώπου αλλά από τον Ίδιο το Θεό: ένας άνθρωπος. Σ΄έναν άνθρωπο βλέπουμε οτιδήποτε εκτός από μια εικόνα του Θεού, και μάλιστα δεν του φερόμαστε, όπως θα φερόμασταν σε μια εικόνα για την οποία μόλις σας μίλησα.
Άραγε μας πονάει η καρδιά, όταν βλέπουμε έναν άνθρωπο που κάνει κακό ή είναι γεμάτος ζηλοφθονία? Όχι, δεν μας πονάει, νιώθουμε αηδία. Αλλά ο άλλος, βλέποντας εμάς, αισθάνεται την ίδια αηδία, επειδή δεν είμαστε καλύτεροι από αυτούς που κρίνουμε. Και συνεπώς, ένας τυφλός χτυπάει στο σκοτάδι έναν άλλο τύφλο και κανείς δεν παραδέχεται ότι είναι τυφλός. Είναι τρομερό.
Και κάτι άλλο ακόμα: Το παν βρίσκεται στα χέρια του Κυρίου. Ναι, το πώς ο Κύριος οδηγεί έναν άνθρωπο στο δρόμο του είναι απρόβλεπτο και κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει εντελώς: ο δρόμος μπορεί να είναι φρικτός, μπορεί να είναι γεμάτος φως, ώστε να θαμπώσουν τα μάτια. Μπορεί να είναι τόσο σεμνός και απαρατήρητος, ώστε χρειάζεται όλη την προσοχή μας για να καταλάβουμε τις πράξεις του Θεού. Όλη η ζωή, η ζωή καθενός ανθρώπου, του καθενός από μας, είναι στα χέρια του Θεού. Και όλα όσα συμβαίνουν στη ζωή μας, όλα – χωρίς εξαίρεση! – έχουν νόημα. Άν μόνο ανοίγαμε τα μάτια μας και αναρωτιόμασταν: Πού με οδηγεί ο Κύριος? Τί σημαίνει το ένα και το άλλο στη ζωή μου, αντί να κραυγάζουμε: Δεν με βολεύει! Πονάει! Αυτό με εκνευρίζει! Δεν το θέλω! Άφησέ με, Κύριε, με τους μακαρισμούς Σου, οι οποίοι μιλούν για πείνα και δάκρυα, για διωγμό και μοναξιά. Δεν τα θέλω όλα αυτά! ...
Είμαστε τυφλοί. Τυφλοί σχετικά με την δική μας ζωή, αλλά και σχετικά με την περίπλοκη και πλούσια ζωή των άλλων που είναι δεμένοι με μας. Είμαστε τυφλοί στο να καταλαβαίνουμε τους δρόμους του Θεού στην ιστορία, τυφλοί σε σχέση με μοναδικούς ανθρώπους ή ολόκληρες ομάδες ανθρώπων – σε πιστούς και άπιστους, σε δικούς μας και σε ξένους. Στους δικούς μας είμαστε τόσο τυφλοί όσο και στους ξένους. Άραγε δεν είναι σαφές, άν απλά το σκεφτούμε λίγο?
Και έτσι καθόμαστε στη σκόνη μπροστά στις πύλες της Ιεριχούς και θεωρούμε τον εαυτό μας ότι δεν είμαστε τυφλοί. Και περνάει ο Χριστός, αλλά εμείς δεν φωνάζουμε δυνατά. Δεν υπάρχει ανάγκη να μας μαλώσουν οι άλλοι να σωπάσουμε, να μην ενοχλήσουμε τον Δάσκαλο. Τί χρειαζόμαστε από Αυτόν? Τα ξέρουμε όλα! Τί μπορεί να μας δώσει? Βλέπουμε και ζούμε. Όχι! Δεν είναι έτσι. Είμαστε τυφλοί και νεκροί! Αλλά μόνο από Αυτόν μπορούμε να αποκτήσουμε το φως και τη ζωή. Και λοιπόν, δεν το βλέπουμε και δεν ζητάμε, μα Αυτός περνάει. Ή σταματάει, χτυπάει την πόρτα του νου, της καρδιάς και της ζωής μας μέσα από όλα τα γεγονότα, μέσα από όλους τους ανθρώπους, μέσα από όλα τα συναισθήματα – μέσα απ΄όλα, χωρίς εξαίρεση! – που γεμίζουν τη δική μας ζωή και τη ζωή του καθενός γύρω μας, και όλων και όλου του κόσμου. Εμείς, όμως, ούτε ακούμε το χτύπημα, ούτε νιώθουμε το βλέμμα του Κυρίου και δεν ανοίγουμε ...
Ας διαβάσουμε άλλη μια φορά ακόμα την ιστορία με τον τυφλό στην Ιεριχώ! Ο Χριστός τον ρωτάει: Τί θέλεις να σου κάνω? Εμείς θα απαντούσαμε: Τίποτα, δεν χρειάζομαι τίποτα. Τα έχω όλα ... Ή αντίθετο, πόσα πράγματα θα θέλαμε: πλούτος, φήμη, φιλίες και χίλια άλλα πράγματα, εκτός από Αυτόν τον Ίδιο και την Βασιλεία Του. Και γι΄αυτό δεν ακούμε (ή τόσο σπάνια ακούμε) τα λόγια Του: „Να αποκτήσεις το φως σου! Η πίστη σου σε έσωσε. Βρίσκεσαι κοντά στο φως! Να το αποκτήσεις! Είναι στα χέρια σου!“ Δεν ακούμε τέτοια λόγια, όχι γιατί έχουμε μόνο μια θεωρητική πίστη, χωρίς δύναμη, αλλά γιατί δεν χρειαζόμαστε τίποτα. Μας φαίνεται, ότι βλέπουμε. Και αυτό είναι το τρομερό!
Ας το σκεφτούμε αυτό καλά, γιατί ακόμα μπορούμε να αποκτήσουμε το φως για να δούμε, τί πλούσια και θαυμάσια είναι η ζωή, πόσο κοντά είναι ο Κύριος σε μας, πώς λάμπει στη δόξα της αιωνιότητας, τί ταπεινόφρων και ήρεμος είναι, πώς βρίσκεται η λάμψη του Κυρίου σε κάθε πρόσωπο, όπως σε κάθε εικόνα, πώς πηγάζει από κάθε γεγονός, σε κάθε άνθρωπο και μας καλεί: Ανοίξου! Άνοιξε τα μάτια σου! Άνοιξε την καρδιά σου! Ανοίξου! Ας είναι η θέλησή σου ευέλικτη και ελεύθερη! Ας είναι το κορμί σου, όπως η πλούσια γη πριν τη σπορά του Κυρίου, και τότε θα έχεις ζωή! Γεννιέται πρώτα η ζωή μέσα στον άνθρωπο και μετά απλώνεται γύρω του, σαν το φως σαν τη ζέστη, σαν τη χαρά, σαν την αιωνιότητα! Μας δόθηκε το παν, αλλά πόσο λίγο το παίρνουμε ...
Ας μας δώσει ο Κύριος το θάρρος να είμαστε γνήσιοι, αληθινοί και ειλικρινείς! Ας μας δώσει ο Κύριος χαρά! Τη χαρά του να αποκτήσουμε το φως!
Αμήν